Αφετηρία…
Η πρώτη εμπορική πράξη για το ελαιόλαδο της νέας παραγωγικής περιόδου έγινε πριν από λίγες ημέρες στην τιμή των 9,25 ευρώ το λίτρο στη Λακωνία. Συγκεκριμένα, ο Αγροτικός Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Αγίων Αποστόλων ανακοίνωσε ότι μετά από διαπραγμάτευση και κατάθεση προσφορών προχώρησε σε εμπορική συμφωνία με την ιταλική εταιρία Alta Maremma από την Τοσκάνη για πώληση ενός βυτίου έξτρα παρθένου ελαιολάδου (αγουρέλαιο), εσοδείας 2023/2024, στην τιμή των 9,25 ευρώ το λίτρο. Αντίστοιχα, πέρυσι οι πρώτες πωλήσεις έγιναν από τον Συνεταιρισμό στην τιμή των 4,90 ευρώ το λίτρο και το 2021 στα 4,20 ευρώ. Η συμφωνία αφορά στη διάθεση ενός βυτίου, ποικιλίας της Αθηνοελιάς, οξύτητας 0,25.
«Οι τιμές, που σήμερα έχουν εκτοξευθεί πραγματικά σε πάρα πολύ υψηλά επίπεδα κι ενδεχομένως να πάνε και σε ακόμα ψηλότερα, οφείλονται σε δύο παράγοντες. Ο ένας παράγοντας είναι η μείωση της παραγωγής στην Ισπανία κατά βάση, αλλά και στις χώρες της Μεσογείου. Οταν η Ισπανία, που είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός στη Μεσόγειο, παρήγαγε κάτω από το 50% της όλης παραγωγής, δημιούργησε μεγάλο έλλειμμα στη συνολική αγορά, με αποτέλεσμα οι τιμές να εκτοξευθούν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλο τον κόσμο», ανέφερε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), Κωνσταντίνος Κουτσιούμπης, σε πρόσφατη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε για τις εξελίξεις στον κλάδο.
Ελαιόλαδο: Η εκτίναξη
Αν και εκπρόσωποι του ελαιοκομικού τομέα δεν μπορούν να προβλέψουν το ύψος των ανατιμήσεων, υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλου συνεταιρισμού σημειώνει στον «Ε.Τ.» ότι οι τιμές παραγωγού τη νέα περίοδο θα κυμανθούν σε διψήφιο νούμερο, δηλαδή στα 10 ευρώ το λίτρο.
Αν και σε άλλες περιοχές δεν έχουν κλειστεί ακόμα συμφωνίες για τη νέα σοδειά, οι ελαιοπαραγωγοί εκτιμούν ότι θα ξεκινήσει από πολύ υψηλά. Ενδεικτικά, στη Μεσσηνία εκπρόσωποι του κλάδου προβλέπουν ότι θα ανοίξει η αυλαία με τιμή κοντά στα 8 ευρώ από 4,5 ευρώ πέρυσι και στα 3,3 ευρώ το λίτρο το 2021, ενώ στα ίδια επίπεδα εκτιμάται ότι θα γίνουν οι πρώτες πράξεις και στην Κρήτη από 4,6-4,7 ευρώ το λίτρο το 2022 και 3,5 ευρώ το 2021.
Κύκλοι της αγοράς επισημαίνουν ότι στα ράφια το ελαιόλαδο πρέπει να πωλείται 2 ευρώ ακριβότερα από την τιμή παραγωγού, ώστε να καλυφθούν τα έξοδα (μεταφορικά, υλικά συσκευασίας κ.λπ.), ωστόσο, κρίνοντας από τις τιμές που πωλούνται τώρα τα προϊόντα, φαίνεται ότι αυτό δεν ισχύει, καθώς το «καπέλο» από το χωράφι στο ράφι φτάνει ακόμα και τα 5-6 ευρώ το λίτρο. «Αυτό είναι καθαρά κερδοσκοπία», επισημαίνουν οι ίδιες πηγές.
Από την πλευρά τους, οι βιομηχανίες υποστηρίζουν ότι έχουν συμπιέσει το περιθώριο κέρδους τους και ότι η τιμή στο ράφι δεν ακολουθεί την ίδια πορεία με την τιμή παραγωγού, ώστε να διατηρηθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα η κατανάλωση.
