Η κυβέρνηση με βάση τον αρχικό προγραμματισμό με τους δανειστές, θα έπρεπε να είχε ολοκληρώσει εδώ και τρεις μήνες, δηλαδή από τον Δεκέμβριο, τη δεύτερη αξιολόγηση της μεταμνημονιακής εποπτείας της ελληνικής οικονομίας, εκπληρώνοντας όλα τα προαπαιτούμενα, ώστε και οι εταίροι να εκταμιεύσουν τα 970 εκατ. ευρώ προς τη χώρα, προϊόν των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Μέρος αυτών ήταν και η διάδοχος κατάσταση του νόμου Κατσέλη για την πρώτη κατοικία.
Στην Αθήνα η κυβέρνηση διέρρεε όλες αυτές τις μέρες ότι θα νομοθετήσει μονομερώς, εάν συνεχίσουν οι θεσμοί να διαφωνούν με το σχέδιο που η ίδια προωθεί. Οι θεσμοί αυτό που λένε από την πλευρά τους είναι ότι ο νέος νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας, αφενός πρέπει να έχει περιορισμένη διάρκεια και αφετέρου, που είναι και το κυριότερο, να προστατεύει μόνο τους ευάλωτους οικονομικά. Να μην έχει δηλαδή «παράθυρα» τα οποία θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να αποπληρώσουν τα δάνεια, αλλά δεν το κάνουν.
Στις Βρυξέλλες, παρά τους «λεονταρισμούς» της κυβέρνησης, δεν δείχνουν κάποια ιδιαίτερη ανησυχία, αποφεύγοντας συστηματικά οποιαδήποτε έκφραση δημόσιας δυσφορίας, όπως έκαναν στο παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις. Δεν δυσφορούν για δύο λόγους:
• Ο πρώτος είναι γιατί δεν θέλουν να χαλάσει το θετικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί για την Ελλάδα με τη βοήθειά τους στις αγορές, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα και τη διπλή έξοδο της χώρας στην αγορά ομολόγων με πολύ χαμηλά επιτόκια. Με άλλα λόγια, οι επενδυτές δεν αγόρασαν ελληνικά ομόλογα επειδή η κυβέρνηση έχει απογειώσει την οικονομία, αλλά γιατί οι εταίροι φρόντισαν να δημιουργήσουν τις σημερινές ευνοϊκές συνθήκες αρχικά με τη διευθέτηση του χρέους και στη συνέχεια με τις θετικές δηλώσεις για τη χώρα μας.
• Ο δεύτερος λόγος που δεν εκφράζουν δυσφορία αφορά την ουσία, γνωρίζουν ότι η κυβέρνηση δεν έχει κανένα περιθώριο να τραβήξει στα άκρα τις συζητήσεις, γιατί εκτός του ότι η χώρα θα χάσει τα 970 εκατ. ευρώ από τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, ο αρνητικός αντίκτυπος στις αγορές θα ήταν τέτοιος που θα δημιουργούσε σημαντικό πρόβλημα στην οικονομία, έστω κι αν οι επενδυτές γνωρίζουν ότι το αργότερο σε έξι μήνες θα υπάρξει στη χώρα κυβερνητική αλλαγή. Συνεπώς, θεωρούν δεδομένο ότι μέσα στις επόμενες μέρες η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να προχωρήσει σε συμφωνία, εντός του πλαισίου που έχουν θέσει οι δανειστές, δηλαδή προστασία μόνο των ασθενέστερων οικονομικά.
Τη Δευτέρα θα συνεδριάσει στις Βρυξέλλες το ΕWG, δηλαδή οι τεχνοκράτες των κρατών-μελών, προκειμένου να προετοιμάσουν τη συνεδρίαση του άτυπου Εurogroup, που θα γίνει στο Βουκουρέστι στις 5 Απριλίου.
Αντώνης Σαμαράς: Ομόφωνα εκτός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας
Ο στόχος που είχε τεθεί τον περασμένο μήνα είναι να έχουν στα χέρια τους οι τεχνοκράτες το περιεχόμενο της συμφωνίας μέχρι τη Δευτέρα, ώστε στη συνέχεια να ετοιμάσουν την εισήγησή τους για τους υπουργούς, ώστε οι τελευταίοι να επικυρώσουν τη δεύτερη αξιολόγηση για να ανοίξουν τον δρόμο για την εκταμίευση των 970 εκατ. ευρώ.
Τα χρήματα προέρχονται από τα κέρδη της ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης που έχουν ελληνικά ομόλογα, καθώς και από την κατάργηση της προσαύξησης των επιτοκίων του δανείου της δεύτερης διάσωσης της χώρας.
Εάν δεν βρεθεί λύση μέχρι τη Δευτέρα, πάλι υπάρχει χρόνος να γίνει αυτό μέχρι και το πρωί της 5ης Απριλίου, ώστε να κλείσει η συμφωνία έστω και την τελευταία στιγμή.
Στο προηγούμενο Εurogroup της 11ης Μαρτίου, οι δανειστές, εκτός από τη νέα νομοθεσία για την προστασία της πρώτης κατοικίας, είχαν διαπιστώσει καθυστερήσεις και σε άλλα τέσσερα προαπαιτούμενα. Το πρώτο ζήτημα ήταν ο αργός ρυθμός εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, το δεύτερο η καθυστέρηση στη στελέχωση της ΑΑΔΕ, το τρίτο η παραχώρηση της Εγνατίας και το τέταρτο η πώληση των δύο λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ.
Πάντως, σε σχέση με τα παραπάνω προαπαιτούμενα μπορεί να μην έχουν κλείσει όλα, ωστόσο διάχυτη είναι η εκτίμηση στις Βρυξέλλες πως αν βρεθεί κοινός τόπος στο θέμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας, τότε θα υπάρξει και συνολική συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση και εκταμίευση των χρημάτων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εταίροι που επιμένουν περισσότερο στην ανάγκη εκπλήρωσης των προαπαιτούμενων από την κυβέρνηση είναι όσοι έχουν κοινοβουλευτικές διαδικασίες σε σχέση με την Ελλάδα. Πρόκειται για την Ολλανδία και τη Γερμανία, μάλιστα στη δεύτερη για κάθε εκταμίευση πρέπει να δίνει το «πράσινο φως» η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η καθυστέρηση είναι τόσο μεγάλη που βρισκόμαστε μόλις τρεις μήνες από την περίοδο που θα πρέπει να ολοκληρωθεί και η τρίτη αξιολόγηση (Ιούνιος), η οποία επίσης συνοδεύεται με εκταμίευση χρημάτων από τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου 2018, οι εκταμιεύσεις στη χώρα θα γίνονται ανά εξάμηνο και μέχρι το τέλος του 2022, υπό την προϋπόθεση της εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων προαπαιτούμενων, στο πλαίσιο της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής