Η αποκάλυψη σημείο προς σημείο του περιεχομένου του μεσοπρόθεσμου από τον Τύπο και η ενιαία στάση της αντιπολίτευσης ότι αποτελεί τέταρτο Μνημόνιο με εξαιρετικά σκληρούς όρους (π.χ. δέσμευση της δημόσιας περιουσίας για την περίπτωση μη εκπλήρωσης όρων, νέα αύξηση της φορολογίας σε μεσαία και ασθενέστερα στρώματα) τη φέρνουν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση έναντι της ελληνικής κοινής γνώμης και θολώνουν το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» και της αισιοδοξίας για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Στο Σκοπιανό, η κυβέρνηση επιμένει να εκφράζει την αισιοδοξία της για άμεση συμφωνία αλλά η εικόνα της μίας καθυστέρησης να διαδέχεται την άλλη έρχεται κόντρα στην επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος.
Η ανακοίνωση των Σκοπίων ότι «είναι σημαντικό να επιτευχθεί μια ποιοτική και αμοιβαία αποδεκτή λύση η οποία θα είναι βιώσιμη» και ότι «η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ παραμένει προσηλωμένη στην εξεύρεση λύσης που θα προστατεύει και θα ενισχύει την αξιοπρέπεια και την ταυτότητα των πολιτών της Δημοκρατίας της», η σημείωση ότι «η οικοδόμηση φιλίας μεταξύ των δύο χωρών είναι ένα μεγάλο στοίχημα για το κοινό μέλλον και η συνεργασία στο μέλλον μόνον θα αυξάνεται» και η αναφορά ότι «η κυβέρνηση παραμένει σταθερά προσηλωμένη στην επίτευξη των στρατηγικών στόχων, της ένταξης στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, και είναι σαφές ότι για την επίτευξή τους είναι απαραίτητο να ξεπεραστεί το πρόβλημα με το όνομα» δεν πηγαίνει τα πράγματα μπροστά.
Ο Δένδιας ενημέρωσε τον Μητσοτάκη για τη νέα δομή των Ενόπλων Δυνάμεων και τον θόλο
Η Αθήνα προσπαθεί να διαβάσει αυτήν την ανακοίνωση από τη θετική της πλευρά, ότι δηλαδή τα Σκόπια παραμένουν στις ράγες του διαλόγου και στην κατεύθυνση της εξεύρεσης συμφωνίας. Υποβαθμίζει όμως παράλληλα το γεγονός ότι τα Σκόπια κερδίζουν βήματα στη μάχη του blame game, εμφανίζοντας την Αθήνα να χρεώνεται την καθυστέρηση, την ίδια στιγμή που πληθαίνουν τα δημοσιεύματα ότι στόχος της γειτονικής χώρας είναι η υπογραφή ενός προσυμφώνου στις Πρέσπες που θα τους δώσει τη δυνατότητα να ξεκινήσουν τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με ΝΑΤΟ και Ε.Ε., χωρίς επί της ουσίας να αναλάβουν ουσιαστικές δεσμεύσεις για την υλοποίηση των βημάτων ολοκλήρωσης της συμφωνίας.
Χθεσινές πληροφορίες ανέφεραν ότι δρομολογείται αλλαγή του ονόματος που έχει συμφωνηθεί στην τελευταία συνάντηση Κοτζιά και Ντιμιτρόφ, από Severna Macedonija σε North Macedonia, που και τα δύο στα ελληνικά σημαίνουν «Βόρεια Μακεδονία», το ένα όμως είναι στην τοπική γλώσσα και το άλλο στην αγγλική.
Η κυβέρνηση αποδίδει την καθυστέρηση στο εσωτερικό των Σκοπίων και στα προβλήματα που φέρεται να αντιμετωπίζει ο Σκοπιανός πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ.
Δεν επιβεβαιώνουν όμως ότι τα Σκόπια έχουν θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλαγή του όρου για το erga omnes, που για την Αθήνα αποτελεί κόκκινη γραμμή, όπως και η απόρριψη του αιτήματος των Σκοπίων να κάνουν το αίτημα ένταξης σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε. με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και να το αλλάξουν στο όνομα που θα προβλέπει η συμφωνία, όταν αυτή θα ολοκληρωθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση γνωρίζει ότι οριστική εμπλοκή ή επ’ αόριστον αναβολή στις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια θα αποτελέσει καίριο πλήγμα για την ίδια αλλά και προσωπικά για τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος δεν μπορεί να αρκεστεί στο πού θα καταλήξει το blame game σε περίπτωση αποτυχίας. Γι’ αυτό και στο παρασκήνιο πιέζει με κάθε τρόπο για την επίτευξη συμφωνίας.
Το γεγονός, δε, ότι στο εσωτερικό επιμένει να τηρεί επιθετική, καταγγελτική στάση έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δεν επιδιώκει συναίνεση για τη στήριξη της συμφωνίας απλώς αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. άνοιξε το Σκοπιανό όχι επειδή είχε ενδιαφέρον για την επίλυσή του, αλλά για δύο διαφορετικούς λόγους:
- Να το χρησιμοποιήσει έναντι του διεθνούς παράγοντα που θέλει τα Σκόπια σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε. στις διαπραγματεύσεις για την ελληνική οικονομία και το χρέος.
- Να το εντάξει στον πολιτικό και εκλογικό της σχεδιασμό, στο εσωτερικό της χώρας.
Γιάννης Καμπουράκης
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]