Σε ό,τι αφορά τα επιτόκια καταθέσεων, οι τράπεζες δέχθηκαν να προχωρήσουν σε αυξήσεις αλλά σταδιακά. Τόνισαν ότι σχεδιάζουν μια μείωση του επιτοκιακού περιθωρίου τους (δηλαδή της διαφοράς μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων από τα επιτόκια καταθέσεων), το οποίο βρίσκεται σήμερα στο -πολύ υψηλό- 4,81%.
Με άλλα λόγια, οι τράπεζες ομολόγησαν ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο για αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, αλλά παρ’ όλα αυτά άφηναν τις αποδόσεις παγωμένες, αφού διαθέτουν υπερεπαρκή ρευστότητα για τις δραστηριότητές τους.
Ανοδικά
Μετά τις συναντήσεις που έχουν γίνει με το ΥΠΟΙΚ, έχει δρομολογηθεί αύξηση των επιτοκίων από 0,05% με 0,10% σε έως 0,50%, στις προθεσμιακές 12μηνες. Παρά την αύξηση, οι αποδόσεις αυτές των καταθέσεων υπολείπονται σημαντικά από αυτές που ισχύουν στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου ανάλογα το είδος του λογαριασμού τα επιτόκια καταθέσεων φτάνουν το 1% έως 1,5%. Το ΥΠΟΙΚ διεμήνυσε ότι δέχεται η αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων να γίνει σταδιακά, αλλά ξεκαθάρισε ότι το υπουργείο θα παρακολουθεί τα επιτόκια καταθέσεων παράλληλα με την αύξηση και των επιτοκίων της ΕΚΤ και, αν δει το επιτοκιακό περιθώριο να αυξάνεται, θα ζητά νέα παρέμβαση από τις τέσσερις μεγάλες εμπορικές τράπεζες.
Πάντως στην κούρσα της αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων έχουν μπει ήδη οι μη συστημικές τράπεζες. Αυτή τη στιγμή τα νέα επιτόκια καταθέσεων στις προθεσμιακές καταθέσεις δώδεκα μηνών διαμορφώνονται ως εξής: Attica Bank 1,3%, Παγκρήτια 1%, Εθνική Τράπεζα 0,7%, Συνεταιριστική Ηπείρου 0,7%, Alpha Bank 0,65%, Eurobank 0,6%, Συνεταιριστική Καρδίτσας 0,6% και Optima Bank 0,5%.
Σε νέα αύξηση των επιτοκίων στις καταθέσεις προχωρά η Alpha Bank με την απόδοση στους λογαριασμούς προθεσμίας να ξεπερνά το 1% ακόμα και για ποσά κάτω των 100 χιλιάδων ευρώ.
«Καπέλα»
Στο επίσης κρίσιμο θέμα των 12 διακριτών χρεώσεων που ορίζονται με βάση τις αποφάσεις της κάθε τράπεζας τις οποίες πληρώνουν περισσότερο αυτοί που δεν χρησιμοποιούν λιγότερο τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και κυρίως οι υπερήλικες οι οποίοι προτιμούν τη συναλλαγή στο Ταμείο υπήρξε επίσης πρόοδος.
Οι διοικήσεις των τραπεζών διευκρίνισαν ότι οι επιβαρύνσεις στις μικροσυναλλαγές νοικοκυριών είναι το 22% από τα έσοδα από προμήθειες και είναι πρόθυμες να προχωρήσουν σε μειώσεις. Εκεί που δεν συζήτησαν για μειώσεις είναι οι προμήθειες που αφορούν στην επενδυτική τραπεζική, που αντιπροσωπεύει περίπου το 78% των εσόδων τους από προμήθειες και αφορούν αποκλειστικά επιχειρήσεις.
Όλγα Κεφαλογιάννη: Νέα χρονιά ρεκόρ το 2024 για τον ελληνικό τουρισμό
Κληρώνει…
Με δεδομένο ότι η κάθε τράπεζα θα αποφασίσει τα ποσοστά μειώσεων στα οποία προτίθεται να προχωρήσει, συμφωνούν όλες ότι μπορούν να μειωθούν οι προμήθειες που αφορούν:
* Την πληρωμή λογαριασμού ΔΕΚΟ ασφαλιστικών εισφορών στο ταμείο ή ηλεκτρονικά.
* Την ανάληψη μετρητών από τράπεζα του καταναλωτή, ή άλλη εντός Ελλάδας, μέσω του διατραπεζικού δικτύου ΔΙΑΣ. Η ανάληψη μετρητών από την τράπεζα του καταναλωτή έχει προμήθεια 0,75 ευρώ και από άλλη τράπεζα 0,75%, που πάει στη συνεργαζόμενη τράπεζα και 3 ευρώ για το σύστημα ΔΙΑΣ, δηλαδή συνολικά 3,75 ευρώ. Η χρέωση αυτή εκτιμάται ότι μπορεί να πέσει στα 3 ευρώ.
* Την προμήθεια πληρωμής πιστωτικών καρτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα υπάρχουν πιστωτικές κάρτες με ετήσιες συνδρομές έως 120 ευρώ.
* Την προμήθεια επανέκδοσης καρτών. Η επανέκδοση κάρτας φτάνει έως και 6 ευρώ αν λήξει, χαθεί, κλαπεί ή φθαρεί, κάτι που πριν από λίγα χρόνια ήταν δωρεάν.
* Την προμήθεια εισερχόμενων και εξερχόμενων εμβασμάτων έως ένα όριο ποσού. Τόσο τα εισερχόμενα όσο και τα εξερχόμενα εμβάσματα χρεώνονται. Μέσω Διαδικτύου η προμήθεια ξεκινά από 1,2 ευρώ και έχει μέση τιμή 2,9 ευρώ. Αν η ίδια αποστολή γίνει από το γκισέ ενός υποκαταστήματος, τότε το κόστος ανεβαίνει. Υπάρχουν τράπεζες που χρεώνουν 15 ευρώ για ποσά μέχρι 12.500 ευρώ, 40 ευρώ για 12.500-50.000 ευρώ και η χρέωση χτυπάει «κόκκινο» στα 90 ευρώ για εμβάσματα άνω των 50.000 ευρώ.
Στήριξη για έως 30.000 ευάλωτους δανειολήπτες
Για τη στήριξη των δανειοληπτών, οι εκπρόσωποι των διοικήσεων των τραπεζών παρουσίασαν την πρότασή τους, η οποία προβλέπει την κάλυψη του 50% της αύξησης που είχαν οι δόσεις ενήμερων στεγαστικών δανείων οικονομικά ευάλωτων δανειοληπτών από το καλοκαίρι λόγω της αύξησης των επιτοκίων του ευρώ. Η κάλυψη θα γίνει με επιβάρυνση των τραπεζών, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει δημοσιονομικό κόστος για το Δημόσιο, όπως συνέβαινε στο πρόγραμμα «γέφυρα».
Προϋποθέσεις
Οι τράπεζες ξεκαθάρισαν ότι η στήριξη αφορά αποκλειστικά και μόνον στους οικονομικά ευάλωτους και όχι όσους απλώς δυσκολεύονται λόγω συγκυρίας να εξυπηρετήσουν τις δόσεις των δανείων τους. Αυτό σημαίνει ότι το εισοδηματικό κριτήριο για την ένταξη στο νέο ευνοϊκό καθεστώς θα είναι οριακό. Θα ξεκινά από τις 7.000 για το μονοπρόσωπο νοικοκυριό και θα φτάνει κατ’ ανώτερο τις 21.000 ευρώ, αν πρόκειται για οικογένεια με παιδιά. Ανάλογα περιορισμένα θα είναι και τα περιουσιακά κριτήρια. Με βάση αυτά, η περίμετρος των συνολικών δικαιούχων θα φτάνει τους 30.000 δανειολήπτες.
Οπως επισημάνθηκε από τους τραπεζίτες κατά τη συνάντηση με τον υπουργό Οικονομικών, αυτή είναι η πρόταση που έστειλαν οι τράπεζες στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Εποπτικό Μηχανισμό Τραπεζών (SSM) και έγινε αποδεκτή ως συμβατή με τα χρηματοοικονομικά δεδομένα των ελληνικών τραπεζών. Επεσήμαναν επίσης ότι τα στελέχη του SSM έδειξαν δυσφορία για την πίεση που άσκησε το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, και ειδικά από τη στιγμή που η πίεση αυτή ασκήθηκε σε προεκλογική περίοδο.
«Αγρια» η συνάντηση Σταϊκούρα – τραπεζών
Παρά τη σαφή πρόοδο σε σχέση με τις δύο προηγούμενες συναντήσεις, το κλίμα ήταν τεταμένο στη χθεσινή συνάντηση.
Πηγή του ΥΠΟΙΚ δήλωνε χθες, μετά τη συνάντηση με τις τράπεζες, ότι και αυτήν τη φορά επί δύο ώρες ανταλλάσσονταν σκληρά λόγια και από τις δύο πλευρές.
Το κλίμα της συνάντησης μετέφερε λίγο μετά στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών, Χ. Σταϊκούρας, ο οποίος συνομιλώντας με κοινοβουλευτικούς συντάκτες στο περιθώριο της συζήτησης του Κρατικού Προϋπολογισμού, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «μπινελικονόμασταν επί δύο ώρες», σημειώνοντας ότι «έχουν γίνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά απέχουμε ακόμη» και διευκρινίζοντας ότι «θα πρέπει να οριστικοποιηθούν θέματα που αφορούν στις αυξήσεις επιτοκίων καταθέσεων και τις μειώσεις των προμηθειών».