Σύμφωνα με τα όσα προβλέπουν οι διατάξεις αυτές και με βάση τα όσα διευκρίνισε ο διοικητής ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλής σε εγκύκλιο που εξέδωσε στις 12 Απριλίου, το συνολικό ετήσιο εισόδημα το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού δαπάνης που πρέπει να καλύπτεται με ηλεκτρονικές πληρωμές ή με «χάρτινες» αποδείξεις μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το πραγματικά αποκτηθέν, αν τα τεκμήρια προσδιορίζουν το ύψος του σε υψηλότερο επίπεδο.
Οπως είναι γνωστό, με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) προβλέπεται ότι από το φόρο που αναλογεί στο εισόδημα από μισθωτή εργασία εκπίπτει ποσό που φθάνει μέχρι τα επίπεδα των 1.900 έως 2.100 ευρώ ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του φορολογούμενου και ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος αυτού. Επίσης με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ΚΦΕ προβλέπεται το ίδιο δικαίωμα και για το εισόδημα από αγροτικές δραστηριότητες εφόσον αυτό αποκτάται από κατά κύριο επάγγελμα αγρότη.
Τι ισχύει
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 4446/2016, που ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους και με την υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1062/2017 διευκρινιστική εγκύκλιο που εξέδωσε στις 12 Απριλίου η ΑΑΔΕ:
1 Οι φορολογούμενοι οι οποίοι αποκτούν εισοδήματα από μισθούς ή συντάξεις και οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, για να δικαιούνται της ετήσιας έκπτωσης φόρου, υποχρεούνται να πραγματοποιήσουν δαπάνες συνολικού ύψους από 10% έως και 18,75% του συνολικού ετήσιου φορολογητέου εισοδήματος του έτους 2017 με πλαστικό χρήμα ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Ειδικότερα:
* Κάθε φορολογούμενος (μισθωτός, συνταξιούχος, κύριο επάγγελμα αγρότης) με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ πρέπει να καλύπτει το 10% του εισοδήματός του αυτού με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών ή άλλων μεθόδων ηλεκτρονικών συναλλαγών για να δικαιούται την έκπτωση φόρου των 1.900-2.100 ευρώ.
* Κάθε φορολογούμενος με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα από 10.001 έως 30.000 ευρώ πρέπει να καλύπτει ποσοστό 10% του τμήματος του εισοδήματός του μέχρι τις 10.000 ευρώ και ποσοστό 15% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τις 10.000 ευρώ με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών ή με άλλου είδους ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για να δικαιούται την έκπτωση φόρου μέχρι ποσού 1.900-2.100 ευρώ.
* Κάθε φορολογούμενος (μισθωτός, συνταξιούχος, κύριο επάγγελμα αγρότης) με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ πρέπει να καλύπτει ποσοστό 10% του τμήματος εισοδήματός του μέχρι τις 10.000 ευρώ, ποσοστό 15% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τις 10.000 και έως τις 30.000 ευρώ και ποσοστό 20% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τις 30.000 ευρώ με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών ή άλλων ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής για να κατοχυρώσει έκπτωση φόρου που φθάνει μέχρι τα επίπεδα των 1.800-2.000 ευρώ.
2 Σε κάθε περίπτωση μη κάλυψης του απαιτούμενου ποσού δαπάνης με τέτοιου είδους μέσα πληρωμής, ο φορολογούμενος θα επιβαρύνεται με επιπλέον φόρο 22% επί του «ακάλυπτου» ποσού.
Στο στόχαστρο εικονικές εταιρίες οδικών μεταφορών μετά από ελέγχους της Επιθεώρησης Eργασίας
3 Εξαιρούνται από την υποχρέωση πληρωμής των δαπανών με «πλαστικό χρήμα» ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα οι συνταξιούχοι ηλικίας 70 ετών ή μεγαλύτερης, καθώς και οι ανάπηροι κατά ποσοστό 80% και άνω. Ομως κι αυτές οι κατηγορίες φορολογουμένων υποχρεούνται να καλύπτουν τα παραπάνω ποσοστά του ετήσιου εισοδήματός τους με δαπάνες πληρωθείσες με μετρητά, προσκομίζοντας και τις σχετικές αποδείξεις λιανικών συναλλαγών!
Το… μεγαλύτερο
Συνεπώς, με βάση τα προαναφερθέντα, ως «ετήσιο φορολογητέο εισόδημα» για τον υπολογισμό του απαιτούμενου ποσού δαπανών το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί είτε με πληρωμές σε «πλαστικό» ή «ηλεκτρονικό» χρήμα είτε με πληρωμές σε μετρητά (βάσει προσκομιζόμενων αποδείξεων) θα λαμβάνεται υπόψη από τις υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ:
* του συνολικού δηλούμενου «ετήσιου εισοδήματος» και
* του προσδιοριζόμενου βάσει τεκμηρίων «ετήσιου εισοδήματος», το οποίο φορολογείται επίσης με βάση την κλίμακα φορολογίας των μισθωτών και των συνταξιούχων.
