Προς το παρόν, το χρέος είναι το πιο δύσκολο κομμάτι των ελληνικών προϋπολογισμών αφού λόγω του μεγάλου μεγέθους του καθιστά την οικονομία ευάλωτη σε κάθε διεθνή κρίση, όπως η χρηματοπιστωτική κρίση που μας έβαλε στα μνημόνια. Τούτο δε, παρά το θετικό προφίλ του χρέους με τις χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες και τα υψηλά διαθέσιμα.
Στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι να μειωθεί το ταχύτερο δυνατόν το ύψος του χρέους, αφού έτσι θα προκύψει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος για να γίνει πιο δίκαιο το φορολογικό σύστημα, να μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, που είναι από τις υψηλότερες του ΟΟΣΑ, και να βελτιωθεί η κοινωνική πολιτική. Το κέρδος θα προκύψεις από τρεις πηγές:
- Η πρώτη πηγή κέρδους θα είναι οι επόμενες αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της οικονομίας όσο το χρέος μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας τον περασμένο Οκτώβριο είχε ως αποτέλεσμα επιπλέον μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων κατά 0,7% (70 μονάδες βάσης). Αυτό σημαίνει ότι ένα δεκαετές ομόλογο, που εκδίδει το Δημόσιο, πριν από την επενδυτική βαθμίδα θα είχε επιτόκιο 4,5% ενώ μετά την επενδυτική βαθμίδα είχε επιτόκιο 3,8%. Αν το Δημόσιο δανειστεί 3,5 δισ. ευρώ, το κέρδος σε τόκους για το σύνολο της δεκαετίας είναι 245 εκατ. ευρώ διαθέσιμα για θετικές παρεμβάσεις. Ολα αυτά μόνο από ένα ομόλογο. Το υπ. Οικονομικών υπολογίζει ότι η επόμενη αναβάθμιση της οικονομίας θα έρθει στις αρχές του 2025 μειώνοντας περισσότερο τις αποδόσεις και μαζί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Το υπόλοιπο που θα μένει κάθε χρονιά θα διατίθεται για τη διόρθωση των προβλημάτων σε φορολογία εισοδήματος, εργασίας και ασφαλιστικό.
- Η δεύτερη πηγή κέρδους θα είναι η διαγραφή χρέους μέσω της χρήσης των διαθεσίμων του Δημοσίου που φτάνουν σήμερα τα 36 δισ. ευρώ. Θα πρέπει να επαναλάβουμε για πολλοστή φορά ότι το σύνολο των διαθεσίμων είναι χρέος. Αποτελείται από 15,7 δισ. ευρώ που έδωσε ο ESM στη Ελλάδα το 2018 για να διευκολύνει την επάνοδο στις αγορές. Το ποσό αυτό αποτελεί μέρος του δανείου των 86 δισ. ευρώ του τρίτου μνημονίου από το οποίο η Ελλάδα χρησιμοποίησε τελικά μόνο τα 61,9 δισ. ευρώ. Συνεπώς, είναι χρέος για το οποίο η Ελλάδα πληρώνει τόκους από το 2018. Ενα δεύτερο μέρος είναι χρήματα τα οποία έχει δανειστεί το Δημόσιο από τις αγορές (κυμαίνονται από 5 έως 7,5 δισ. ευρώ) και ένα τρίτο κομμάτι, το οποίο κυμαίνεται από 11 έως και 14 δισ. ευρώ, είναι ο εσωτερικός δανεισμός μέσω συμφωνιών επαναγοράς (repo) των τραπεζικών διαθεσίμων των δημόσιων οργανισμών.
Το νέο κεφάλαιο για το επόμενο διάστημα θα είναι η επίσημη απελευθέρωση της χρήσης των 15,7 δισ. ευρώ από τον ESM. Με άλλα λόγια, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα δώσει την έγκρισή του ώστε τα χρήματα αυτά να μην αποτελούν μαξιλάρι σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν μπορεί να δανειστεί από τις αγορές, αλλά να μπορεί να χρησιμοποιήσει το σύνολο του ποσού για να αποπληρώσει παλιό χρέος. Η Ελλάδα έχει ήδη αποπληρώσει πρόωρα δύο διπλές δόσεις ύψους 5,3 δισ. ευρώ από το διμερές δάνειο ύψους 32,3 δισ. ευρώ από τις χώρες της ευρωζώνης και πρόκειται να προχωρήσει και φέτος στην αποπληρωμή άλλης μίας διπλής δόσης ύψους 5,3 δισ. ευρώ. Με την απελευθέρωση του μαξιλαριού από τον ESM θα μπορεί -θεωρητικά- να αποπληρώσει το δάνειο με την ευρωζώνη τον επόμενο χρόνο, διαγράφοντας άλλα 16 δισ. χρέους.
