Γνωστότερος όλων είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας, ο Γεώργιος Βιζυηνός. Το 1890 γνωρίζει ως καθηγητής Ρυθμικής και Δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών τη 14χρονη (κατά άλλους 16χρονη) μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη, αλλά ο έρωτάς του γι’ αυτήν στέκεται μοιραίος για την ψυχική του ισορροπία. Της γράφει συνεχώς ποιήματα, κάποιοι λένε ότι επιχειρεί να την απαγάγει, αλλά είναι βέβαιο ότι σταδιακά το πάθος του τον οδηγεί στην τρέλα. Μπαίνει στο ψυχιατρείο τον Μάρτιο του 1892 με γνωμάτευση ότι «…πάσχει εκ γενικής παραλύσεως των φρένων μετά κινητικής αταξίας.
Συνέπεια της διανοητικής ταύτης καταστάσεως φρενών του ειρημένου ασθενούς, γνωμοδοτούμεν όπως εισαχθεί εις ειδικόν θεραπευτικόν κατάστημα προς θεραπείαν αυτού και την ασφάλειαν της κοινωνίας και την ησυχίαν της διανοητικής αυτού καταστάσεως».
Τρία χρόνια μετά, η περιγραφή ενός γνωστού του δημοσιογράφου, έπειτα από επίσκεψή του την Παραμονή Χριστουγέννων του 1895 στο ψυχιατρείο, μας δίνει την ευκαιρία να δούμε τη δραματική αλλαγή του κορυφαίου λογίου της εποχής: «Ερράγισεν η ψυχή μου και δάκρυα επλημμύρρησαν τους οφθαλμούς μου μόλις είδον εις μίαν γωνίαν, εξηπλωμένον επί κλιντήρος και ατενώς προσβλέποντα εις το κενόν με μίαν άφατον μελαγχολίαν διαχεομένην επί του προσώπου τον Γεώργιον Βιζυηνόν. Η φυσιογνωμία την οποίαν άλλοτε εγνωρίσαμεν, είναι ολίγον εξηντλημένη, το αυτό γένειον, η αυτή φαλάκρα. Το ζωηρόν των οφθαλμών απεξηράνθη και το πυρ των εσβέσθη μαζί με την δάδαν του νου». Ο Γεώργιος Βιζυηνός πεθαίνει μέσα στο Δρομοκαΐτειο στις 15 Απριλίου 1896 σε ηλικία μόλις 47 ετών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ελάχιστες ημέρες μετά το θάνατό του έφυγε από τη ζωή και το κορίτσι το οποίο τον είχε οδηγήσει στην τρέλα, μόλις τέσσερις ημέρες πριν από το γάμο της…
Ξεχωριστή είναι η περίπτωση που γνωστού γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, ο οποίος ξεκινά την καριέρα του με υποτροφία στο Μόναχο, αλλά, όταν επιστρέφει στην Αθήνα, κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα συμπτώματα τρέλας. Πυροδοτική αιτία αυτής της συναισθηματικής κορύφωσης δεν είναι ο έρωτας ή η θλίψη του για το χαμό της Σοφίας Αφεντάκη (το γλυπτό της οποίας υπάρχει στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών ως «Κοιμωμένη του Χαλεπά») αλλά μάλλον ο ανεκπλήρωτος έρωτας για κάποια συγχωριανή του από την Τήνο και, σίγουρα, η δεσποτική παρουσία της μητέρας του στη ζωή του. Η τελευταία, θεωρώντας υπεύθυνη της ψυχιατρικής νόσου του γιου της την ίδια την Τέχνη, επιβάλλει στο νεαρό Χαλεπά να εγκαταλείψει τη γλυπτική και να επιστρέψει στην Τήνο, ενώ καταστρέφει τα έργα της πρώτης περιόδου του.
Στην Τήνο, όπου αντιμετωπίζεται περίπου σαν «ο τρελός του χωριού», μένει δέκα χρόνια, αλλά, παρότι είναι μακριά από την Τέχνη του, η κατάσταση της υγείας του επιβαρύνεται, ώσπου το 1888 κλείνεται στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, με τη διάγνωση της άνοιας. Οι άθλιες συνθήκες κράτησης στην Κέρκυρα, όπου ζει για σχεδόν δεκατέσσερα χρόνια, επιβαρύνουν την ψυχική και τη σωματική του υγεία, ενώ όλα τα έργα που δημιουργεί εκεί μέσα καταστρέφονται. Η σταδιακή επαναφορά του κορυφαίου γλύπτη της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας στην πραγματική ζωή και την καλλιτεχνική δημιουργία γίνεται μόνο μετά το θάνατο της μητέρας του. Ο ίδιος ο γλύπτης, μιλώντας για τη σχέση με τη μητέρα του και τους δαίμονες που τον ακολουθούσαν, θα πει χαρακτηριστικά:
«Μια ολόκληρη ζωή, είχα μια Μήδεια, μοίρα, μάνα να με καταδυναστεύει, να με καταστρέφει, να μου τσαλαπατάει τη ζωή. Ηταν μια σχέση αγάπης, μίσους, ζήλιας ή στοργής -μας ένωνε και μας χώριζε;-, πιλάτευε τα όνειρά μου. Πειθήνιο όργανο, άβουλος, ένα πιόνι ήμουν στα χέρια της και χόρευα σ’ όποιο σκοπό μού όριζε, έπαιζα το παιχνίδι του τρελού, του αφιονισμένου, του μωρού που δεν μεγάλωσε κι ολόγυρά μου χόρευαν Σάτυροι, Μήδειες και ξωθιές, σακατεμένα όλα τα πλάσματά μου, κολυμπούσαν στον ιδρώτα που είχα χύσει να τα πλάσω, να τα καλουπώσω και να τα σμιλέψω».
Αυτό είναι το Bagger 293, η μεγαλύτερη κινούμενη κατασκευή στην ξηρά
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μιχαήλ Μητσάκης ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Στις αρχές του 1890 εκδηλώνει τα πρώτα συμπτώματα ψυχικής διαταραχής, που αρχικά κάποιοι τα συνδέουν με το δύσκολο χαρακτήρα του. Γρήγορα όμως η ψυχική του κατάσταση επιδεινώνεται και τον Δεκέμβριο του 1894 μπαίνει στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας για ένα μήνα και τον Απρίλιο του 1896 εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο (στο θάλαμο όπου βρισκόταν ο Βιζυηνός) με γνωμάτευση «Επλήγη από εκφυλιστική φρενοπάθεια που εκδηλώνεται με μεγαλομανίες, κρίσεις παρορμητικής φοβίας και αόριστες ιδέες καταδιώξεως».
Η περιπλάνηση του Μητσάκη στους λαβύρινθους του μυαλού του γίνεται γράφοντας σε μεγάλες κόλλες χαρτιού ιερογλυφικά σχήματα, με ανώμαλα γράμματα και ασυνάρτητες γαλλικές φράσεις, θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 1916 με το θάνατό του στο Δρομοκαΐτειο. Η εφημερίδα «Πατρίς» θα περιγράψει παραστατικά την κηδεία του γράφοντας: «Η χθεσινή μελαγχολική πομπή δεν ήτο αναμφιβόλως η κηδεία του, μολονότι μας οδήγησε εις το νεκροταφείον. Ειπέτε καλύτερα ότι ήτο μια μετακομιδή οστών, μια επιμνημόσυνη δέησις, εις την οποίαν συνέβη τούτο το περίεργον, να έχωμεν μαζί μας και τον νεκρόν».
Τα ίδια ταξίδια στη σκοτεινή πλευρά του μυαλού έκαναν και άλλοι άνθρωποι του πνεύματος. Ο δημοσιογράφος – λογοτέχνης Γεράσιμος Βώκος θα νοσηλευτεί επανειλημμένα στο Δρομοκαΐτειο πάσχοντας από «…χρονίου εκφυλογενούς παραληρήματος». Το 1927 τις πύλες του ίδιου θεραπευτηρίου θα περάσουν και ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας, ο οποίος θα παραμείνει εκεί μέχρι το θάνατό του το 1942, ο ζωγράφος Μιχαήλ Οικονόμου, ο οποίος έπασχε από εγκεφαλική παράλυση συνέπεια σύφιλης, και ο ζωγράφος Δημήτρης Βιτσώρης, που αυτοκτόνησε μέσα στο ψυχιατρείο το 1945.
Δημιουργίες στο… όριο της τρέλας
Τα περισσότερα έργα των δημιουργών την περίοδο που νοσηλεύονταν σε ψυχιατρεία έχουν σχιστεί, σπάσει, αλλοιωθεί, αλλά όσα έχουν διατηρηθεί είναι εξαίσια δείγματα πάλης της Τέχνης με την τρέλα. Παραδείγματος χάριν, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι το γνωστό τραγούδι «Παιδί μου, ώρα σου καλή», που μελοποίησε ο Γιάννης Σπανός και ερμήνευσε μοναδικά ο Γιάννης Πουλόπουλος, αποτελεί έργο του Γεωργίου Βιζυηνού, που μπορούμε να πούμε ότι μετατρέπει με μοναδικό τρόπο τη νοητική του σύγχυση σε ποίηση.
«Φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά!
Είναι βουβά τα αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά,
κι η δόλια μου ματιά θολή.
Παιδί μου, ώρα σου καλή.
Είναι η καρδιά μου κρύσταλλο και το κορμί μου παγωνιά
σαλεύει ο νους μου, σαν δενδρί, που στέκ’ αντίκρυ στο χιονιά,
και είναι ξέβαθο πολύ,
παιδί μου, ώρα σου καλή.
Βοΐζει το κεφάλι μου σαν του χειμάρρου τη βοή
ξηράθηκαν τα χείλη μου και μου εκόπη κι η πνοή,
σ’ αυτό το ύστερο φιλί,
παιδί μου, ώρα σου καλή.
Να σε παιδέψ’ ο Πλάστης μου, κατηραμένη ξενιτιά
μας παίρνεις τα παιδάκια μας και μας αφήνεις στη φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή,
όταν τα λέμ’ “ώρα καλή”».
Ο Ρώμος Φιλύρας θα γράψει στο βιβλίο του «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειο» για την εκεί διαμονή του: «Ζήτω η τρέλα! Εγώ ο Ρώμος το φωνάζω. Αλλά δεν φτάνω, δυστυχώς, στο ύψος μερικών εδώ μέσα. Βλέπετε, διατηρώ ακόμη κάποια λογική και αυτό με μειώνει. Γι’ αυτό υποφέρω, γι’ αυτό, όταν βλέπω το βράδυ πέρα εκεί σαν πέλαγο ευτυχίας τα ολόχρυσα φώτα της Αθήνας, ραγίζεται η καρδιά μου. Καταραμένη λογική που σ’ άφησε κάπου μέσα μου ατόφια ο ανηλεής σπειροχαίτης, πότε θα την πάρει και αυτήν τελειωτικά;».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΡΔΟΚΑΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής