«Θα προτιμούσαμε να επιλύσουμε αυτές τις σημαντικές, συστημικού χαρακτήρα, υποθέσεις στο πλαίσιο διαδικασίας διαβούλευσης και αφιερώσαμε πολύ χρόνο προσπαθώντας να το καταφέρουμε, αλλά ματαίως. Κατά συνέπεια, δεν έχουμε άλλη επιλογή», εξήγησε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδιος για το Εμπόριο Βάλντις Ντομπρόβσκις.
«Οι καλοί εταίροι συμπεριφέρονται με σεβασμό και οφείλουν να εφαρμόζουν νόμιμους όρους ανταγωνισμού. Είναι καθήκον μας να υπερασπισθούμε τα δικαιώματά μας την ώρα που η Κίνα παραβιάζει τους κανόνες του παγκόσμιου εμπορίου», όπου, στην περίπτωση της Λιθουανίας, «υποβάλλει ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε οικονομικό καταναγκασμό που έχει συνέπειες στην ενιαία αγορά μας», πρόσθεσε.
Η Λιθουανία επέτρεψε τον Νοέμβριο 2021 στην Ταϊβάν να ανοίξει επίσημη αντιπροσωπεία στο Βίλνιους με το όνομά της, προκαλώντας την οργή του Πεκίνου, που απορρίπτει την επίσημη χρησιμοποίηση του ονόματος Ταϊβάν και δεν αναγνωρίζει την κρατική υπόσταση του νησιού που θεωρεί ότι αποτελεί επαρχία της Κίνας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει ότι είναι σε θέση να αποδείξει ότι από τον Δεκέμβριο 2021 η Κίνα εφαρμόζει διακριτικά και εξαναγκαστικά μέτρα απέναντι στις λιθουανικές εξαγωγές και στις εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ενωσης που περιλαμβάνουν λιθουανικά προϊόντα.
Αν και το Πεκίνο καταγγέλλει επικρίσεις «χωρίς βάση», τα ίδια τα κινεζικά στατιστικά στοιχεία κάνουν λόγο για κατάρρευση κατά 80% σε ετήσια βάση του εμπορίου ανάμεσα στην Λιθουανία και την Κίνα κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου.
Οι Βρυξέλλες καταγγέλλουν «την άρνηση των κινεζικών τελωνειακών αρχών να δεχθούν εισαγωγές», «την εφαρμογή απαγορεύσεων που πλήττουν πολυεθνικές εταιρείες» ή ακόμη την μείωση των κινεζικών εξαγωγών προς την Λιθουανία.
Η Κίνα εισήγαγε τον Φεβρουάριο πλήρη απαγόρευση εισαγωγών βοδινού κρέατος, αλκοόλ, γαλακτοκομικών προϊόντων και τύρφης από την Λιθουανία, εξαιτίας φυτοϋγειονομικών λόγων, τους οποίους η Ευρωπαϊκή Ενωση κρίνει «αδικαιολόγητους».
Στο τέλος του 2020, λιγότερο από το 1% των λιθουανικών εξαγωγών είχαν προορισμό την Κίνα και ήταν ύψους μόνο 300 εκατομμυρίων ευρώ. Οι οικονομικές συνέπειες είναι αμελητέες, αλλά αυτό που μας ανησυχεί είναι η παραλυτική επίδραση αυτού του είδους των μέτρων και το μήνυμα που στέλνει στους παράγοντες του εμπορίου, που βρίσκονται σε συνεχή αβεβαιότητα, δήλωσε ευρωπαϊκή πηγή.
Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Ενωση και η Κίνα είναι ο πρώτος εμπορικός εταίρος ή μία της άλλης, με εμπορικές ανταλλαγές ύψους 586 δισεκατομμυρίων δολαρίων του 2020.
Πνευματική ιδιοκτησία
Η Ευρωπαϊκή Ενωση κατηγορεί επίσης το Πεκίνο για δραστική παρεμπόδιση των προσφυγών στην δικαιοσύνη ευρωπαϊκών εταιρειών οι πατέντες των οποίων, κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας των τηλεπικοινωνιών, χρησιμοποιούνται παράνομα από κινεζικές εταιρείες.
Από τον Αύγουστο 2020, τα δικαστήρια της Κίνας μπορούν να απαγορεύουν στους κατόχους πατεντών να προσφεύγουν σε μη κινεζικό δικαστήριο για την προστασία των δικαιωμάτων τους μέσω «διαταγής μη δίωξης» σε τρίτο κράτος. Η παραβίασή της τιμωρείται με πρόστιμο που μπορεί να φθάνει τα 130.000 ευρώ ημερησίως, σύμφωνα με την ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση κρίνει ότι η απαγόρευση είναι ασύμβατη με την συμφωνία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και διευκρινίζει ότι «διακυβεύονται δισεκατομμύρια ευρώ». Η σουηδική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Ericsson είναι ένα από τα θύματα αυτήν της απαγόρευσης.
Τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα (5G…) και τα smartphones βρίσκονται στην πρώτη γραμμή: οι κατασκευαστές του κλάδου πρέπει να διαπραγματεύονται την αγορά πατεντών από τις εταιρείες που κατέχουν κρίσιμες τεχνολογίες – συνήθως δυτικές εταιρείες – που τους επιτρέπουν να προσαρμόζονται στις οικουμενικές τεχνικές νόρμες.
Ομως, οι κινεζικοί τηλεπικοινωνιακοί κολοσσοί εκμεταλλεύονται απαγόρευση προσφυγής σε μη κινεζικά δικαστήρια για να μειώσουν δραστικά τα κόστη, γλυτώνοντας την πληρωμή πνευματικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές.
Οι εργασίες των «ομάδων εργασίας» που θα συγκροτηθούν μέχρι τον Μάρτιο μπορεί να διαρκέσουν «μέχρι και ενάμισι χρόνο», ενώ και άλλα κράτη μπορούν να ενταχθούν στις ενέργειες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Μία εικοσαετία μετά την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι κατηγορούν συστηματικά την Κίνα ότι παρακάμπτει τους κανόνες του Οργανισμού για να προστατεύσει τις εταιρείες της θέτοντας περιορισμούς στην πρόσβαση στην κινεζική αγορά για να ευνοήσει τις κινεζικές εταιρείες, κατηγορίες που το Πεκίνο αρνείται.