Προβλέψεις
Η Τράπεζα της Ελλάδος αναθεώρησε ένα μήνα νωρίτερα την πρόβλεψη για τη φετινή ανάπτυξη από το 4,2% τον Δεκέμβριο στο 3,8%. Το πάντα συντηρητικό με την Ελλάδα ΔΝΤ στην έκθεση για την οικονομία με βάση το άρθρο IV προβλέπει για φέτος ανάπτυξη στο 3,5% Οι δύο οίκοι αξιολόγησης που αναβάθμισαν το αξιόχρεο της Ελλάδας ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική βαθμίδα ήταν επίσης αισιόδοξοι για την ανάπτυξη το 2022 αλλά και για τα επόμενα χρόνια. Ο οίκος DBRS σε έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα μετά την αναβάθμιση της Ελλάδας, εκτιμούσε ότι η οικονομική μεγέθυνση θα φτάσει φέτος στο 4,3% και στο 4,4% το 2023. Αντιστοίχως, η Standard & Poor’s αναμένει 3,4% το 2022.
Κοινός τόπος είναι ότι η οικονομία έχει να ωφεληθεί σημαντικά από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και τη δυναμική που ανάπτυξε από το 2021. Ολοι προτρέπουν για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και τη μείωση των «κόκκινων» δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Μια δεύτερη πηγή αισιοδοξίας αποτελεί ο τουρισμός για τον οποίο υπάρχουν πολύ θετικές προβλέψεις με δεδομένο ότι θα ατονήσουν ακόμη περισσότερο μέχρι να εξαφανιστούν τελείως τα περιοριστικά μέτρα κατά του κορονοϊού ξαναφτάνοντας τον τζίρο στον κλάδο στα επίπεδα του 2019 και ίσως ψηλότερα.
Μεσοπρόθεσμα όλοι βλέπουν ότι η Ελλάδα έχει τις δυνατότητες να ξεπεράσει τον μέσο όρο ανάπτυξης της Ε.Ε. αυξάνοντας και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από τα χαμηλά επίπεδα που είχε φτάσει κατά τη 10ετή κρίση.
Πληθωρισμός
Στο κρίσιμο θέμα του υψηλού πληθωρισμού όλοι συμφωνούν ότι βραχυπρόθεσμα θα αυξηθεί αλλά λόγω του ότι είναι καθαρά εισαγόμενος θα υποχωρήσει μεσοπρόθεσμα κάτω από το 2% του ΑΕΠ ενώ οι επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία θεωρείται ότι θα είναι διαχειρίσιμες.
Απέναντι σε όλα αυτά το υπ. Οικονομικών ακολουθεί την τακτική των συντηρητικών προβλέψεων τοποθετώντας τον πήχη της ανάπτυξης λίγο πάνω από 3% για φέτος. Σε ό,τι αφορά την ανάκαμψη του τουρισμού διατηρείται η πρόβλεψη για ανάκτηση του 85% του 2019.
Εύσημα για τη δημοσιονομική διαχείριση
Στο πεδίο της δημοσιονομικής διαχείρισης όλοι οι ξένοι οργανισμοί τονίζουν τα καλύτερα του αναμενομένου αποτελέσματα για το 2021 παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα υλοποίησε πέρσι μέτρα στήριξης 17,5 δισ. ευρώ έναντι των 7,5 δισ. που είχε ως πρόβλεψη ο προϋπολογισμός του προηγούμενου χρόνου, αλλά κατέγραψε έλλειμμα μικρότερο κατά 2% και χρέος κατά 3,8% σε σύγκριση με τους στόχους του προϋπολογισμού. Για φέτος περιμένουν το πρωτογενές πλεόνασμα υψηλότερο από το 1,4% του ΑΕΠ που προβλέπει ο προϋπολογισμός (το βλέπουν κοντά στο 2% του ΑΕΠ) λόγω των πρόσθετων μέτρων στήριξης που θα χρειαστεί να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση για να στηρίξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις απέναντι στο κύμα ακρίβειας. Ωστόσο, όλοι δείχνουν ικανοποιημένοι για το γεγονός ότι η Ελλάδα στοχεύει στην επαναφορά στα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023.
ΒΙΩΣΙΜΟ ΤΟ ΧΡΕΟΣ
Σε ένα ακόμη σημείο στο οποίο συμφωνούν θεσμοί και οίκοι αξιολόγησης είναι στη βιωσιμότητα του χρέους το οποίο παρά την αύξηση λόγω κορονοϊού συνεχίζει να έχει πολύ χαμηλές ανάγκες χρηματοδότησης (κάτω από 15% σε μέση ετήσια βάση), μεγάλους χρόνους λήξης (πάνω από 20 χρόνια) και πάνω από τα 2/3 του χρέους είναι στα χέρια του επίσημου τομέα και σε πολύ χαμηλά επιτόκια. Παράλληλα, όλοι συμφωνούν ότι τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου τα οποία παραμένουν κοντά στα 40 δισ. ευρώ αποτελούν μια πρόσθετη, ισχυρή ασπίδα προστασίας.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η έκθεση της Ε.Ε. για τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών των κρατών-μελών (Fiscal Sustainability Report) η οποία καταγράφει ως «μέτριους» τους μακροπρόθεσμους κινδύνους βιωσιμότητας της Ελλάδας, κατατάσσοντάς τους στη «μεσαία» ομάδα κρατών, όταν 9 χώρες (ανάμεσα στις οποίες το Βέλγιο, η Ιταλία και η Ισπανία) χαρακτηρίζονται ως «υψηλού ρίσκου».
Το ασφαλιστικό σύστημα ανάγεται σε ένα από τα στοιχεία που βελτιώνει τη θέση της Ελλάδας μακροπρόθεσμα όπως και ο σχετικός δείκτης (S2) μέτρησης της βιωσιμότητας του χρέους στο μέλλον (που γίνεται προσμετρώντας και τις εν λόγω δαπάνες). Και τούτο καθώς η Ελλάδα εκτιμάται πως θα είναι το κράτος με την πιο μεγάλη μείωση δαπάνης, που σχετίζεται με τη γήρανση του πληθυσμού ανά την Ε.Ε. (κατά 3,7% του ΑΕΠ έως το 2070 και μία από τις 8 χώρες που καταγράφουν μείωση δαπάνης ως αναλογία του ΑΕΠ).