«Αυτό που κρίνεται σήμερα δεν είναι απλά το μέλλον της οικονομίας μας, αλλά το μέλλον της δημοκρατίας μας», υποστήριξε σε τηλεοπτική συνέντευξη στην εκπομπή «Gzero World» του αμερικανικού δικτύου PBS. Υπογράμμισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «υπονομεύει συστηματικά τους δημοκρατικούς θεσμούς, παρεμβαίνει στην ελευθερία του Τύπου και στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και κάνει ακριβώς το ίδιο με τους ανεξάρτητους θεσμούς και τις ανεξάρτητες αρχές», ενώ άσκησε πολύ σκληρή κριτική στους λαϊκιστές αναφέροντας πως «όταν έρχονται στην εξουσία, επειδή ως συνήθως δεν μπορούν να παράξουν αποτελέσματα, έχουν την τάση να υιοθετούν αυταρχική συμπεριφορά».
Εκτίμησε, ωστόσο, ότι «η προσπάθεια της κυβέρνησης δεν θα επιτύχει γιατί απλούστατα θα χάσει τις επόμενες εκλογές», όπως είπε χαρακτηριστικά.
Σε ερώτηση εάν οι θεσμοί άντεξαν την πίεση στην οποία αναφέρθηκε, ο κ. Μητσοτάκης έκανε σύντομη αναδρομή στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το νόμο Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες, αλλά και στη στάση που τήρησε σε αρκετές περιπτώσεις η αντιπολίτευση απέναντι σε ενέργειες του ΣΥΡΙΖΑ.
Δέχθηκαν πίεση
«Οι θεσμοί ήταν όντως αρκετά ισχυροί, δέχθηκαν όμως και μεγάλη πίεση», υπογράμμισε ο πρόεδρος της Ν.Δ. και πρόσθεσε: «Και ναι, το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κρίθηκε απαραίτητο, έλαβε σημαντικές αποφάσεις, που αποτελούν ορόσημο κατά της προσπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ να ελέγξει το τοπίο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Αλλά η Ελλάδα είναι μία χώρα όπου οι θεσμοί πρέπει να γίνουν ακόμα ισχυρότεροι».
ΣΥΡΙΖΑ: Μικρή συμμετοχή, μεγαλύτερη φθορά
«Προφανώς πιστεύω πάρα πολύ στη σημασία που έχουν οι θεσμοί και ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην ποιότητα των θεσμών και στο επίπεδο της ευημερίας μιας χώρας και αυτός είναι ένας τομέας στον οποίο έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Ενας από τους λόγους που απέτυχε η προσπάθεια παρέμβασης στους θεσμούς ήταν το γεγονός ότι καταφέραμε να παρουσιάσουμε ένα ενιαίο μέτωπο ως αντιπολίτευση, ήμασταν πολύ ξεκάθαροι, αναδείξαμε τα ζητήματα, παλέψαμε σκληρά στη Βουλή για να ενημερώσουμε τους πολίτες για όσα συνέβησαν, αλλά αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν έγινε η προσπάθεια (από τον ΣΥΡΙΖΑ) να παίξει αυτό το παιχνίδι», συμπλήρωσε ο κ. Μητσοτάκης.
«Βλέπουν» Μητσοτάκη τα διεθνή ΜΜΕ
Στο επίκεντρο των μηνυμάτων που στέλνει ο πρόεδρος της Ν.Δ. μέσω των παρεμβάσεών του σε διεθνή μέσα ενημέρωσης παραμένει πάντως, σε κάθε περίπτωση, η οικονομία. Με το βλέμμα στην επόμενη ημέρα μετά την πολιτική αλλαγή που πλησιάζει, καθώς το αίτημα της ελληνικής κοινωνίας είναι τόσο ισχυρό που προεξοφλείται ότι θα εκφραστεί, σε πρώτη φάση, με εκκωφαντικό τρόπο στις ευρωεκλογές στις 26 Μαΐου. Η προοπτική γαλάζιας νίκης εξελίσσεται όμως από τώρα και σε πλεονέκτημα για την ίδια τη χώρα στην προσπάθεια να δημιουργήσει προϋποθέσεις για να επανέλθει το ταχύτερο σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά. Είναι ορατή και στο πλαίσιο δημοσιευμάτων σε σημαντικά ξένα μέσα ενημέρωσης, τα οποία αναφέρονται στις δημοσκοπήσεις που εμφανίζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως τον πιθανότερο επόμενο πρωθυπουργό της Ελλάδας. Η συγκεκριμένη προοπτική επηρεάζει θετικά τις εκτιμήσεις για την πορεία της χώρας και οι διακηρύξεις του προέδρου της Ν.Δ. ότι η επόμενη κυβέρνηση θα έχει ισχυρό μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό ήδη λαμβάνονται υπόψη από τις αγορές, κάτι που επισήμανε και ο ίδιος ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
«Οι αγορές έχουν ενσωματώσει στις εκτιμήσεις τους μια πολιτική αλλαγή που ευνοεί τις επενδύσεις στην Ελλάδα και την πολιτική σταθερότητα μετά τις εθνικές εκλογές», δήλωσε χαρακτηριστικά στο Bloomberg.
Στην Πειραιώς θεωρούν θετική μία τέτοια εξέλιξη καθώς θα διευκολύνει το έργο της επόμενης κυβέρνησης. Δεν είναι τυχαίο ότι στην τελευταία επίσκεψή του στη Νέα Υόρκη ο κ. Μητσοτάκης είχε απευθύνει κάλεσμα από τώρα στους επενδυτές λέγοντας ότι «υπάρχει λόγος για να εμπιστευθεί κάποιος την Ελλάδα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή». Είχε διαμηνύσει μάλιστα, μιλώντας στο CNN, ότι η χώρα μας «θα αποτελέσει τη θετική έκπληξη τα επόμενα 2-3 χρόνια». Προ ολίγων ημερών είχε τονίσει εξάλλου στο Reuters ότι η επόμενη κυβέρνηση θα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις «όχι επειδή είναι μέρος ενός προγράμματος, αλλά γιατί πιστεύουμε ειλικρινά ότι είναι απαραίτητες για να κάνουμε την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική και για να βελτιώσουμε την αποδοτικότητα της Δημόσιας Διοίκησης».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου