Διαβάστε την δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας
«Τιμούμε σήμερα με την δέουσα λαμπρότητα αυτή την ιστορική επέτειο της απελευθέρωσης του Αλμυρού από τον τουρκικό ζυγό στις 17 Αυγούστου του 1881. Τότε τα σύνορα της Ελλάδα άρχισαν να επεκτείνονται, για να φτάσει μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η Ελλάδα να έχει τα σύνορα τα οποία υπάρχουν σήμερα. Με την ευκαιρία αυτή, διαμηνύουμε προς πάσα κατεύθυνση: όχι μόνο υπάρχουν σύνορα της Ελλάδας, αλλά τα σύνορα αυτά είναι επαρκώς καθορισμένα από το Διεθνές Δίκαιο. Είναι σύνορα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είμαστε αποφασισμένοι και ανυποχώρητοι να τα υπερασπιστούμε και εν ονόματι της Ιστορίας μας, αλλά και εν ονόματι της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ας το σκεφτούν λοιπόν εκείνοι οι οποίοι κάνουν ανιστόρητες δηλώσεις και ακολουθούν ανιστόρητες τακτικές σχετικά με τα σύνορα και το Διεθνές Δίκαιο. Και όσο συνεχίζουν αυτή την τακτική, να το γνωρίζουν ότι απομονώνονται και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη διεθνή κοινότητα. Σε ό,τι αφορά εμάς τους Έλληνες, τα παρακολουθούμε αυτά, αλλά τους απαντούμε: Δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε ούτε να υποκύψουμε σε εκβιασμούς και πιέσεις, και κυρίως ξέρουμε καλά να υπερασπιζόμαστε την Ιστορία μας».
Και ακριβώς αυτή τη διαχρονικότητα στους αγώνες που επέδειξαν οι κάτοικοι της εν λόγω περιοχής κατέδειξε ο κ. Πρ. Παυλόπουλος φέρνοντας αναλυτικά παραδείγματα από την τοπική ιστορία: «Η Ιστορία του Αλμυρού ξεκινά από την αρχαία πόλη Άλο, που ήταν χτισμένη δέκα χιλιόμετρα μακριά από τον σημερινό Αλμυρό. Η Άλος υπήρξε πολυάνθρωπη πόλη, γνωστή για το λιμάνι της και τον σημαντικό ρόλο της στους Περσικούς Πολέμους. Κατά τον Μεσαίωνα, αναπτύχθηκε και άκμασε η πόλη των Δύο Αλμυρών, λίγο βορειότερα της θέσης της ελληνιστικής Άλου. Μετά την βυζαντινή εποχή, εξαιτίας κυρίως πειρατικών επιδρομών, η πόλη χτίσθηκε στην σημερινή της θέση. Επίσης, είναι γνωστό ότι κοντά στον Αλμυρό διεξήχθη, στις 15 Μαρτίου 1311, η αποφασιστικής σημασίας μάχη του Αλμυρού, κατά την οποία η Καταλανική Εταιρεία (Κομπανία) εξόντωσε τον στρατό του φραγκικού Δουκάτου των Αθηνών και των συμμάχων τους».
Εν συνεχεία, στην αφήγησή του, ο Πρόεδρος διαπίστωσε ότι «ο Αλμυρός, το Πήλιο, η Όσσα και η Δυτική Θεσσαλία γενικότερα, αποτέλεσαν τις εστίες ένοπλης δράσης ιδιαίτερα μαχητικών ομάδων κατά την Εθνεγερσία. Ενεργά παρόντες στα κινήματα του 1821, του 1840-41, του 1854, του 1866, οι Έλληνες της περιοχής σήκωσαν εκ νέου, το 1878, τα όπλα υπέρ της Ελευθερίας.
Άλλωστε -συμπλήρωσε ο Πρόεδρος- η ήττα των τουρκικών δυνάμεων στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο (1877-1878) έφερε την Ελλάδα σε θέση διεκδικητή των εδαφών τόσο της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, όπου ζούσαν ακμαίοι Ελληνικοί πληθυσμοί, όσο και της επαναστατημένης Κρήτης. Το Συνέδριο του Βερολίνου, που ακολούθησε (1878), άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο εδαφικών εκχωρήσεων της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα. Με ειδική απόφασή τους, οι Μεγάλες Δυνάμεις κάλεσαν την Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις, προκειμένου να εκχωρηθούν στην Ελληνική πλευρά εδάφη της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, τα οποία βρίσκονταν υπό την κατοχή των Τούρκων.
Οι Ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για την εκχώρηση στην Ελλάδα θεσσαλικών και ηπειρωτικών εδαφών άρχισαν στις 25 Ιανουαρίου 1879, στην Πρέβεζα. Και δεν υπήρξαν καθόλου εύκολες, δεδομένου ότι την τουρκική πλευρά χαρακτήριζε η αναβλητικότητα και μια διάθεση υπονόμευσης των διαπραγματεύσεων με πολλούς τρόπους», επεσήμανε ο κ. Πρ. Παυλόπουλος.
«Τελικά, αφού μεσολάβησαν καίριας σημασίας για την επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος κυβερνητικές αλλαγές στην Γαλλία και στην Αγγλία, την άνοιξη του 1881 στην Κωνσταντινούπολη, σε μια ύστατη προσπάθεια για την εξεύρεση λύσης, το σύνολο των Μεγάλων Δυνάμεων πίεσε την Πύλη να καταλήξει σε συμφωνία με την Ελλάδα. Κατ’ αυτήν, όσον αφορά την Θεσσαλία το σύνορο χαρασσόταν νότια ακριβώς του Πλαταμώνα, ενώ από την Ήπειρο εκχωρούνταν μόνον η επαρχία της Άρτας. Ο Κουμουνδούρος, ως Πρωθυπουργός, επικύρωσε την παραχώρηση στις 20 Ιουνίου 1881, οπότε και υπογράφηκε η σχετική Ελληνοτουρκική Συνθήκη. Με αυτό τον τρόπο, δικαιώθηκαν οι ηρωϊκοί αγώνες των Προγόνων σας, καθώς ο Αλμυρός απελευθερώθηκε από τους Τούρκους και ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Κράτος, στις 17 Αυγούστου 1881», είπε απευθυνόμενος στους παρευρισκομένους ο Πρόεδρος.
Συμπερασματικώς, «η Ελληνοτουρκική Συνθήκη του 1881 αποτέλεσε θετική εξέλιξη για την ισχυροποίηση του νεότερου Ελληνικού Κράτους, ενώ λειτούργησε και ως εφαλτήριο για την περαιτέρω επιδίωξη εθνικών μας στόχων, τους οποίους, σε μεγάλο βαθμό, εκπληρώσαμε με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, για τους εξής δύο, κυρίως, λόγους:
Α) Η έκταση του Ελληνικού Βασιλείου από 63.606 έφτασε τις 77 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός του από 1.679.470 άγγιζε, το έτος 1889, τους 2.187.208 κατοίκους. Η ενσωμάτωση των νέων εδαφών στον Εθνικό Κορμό ήταν ένα αναμφισβήτητα θετικό γεγονός που καθιστούσε ισχυρότερο το Κράτος, αφού συν τοις άλλοις οι νέες περιοχές θεωρούνταν εύφορες.
Β) Όπως εύστοχα έχει υποστηριχθεί από τον έγκριτο ιστορικό, Κωνσταντίνο Σβολόπουλο, ‘εάν δεν είχε, το 1881, επιτευχθεί η επέκταση των ελληνικών εδαφικών συνόρων έως τα βόρεια και δυτικά σύνορα της Θεσσαλίας, όχι μόνον η ευόδωση των διαπραγματευτικών επαφών που απέληξαν, το 1912, στη σύμπραξη με τα γειτονικά βαλκανικά κράτη, αλλά και το αποφασιστικό άλμα προς την κατεύθυνση της Μακεδονίας και της Ηπείρου θα είχε πιθανώς προσκρούσει σε δυσυπέρβλητα εμπόδια. Η ενσωμάτωση της Επτανήσου, το 1864, είχε πρώτη σηματοδοτήσει την καταξίωση της αρχής των εθνοτήτων στην πράξη. Το 1881, η προσάρτηση στην ελληνική επικράτεια των όμορων εδαφών της Θεσσαλίας και μικρού τμήματος της Ηπείρου, έμελλε να αποτελέσει σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της καθολικής δικαίωσής της – πριν από τον διπλασιασμό της εθνικής επικράτειας το 1912-13’».
Και, εν κατακλείδι, «αναχωρώντας από τον πανέμορφο Αλμυρό, με τον άκρως τιμητικό τίτλο του Επίτιμου Δημότη της Πόλης σας, θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι όσα εξέθεσα θα αποτελέσουν καθοριστικής σημασίας δείκτη πορείας κατά την άσκηση των καθηκόντων μου».