Ελαιόλαδο: Στα 180 ευρώ ο τενεκές
Στο μεταξύ, σχεδόν στην τιμή των επωνύμων αναμένεται να κινηθεί και το χύμα ελαιόλαδο, καθώς το περυσινό ελαιόλαδο πωλείται απευθείας από τους παραγωγούς από 9,4 έως 10,6 ευρώ το λίτρο, ήτοι 160-180 ευρώ ο τενεκές από 60-80 ευρώ τις προηγούμενες χρονιές, με τους καταναλωτές να κάνουν λόγο για «πάρτι» αισχροκέρδειας. «Προσπαθούν να βγάλουν τα σπασμένα από άλλες χρονιές. Εκμεταλλεύονται τη συγκυρία, τη μειωμένη παραγωγή και το πουλάνε όσο θέλουν, για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους», αναφέρει εκπρόσωπος μεγάλου συνεταιρισμού ελαιολάδου.
Μάλιστα, η διακίνηση μη τυποποιημένου ελαιολάδου αποτελεί «αγκάθι» τόσο για τον κλάδο όσο και για την ελληνική οικονομία. Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας η εμπορία χύμα ελαιολάδου, σε τενεκέ, ανέρχεται στους 70.000 τόνους ετησίως, όταν η διακίνηση μέσω των αλυσίδων σούπερ μάρκετ είναι μόλις 12.000 τόνοι, και μάλιστα με πτωτική τάση. Οι υπόλοιπες ποσότητες εξάγονται στις διεθνείς αγορές. «Εξάγοντας το ελαιόλαδο τυποποιημένο αντί για χύμα, η εθνική οικονομία ωφελείται με 1,5 ευρώ το λίτρο. Αυτή είναι η υπεραξία που δίνουμε στο προϊόν μας», δήλωσε πρόσφατα ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου, Μανώλης Γιαννούλης.
Ελαιόλαδο: Κερδοσκοπικά παιχνίδια με την παραγωγή
Αν και η παραγωγή αναμένεται μειωμένη σε όλες τις μεσογειακές χώρες λόγω της ξηρασίας και της ακαρπίας, το γεγονός ότι εκπρόσωποι του ελαιοκομικού κλάδου κάνουν ακριβείς προβλέψεις για τις ποσότητες που θα παραχθούν δημιουργεί δεύτερες σκέψεις σε στελέχη της αγοράς. «Πώς είναι δυνατόν να ξέρουν ακριβώς το μέγεθος της παραγωγής; Θεωρώ ότι επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα κλίμα “φουσκώνοντας” τις απώλειες για να δικαιολογήσουν μετά τις υψηλές τιμές που θα πουλήσουν», επισημαίνει στον «Ε.Τ.» κορυφαίο στέλεχος του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων.
Εκτιμήσεις
Οι Ελληνες παραγωγοί και τυποποιητές αναμένουν μείωση της παραγωγής σε ποσοστό έως 43%. «Η προηγούμενη χρονιά ήταν καλή ποσοτικά για την Ελλάδα. Υπολογίζουμε ότι παρήχθησαν περίπου 280.000-320.000 τόνοι. Την τρέχουσα χρονιά περιμένουμε μια χαμηλότερη παραγωγή, 180.000-200.000 τόνους. Και ίσως οι 180.000 τόνοι μετά τις τελευταίες καταστροφές αποδειχτούν ότι είναι κι ένα αισιόδοξο νούμερο», δήλωσε πρόσφατα ο γενικός γραμματέας του ΣΕΒΙΤΕΛ, Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος. Οπως εξήγησε, οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται στην ακαρπία αλλά και στους καρπούς που χάθηκαν κατά την περίοδο της ανθοφορίας λόγω των κλιματικών συνθηκών που επικράτησαν μέχρι την άνοιξη.
Σε ό,τι αφορά τη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα παγκοσμίως, την Ισπανία, η παραγωγή της μειώθηκε από 1,5 εκατ. στους 660.000 τόνους την περίοδο 2022-2023, ενώ περίπου 100.000 τόνους «έχασε» και η δεύτερη σε παραγόμενες ποσότητες ελαιολάδου Ιταλία.
Σε παγκόσμιο επίπεδο πάντως, η παραγωγή φέτος εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει κατά 31% στους 2,4 εκατ. τόνους από 3, 5 εκατ. τόνους πέρυσι, ενώ η κατανάλωση παραμένει υψηλή στους 3 εκατ. τόνους, δημιουργώντας ένα έλλειμμα 600.000 τόνων. Πάντως, εκπρόσωποι της αγοράς διαβεβαιώνουν ότι δεν θα υπάρξουν ελλείψεις ελαιολάδου στην Ελλάδα.