Στον πίνακα 1 παραθέτουμε τα μέρη που συνθέτουν τον ΔΤΚ (ή τους υποδείκτες) ως ποσοστιαίες σταθμίσεις μέσα στο συνολικό του δείκτη. Στην εκτίμηση των δαπανών του οικογενειακού προϋπολογισμού υπολογίζεται ότι κατά μέσο όρο το εισόδημα ξοδεύεται σε ποσοστό 21,1% για τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά. Κατά 16,1% σε υπηρεσίες στέγασης (ενοίκιο) και κατά 13,8% στις μεταφορές, όπου περιλαμβάνονται τα καύσιμα των αυτοκινήτων και το κόστος των άλλων μέσων μετακίνησης. Οι υπόλοιποι υποδείκτες έχουν μονοψήφια στάθμιση με χαμηλότερο στο 3,1% το κόστος εκπαίδευσης. Αναμφίβολα, ο καθένας μας καταλαβαίνει διαφορετικά τη σημαντικότητα του κάθε τομέα εξόδων απ’ ό,τι η στατιστική μεθοδολογία εφαρμόζει. Αλλιώς επιδρά η ακρίβεια στον συνταξιούχο, που δεν έχει κόστος εκπαίδευσης και τον απασχολούν οι τιμές στο σούπερ μάρκετ, το ενοίκιο κ.λπ., και αλλιώς επιδρά ο πληθωρισμός σε οικογένεια με δύο παιδιά, που βαρύνεται και με δαπάνες εκπαίδευσης. Επομένως, αυτό που περιγράφουμε όλοι μας με τη λέξη ακρίβεια είναι, τελικά, μια διαφορετική αποτύπωση του τι μπορεί να αγοράσει ο καθένας με τα χρήματά του, αλλά λόγω έλλειψης καλύτερης ποσοτικοποίησης του κόστους διαβίωσης δεχόμαστε τη μέθοδο που ακολουθεί η αρμόδια Στατιστική Αρχή.
Ο πληθωρισμός
Το πρώτο επτάμηνο του 2022, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2021, ο πληθωρισμός καταγράφει μια αύξηση του επιπέδου των τιμών ίση με 9,7%. Οταν όμως μιλάμε για αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες, δεν εννοούμε μείωση των τιμών, αλλά πτώση του ρυθμού αύξησής τους. Οι τιμές που ήδη υφίστανται στην αγορά είναι γνωστό ότι πολύ δύσκολα μειώνονται. Αυτό που ελπίζουμε είναι ότι κατά τους προσεχείς μήνες δεν θα υπάρξουν περαιτέρω μεγάλες ανατιμήσεις και ότι οι τιμές, τουλάχιστον των καυσίμων, θα πέσουν. Ποιο είναι τώρα το κόστος διαβίωσης στα σημαντικότερα μέρη του ΔΤΚ (στέγαση, μεταφορές και διατροφή); Οι συγκεκριμένοι υποδείκτες εμφανίζουν το πρώτο 7μηνο μια «έκρηξη» μεγαλύτερη από τον Γενικό Δείκτη. Αυτό το καταλαβαίνουν πολύ περισσότερο όσοι πληρώνουν ενοίκιο, μετακινούνται συχνά εντός και εκτός Ελλάδος και ξοδεύουν πολλά χρήματα για διατροφή. Η στάθμιση, επομένως, του 21,1% για τη διατροφή που εφαρμόζεται στον ΔΤΚ απέχει σημαντικά από την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι χαμηλές εισοδηματικές τάξεις και οι συνταξιούχοι. Αν ταυτόχρονα μια οικογένεια μένει στο ενοίκιο και είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιεί ίδια μέσα μεταφοράς, τότε οι σημερινές συνθήκες ακρίβειας στους τομείς αυτούς σίγουρα τη «στραγγαλίζουν». Παρατηρούμε παράλληλα ότι το αμείλικτο… σφυροκόπημα που δέχεται από το 2010 η μεγάλη πλειονότητα των εισοδημάτων στη χώρα μας οδηγεί είτε αντικειμενικά στη φτωχοποίηση είτε υποκειμενικά σε φτώχεια, όταν οι πολίτες συγκρίνουν πώς διαβίωναν σε προηγούμενες περιόδους. Ο πληθωρισμός των τελευταίων μηνών επιτείνει αυτήν τη θλιβερή κατάσταση, όταν το 2021 εμφανίστηκαν ελπίδες για βελτίωση.
Ο πυρήνας του ΔΤΚ
Μπορεί όλοι να κοιτούν προς την κυβέρνηση προσδοκώντας βοήθεια και να την κατηγορούν για ό,τι έχει κάνει ή δεν έχει κάνει, η αλήθεια όμως είναι ότι το πληθωριστικό κύμα που ζούμε από την αρχή του 2022 είναι ξενόφερτο και θα μας χτύπαγε όποια άλλη κυβέρνηση και αν ήταν στην εξουσία. Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι άλλες χώρες στην Ευρώπη, τα οποία δεν πρόκειται να λυθούν σύντομα αν δεν μειωθεί η έκρηξη των τιμών ενέργειας και δεν περάσουν κάποια χρόνια, ώστε η Ευρώπη και εμείς ειδικά να έχουμε επιτύχει ενεργειακό μίγμα που μας δίνει απεξάρτηση από τα παραδοσιακά ορυκτά καύσιμα.
Ο πυρήνας του πληθωρισμού αυτήν την εποχή εδράζεται στο κόστος ενέργειας, το οποίο περιγράφεται ανάγλυφα από τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος που παράγεται στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. κατά ¾ από ορυκτά καύσιμα, δηλαδή κυρίως από αέριο, πετρέλαιο, λιγνίτη ή κάρβουνο. Η εικόνα της μεταβολής των τιμών ηλεκτρικού στην Ε.Ε. από το δεύτερο εξάμηνο του 2019 έως και το πρώτο τρίμηνο του 2022 περιγράφεται στον πίνακα 3. Η Ελλάδα με άλμα 128% πρωτεύει στις αυξήσεις. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Μάλτα, η Κροατία και η Ρουμανία δεν υπήρξαν αυξήσεις, ενώ στην Ουγγαρία καταγράφεται μείωση 9% και στη Σλοβενία 28%. Με μέσο όρο αύξησης στην ευρωζώνη 34%, στη χώρα μας είχαμε τριπλάσιο ρυθμό ανόδου στα τιμολόγια ηλεκτρικού που πληρώνουν τα νοικοκυριά. Οταν υπολογίσει κανείς ότι το μέσο εισόδημα στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα της Ευρώπης, κατανοεί πόσο σκληρά έχουν πιεστεί οι οικιακοί προϋπολογισμοί εδώ. Ευτυχώς, από τον Αύγουστο ισχύει μια γενναία επιδότηση στην κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος που θα ανακουφίσει όλα τα εισοδήματα. Η ελπίδα είναι να αντέξει να διατηρήσει αυτήν την επιδότηση η κυβέρνηση ξεπερνώντας τα σημερινά περιορισμένα δημοσιονομικά περιθώρια.
Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι η απελευθέρωση του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας έφερε στη χώρα μας πολύ περισσότερα προβλήματα απ’ ό,τι επιδίωξε η αρχική ευρωπαϊκή πολιτική. Αυτό οφείλεται στους ιδιώτες παρόχους, οι περισσότεροι των οποίων μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2022 εκμεταλλεύτηκαν τους οικιακούς καταναλωτές επιβάλλοντας σημαντικότατες χρεώσεις προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους. Αυτή, κυρίως, η παραβατικότητα των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας έκανε την κυβέρνηση να παρέμβει και, τελικά, να ανακοινώσει τις μεγάλες επιδοτήσεις στην τιμή που θα ισχύουν μέχρι τον Ιούλιο του 2023.
Προς αποκατάσταση της αλήθειας, πρέπει να σημειώσουμε ότι ναι μεν στην Ελλάδα καταγράφηκε η μεγαλύτερη αύξηση στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2022, ωστόσο το επίπεδο της τιμής της κιλοβατώρας κατά το α’ τρίμηνο του έτους ήταν €0,354, δεν είχε μεγάλη διαφορά από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, που ήταν €0,308/KWh. Επίσης, έξι χώρες στην Ε.Ε. είχαν υψηλότερη τιμή από εμάς, με την πιο ακραία περίπτωση στην Ισπανία, όπου η κιλοβατώρα έφτανε τα €0,510.
Πόσο «αξίζει» το ευρώ
Γνωρίζουμε ότι όσο ανεβαίνει ο πληθωρισμός τόσο μειώνεται η αγοραστική αξία του ευρώ. Η κυβέρνηση προσπαθεί απεγνωσμένα να στηρίξει τα εισοδήματα εν όψει της συνεχιζόμενης λαίλαπας που μας έχει φέρει η άνοδος των τιμών. Η μάχη είναι άνιση, γιατί τα δημόσια οικονομικά και τα όρια του προϋπολογισμού δεν επαρκούν μπροστά στα θηρία που είναι οι ενεργειακοί κολοσσοί με ηγέτη τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Τα μικρά και μεσαία εισοδήματα πλήττονται, με τους συνταξιούχους να κουβαλούν το μεγαλύτερο βάρος, εφόσον τα εισοδήματά τους μπορούν να καλύψουν τη στέγαση, τη διατροφή και τα μεταφορικά, αφήνοντας ψίχουλα εισοδήματος ελεύθερα για τις άλλες ανάγκες. Οσον αφορά στις συντάξεις, η επίσημη εξαγγελία προβλέπει μια αύξηση που θα είναι μικρότερη από τον πληθωρισμό, εφόσον η φόρμουλα του υπολογισμού περιέχει και το ποσοστό της ανάπτυξης, η οποία αυξάνεται με τον μισό περίπου ρυθμό απ’ ό,τι ο πληθωρισμός. Ετσι, εφόσον αθροιστούν τα δύο μεγέθη και διαιρεθούν διά δύο, εξ ορισμού η αύξηση δεν θα καλύψει τη μείωση της αγοραστικής αξίας του χρήματος.
Ομως, το πρόβλημα δεν σταματά εδώ. Οπως σχολιάσαμε και στον πίνακα 2, οι σταθμίσεις στον υπολογισμό του ΔΤΚ ουσιαστικά δεν είναι σταθερές, εφόσον επιφέρουν διαφορετική απώλεια αγοραστικής δύναμης ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος. Οσο χαμηλότερο είναι το εισόδημα τόσο το βάρος της δαπάνης των κατηγοριών διατροφή, στέγαση και μεταφορικά μεγαλώνει. Ο πληθωρισμός μπορεί μέχρι τώρα να τρέχει με ρυθμό 9,7%, αλλά το πόσο αναμένεται ο ρυθμός του να πέσει τους επόμενους μήνες είναι θέμα εκτίμησης λόγω πολλών αστάθμητων παραγόντων και της δυνατότητας που υπάρχει η Ρωσία να εκβιάζει τις χώρες της Ευρώπης. Το σίγουρο είναι ότι οι σταθμίσεις του ΔΤΚ δεν μπορούν να εκφράσουν την πίεση της ακρίβειας που επωμίζονται τα χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριά. Μια αντιπροσωπευτική ιδέα τού πώς μπορεί να εξελιχθεί η πραγματική μείωση των χαμηλών εισοδημάτων φέτος κάτω από διαφορετικά σενάρια πληθωρισμού δίνεται στον πίνακα 4. Στην πρώτη και τη δεύτερη περίπτωση με πληθωρισμό από 8% έως 9,7% υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσο τα υπάρχοντα βοηθήματα στήριξης των εισοδημάτων και μια αύξηση της τάξης του 6,5% θα είναι επαρκή να ισοσκελίσουν τις απώλειες των εισοδημάτων. Στην τρίτη περίπτωση του πίνακα υπολογίσαμε ότι οι σταθμίσεις στον ΔΤΚ αναφορικά με τη διατροφή, τη στέγαση και τα μεταφορικά, που σήμερα συμποσούνται σε 51%, θα αυξηθούν και θα απορροφήσουν στα χαμηλά εισοδήματα τουλάχιστον το 75% της δαπάνης τους. Για εισόδημα €1.000 αυτό οδηγεί σε απώλεια €150 τον μήνα και, επομένως, η αναμενόμενη μέση αύξηση των €70 δεν μπορεί καλύψει ένα τέτοιο μεγάλο κενό. Συνεπώς, το πώς θα διευρυνθεί ο δημοσιονομικός χώρος εν μέσω πολιτικής μείωσης των φόρων και αναμενόμενης ύφεσης στην Ευρώπη παραμένει το μεγάλο ζητούμενο φέτος και του χρόνου.