- Η τρίτη πηγή κέρδους από τη μείωση του δημόσιου χρέους θα έρθει από την αποκλιμάκωση των δαπανών για τόκους. Ηδη από το 2023 οι τόκοι που αποπληρώνει το Δημόσιο έχουν φτάσει κοντά στο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Συγκεκριμένα, οι τόκοι της Γενικής Κυβέρνησης ήταν 4,6 δισ. ευρώ το 2023 όταν το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν 4,05 δισ. ευρώ, ενώ για φέτος υπολογίζονται στα 4,8 δισ. ευρώ, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να φτάσει τα 5,25 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι από φέτος το ποσό για τόκους που πληρώνει το Δημόσιο για το σύνολο του χρέους θα είναι μικρότερο από το πρωτογενές πλεόνασμα. Συνεπώς θα μένουν περισσότερα χρήματα στο ταμείο του κράτους.
«Οπλο» των ελληνικών αρχών στη νέα εποχή των δημοσιονομικών περιορισμών
Η μείωση του χρέους θα είναι το κεντρικό ζητούμενο για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες οι οποίοι συμφωνήθηκαν στις 23 Δεκεμβρίου 2023 και πρόκειται να εφαρμοστούν στην πράξη από το 2025.
Η σταθερή και συνεπής μείωση του χρέους θα αποτελέσει «όπλο» των ελληνικών αρχών στη νέα εποχή των δημοσιονομικών περιορισμών όπου μοναδικό κριτήριο για την παρακολούθηση της δημοσιονομικής προόδου της χώρας θα είναι οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες. Οι τόκοι και οι δαπάνες για το χρέος δεν περιλαμβάνονται σε αυτή την κατηγορία. Ωστόσο, ο δημοσιονομικός χώρος που θα απελευθερώνεται σε ετήσια βάση θα μπορεί να διοχετευτεί σε επενδύσεις οι οποίες θα μπορούν να βελτιώσουν τα εισοδήματα, να μειώσουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές και μακροπρόθεσμα θα βοηθήσουν στην εξισορρόπηση του δημογραφικού προβλήματος, το οποίο επηρεάζει αρνητικά και το ασφαλιστικό, το οποίο είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα του μέλλοντος.
«Κλειδιά», υψηλή ανάπτυξη και σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα
Βασική προϋπόθεση για τη σταθερά πτωτική πορεία του χρέους είναι να βρίσκεται σε ισχύ η πολιτική που βασίζεται σε υψηλή ανάπτυξη και σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα. Αν τηρηθεί αυτή η συνθήκη, η ταχύτερη αποκλιμάκωση του χρέους θα είναι εγγυημένη με ρυθμό τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ τον χρόνο μέχρι και το 2060.
Αυτή την πολιτική προσυπογράφει και η Τράπεζα της Ελλάδος. Μάλιστα, λόγω της εμπειρίας του, ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, αναφερόμενος στο θέμα, θύμισε με τον τρόπο του ότι η πολιτική αυτή θα πρέπει να είναι κοινός τόπος και των μελλοντικών κυβερνήσεων και όχι μόνο της σημερινής. Μάλιστα σημειώνοντας ότι το χρέος είναι σε σταθερά πτωτική τροχιά, σημείωσε με νόημα: «ελπίζω βέβαια να μην αυτοκτονήσουμε στο μέλλον…».
Δανειζόμενος τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους αποδεικνύει γιατί η μείωση του χρέους θα παραμείνει σταθερά πτωτική φτάνοντας το 4% το 2060 από 160% του ΑΕΠ που είναι σήμερα.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, το καθαρό επιτόκιο εξυπηρέτησης του συνόλου του χρέους από 1,2% το 2022 θα αυξηθεί οριακά σε 1,3% το 2024 και θα μείνει αμετάβλητο στα ίδια επίπεδα το 2025 και το 2026, για να διαμορφωθεί σε μέσα επίπεδα στο 2,8% μακροπρόθεσμα. Την ίδια ώρα, το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί 2,7% σε μέσα ετήσια επίπεδα για την τετραετία 2023-2026 για να υποχωρήσει μακροπρόθεσμα στο 1,5%. Ωστόσο, το ονομαστικό ΑΕΠ (δηλαδή το ΑΕΠ συν τον πληθωρισμό) επί του οποίου υπολογίζεται το ποσοστό του χρέους, θα είναι σε μέσα επίπεδα 5,42% την τετραετία 2023-2026 για να υποχωρήσει μακροπρόθεσμα στο 3,6% από το 2027 και μετά. Από αυτό αποδεικνύεται ότι το πραγματικό κόστος ετήσιας εξυπηρέτησης του χρέους θα είναι αρνητικό άρα το χρέος θα μειώνεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Στην εξίσωση του χρέους, στην πτώση με μορφή… χιονοστιβάδας θα πρέπει να προστεθεί και το μέσο ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα που θα φτάνει στο 2% του ΑΕΠ για την περίοδο 2023-2026 και θα σταθεροποιηθεί στο 1,9% από το 2027 και μετά, που θα μπορεί, εκτός από το ποσοστό του ΑΕΠ, να μειώσει και το καθαρό υπόλοιπο του χρέους.
Με αυτά τα δεδομένα και αν δεν αλλάξει η πολιτική, η ανάπτυξη ή το πρωτογενές πλεόνασμα ή το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους, το χρέος θα μειώνεται σε ετήσια βάση κατά τουλάχιστον 4% του ΑΕΠ τον χρόνο για τα επόμενα 30-35 χρόνια.