Με την κλίμακα μισθωτών
Και στις δύο περιπτώσεις ο υπολογισμός του φόρου θα γίνεται με έκπτωση, από τον αναλογούντα φόρο, 1.900 – 2.100 ευρώ. Η έκπτωση θα υπολογίζεται όμως μόνο υπό την προϋπόθεση της κάλυψης του απαιτούμενου ποσοστού «ετήσιου φορολογητέου εισοδήματος» με δαπάνες εξοφληθείσες είτε με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής είτε με μετρητά.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 34 και της παραγράφου 35Α του άρθρου 72 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και με τα όσα αναφέρει η εγκύκλιος Πιτσιλή, με βάση την κλίμακα φορολογίας των μισθωτών και των συνταξιούχων της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ΚΦΕ υπολογίζεται ο φόρος επί του τεκμαρτού εισοδήματος που προκύπτει στις περιπτώσεις:
* απόρων πολιτών, με μηδενικό πραγματικό εισόδημα,
* φορολογουμένων με εισόδημα μόνο από κεφάλαιο (από τόκους, ακίνητα κ.λπ.) ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, εφόσον το τεκμαρτό εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ,
* ανέργων πολιτών που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο του ΟΑΕΔ,
* φορολογουμένων με ετήσιο πραγματικό εισόδημα κάτω των 6.000 ευρώ από περιστασιακή απασχόληση (άνεργοι, φοιτητές, νοικοκυρές κ.λπ.) και ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα κάτω των 9.500 ευρώ.
Προσοχή…
Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις φορολογουμένων μισθωτών, συνταξιούχων, κατά κύριο επάγγελμα αγροτών και εισοδηματιών με πάρα πολύ χαμηλά εισοδήματα, καθώς και στις περιπτώσεις ανέργων, απόρων και περιστασιακά απασχολούμενων, κατά τις οποίες το πραγματικό εισόδημα είναι πάρα πολύ χαμηλό και προκύπτει πολύ πιο υψηλό τεκμαρτό εισόδημα, το ποσό των δαπανών που θα πρέπει να έχει εξοφληθεί με «πλαστικό χρήμα» ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής θα υπολογίζεται με βάση το τεκμαρτό εισόδημα. Οι φορολογούμενοι αυτών των περιπτώσεων θα πρέπει, συνεπώς, να μεριμνήσουν ώστε να εξοφλήσουν με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής προσωπικές δαπάνες συνολικής αξίας από 10% έως και 18,75% επί του υψηλότερου τεκμαρτού κι όχι του χαμηλότερου πραγματικού φορολογητέου εισοδήματός τους, για να κατοχυρώσουν την έκπτωση φόρου και να αποφύγουν την πληρωμή του «πέναλτι» του 22%.
Παραδείγματα
1) Αγαμος με μηνιαίο μισθό 300 ευρώ διαμένει σε ιδιόκτητο ή δωρεάν παραχωρούμενο ή ενοικιαζόμενο διαμέρισμα 80 τετραγωνικών μέτρων και κατέχει κι ένα παλιό Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.300 κυβικών εκατοστών 15ετίας. Το πραγματικό «ετήσιο εισόδημά» του ανέρχεται σε μόλις 4.200 ευρώ (300 ευρώ x 14 = 4.200 ευρώ).
Η εφορία όμως θα του καταλογίσει τεκμαρτό εισόδημα συνολικού ύψους 8.500 ευρώ. Το εισόδημα αυτό θα προκύψει βάσει του ελάχιστου τεκμηρίου διαβίωσης των 3.000 ευρώ που προβλέπεται για τον άγαμο, του τεκμηρίου διαβίωσης για τη χρήση κατοικίας, το οποίο ανέρχεται σε 3.200 ευρώ, και του τεκμηρίου διαβίωσης του Ι.Χ., το οποίο ανέρχεται σε 2.300 ευρώ (3.000 ευρώ + 3.200 ευρώ + 2.300 ευρώ = 8.500 ευρώ).
Συνεπώς, το πραγματικό ποσό ετήσιας δαπάνης που θα απαιτηθεί να καλύψει ο συγκεκριμένος χαμηλόμισθος δεν θα είναι μόνο 420 ευρώ (το 10% του πραγματικού εισοδήματος των 4.200 ευρώ), αλλά 850 ευρώ (το 10% του τεκμαρτού εισοδήματος των 8.500 ευρώ, που είναι μεγαλύτερο). Αν ο φορολογούμενος καλύψει μόνο τα 420 ευρώ, τότε θα κληθεί να πληρώσει επιπλέον φόρο εισοδήματος 94,60 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 22% του ακάλυπτου ποσού των 430 ευρώ (στο 22% επί της διαφοράς μεταξύ 850 και 420 ευρώ).
2) Ενας άπορος, άγαμος, με μηδενικό εισόδημα, ο οποίος διαμένει σε δωρεάν παραχωρηθέν διαμέρισμα 60 τ.μ. (όχι ως «φιλοξενούμενος») μπορεί να θεωρήσει ότι το 2017 δεν χρειάζεται να πραγματοποιήσει καμία δαπάνη με «πλαστικό» ή «ηλεκτρονικό» χρήμα, αφού δεν έχει εισόδημα. Ομως στην πραγματικότητα θα χρειαστεί να πραγματοποιήσει δαπάνες με «πλαστικό» ή «ηλεκτρονικό» χρήμα συνολικού ύψους 540 ευρώ, καθώς η εφορία θα του προσδιορίσει για το 2017 ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα 5.400 ευρώ! Το εισόδημα αυτό θα προκύψει με βάση το ελάχιστο τεκμήριο των 3.000 ευρώ που προβλέπεται για τον άγαμο, καθώς επίσης και με βάση το τεκμήριο του σπιτιού το οποίο ανέρχεται σε 2.400 ευρώ. Συνεπώς, αν δεν λάβει υπόψη του το τεκμαρτό εισόδημα των 5.400 ευρώ ο συγκεκριμένος φορολογούμενος θα κληθεί να πληρώσει φόρο εισοδήματος 118,80 ευρώ, ο οποίος θα αντιστοιχεί στο 22% του «ακάλυπτου» ποσού των 540 ευρώ.
Γιώργος Παλαιτσάκης
gpalaitsakis@e–typos.com
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου