Οι αλλαγές του ασφαλιστικού, όπως αναφέρει δημοσίευμα της “Ναυτεμπορικής”, αφορούν τους μισθωτούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, τους ελεύθερους επαγγελματίες (εμπόρους – βιοτέχνες), τους επιστήμονες, τους αμειβόμενους με μπλοκάκι και τους αγρότες. Ουσιαστικά ο νέος χάρτης του ασφαλιστικού αφορά όλον τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας, περίπου 3,6 εκατ. απασχολούμενους και σχεδόν άλλα 3 εκατ. συνταξιούχων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων οι οποίοι αν και έχουν υποβάλει τις αιτήσεις για τη σύνταξή τους, δεν την έχουν λάβει ακόμη.
Με τον νέο νόμο αλλάζει ριζικά και ο τρόπος υπολογισμού των κύριων συντάξεων όλων των ταμείων για όσους έκαναν αίτηση συνταξιοδότησης μετά τη 13η Μαΐου του 2016.
Υπολογισμός κύριων συντάξεων
Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του ασφαλιστικού νόμου Κατρούγκαλου που ψηφίστηκε πέρυσι τον Μάιο, όλες οι αιτήσεις συντάξεων που κατατέθηκαν μετά τη 13η Μαΐου του 2016 θα αποτελούνται από δύο διακριτά τμήματα, δηλαδή από την εθνική σύνταξη των 384 ευρώ με 20 έτη ασφάλισης και από την ανταποδοτική σύνταξη η οποία θα καθορίζεται με βάση τα έτη ασφάλισης επί του μέσου όρου των αποδοχών. Υπενθυμίζεται ότι η εθνική σύνταξη θα χορηγείται και με 15 έτη ασφάλισης, αλλά για κάθε έτος που υπολείπεται του 20ού θα είναι μειωμένη κατά 2%. Δηλαδή, με 15 έτη ασφάλισης θα είναι μειωμένη κατά 10% και αντιστοιχεί σε 346 ευρώ.
Υπολογισμός συντάξιμων αποδοχών κύριας σύνταξης. Ο υπολογισμός της κύριας σύνταξης θα έχει ως βάση τον μέσο όρο των μικτών αποδοχών του ασφαλισμένου από το έτος 2002 και μετά, μέχρι τον τελευταίο μήνα πριν από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης του ασφαλισμένου. Σύμφωνα με τον νέο ασφαλιστικό νόμο, οι αποδοχές θα αναπροσαρμόζονται κάθε έτος με βάση τους δείκτες αναπροσαρμογής των μισθών για το σύνολο της οικονομίας όπως αυτοί καθορίζονται από την ΕΛΣΤΑΤ.
Συντάξεις χηρείας: όροι και προϋποθέσεις
Συντάξεις χηρείας. Ο νέος ασφαλιστικός νόμος προβλέπει ότι οι επιζώντες σύζυγοι δικαιούνται σύνταξη χηρείας με την προϋπόθεση ότι έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος και λαμβάνουν το 50% της σύνταξης του θανόντος, ενώ με το προηγούμενο καθεστώς ελάμβαναν το 70%. Όμως σε περίπτωση που δεν είναι 55 ετών, τότε η σύνταξη καταβάλλεται για μία τριετία και διακόπτεται στην ηλικία των 55 ετών και ξαναχορηγείται στον δικαιούχο όταν αυτός συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας του. Στην περίπτωση που υπάρχουν ανήλικα παιδιά, ως συνδικαιούχα μέλη με την προϋπόθεση ότι δεν είναι μεγαλύτερα των 24 ετών, τότε το αρχικό ποσό της σύνταξης του θανόντος επιμερίζεται σε ένα, δύο ή περισσότερα τέκνα.
Το νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα υιοθετηθέντα, τα αναγνωρισθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά δικαιούνται τμήμα της σύνταξης του θανόντος με τις εξής προϋποθέσεις: α) όταν είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Επισημαίνεται ότι το όριο αυτό του 18ου έτους παρατείνεται μέχρι το 24ο έτος, μόνο εφόσον τα τέκνα φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού, του εξωτερικού ή ακόμη σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης. β ) όταν κατά τον χρόνο του θανάτου του συνταξιούχου είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία και με την προϋπόθεση ότι η ανικανότητά τους επήλθε πριν συμπληρώσουν το 24ο έτος της ηλικίας τους.
Σύνταξη θανάτου για διαζευγμένους. Στις περιπτώσεις αυτές ο διαζευγμένος σύζυγος δικαιούται σύνταξη χηρείας μόνο εφόσον έχει αθροιστικά όλες τις προηγούμενες προϋποθέσεις που ισχύουν για τον επιζώντα σύζυγο και επιπρόσθετα έχει και τις εξής προϋποθέσεις: α) όταν ο πρώην σύζυγος κατέβαλλε πριν από το θάνατό του διατροφή η οποία είχε καθοριστεί μετά από δικαστική απόφαση ή μετά από δική τους σύμβαση, β) το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης με υπαιτιότητα του αιτούντος τη σύνταξη, γ) να έχει συμπληρώσει 10 έτη έγγαμου βίου μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, δ) το μέσο μηνιαίο εισόδημα να μην υπερβαίνει τα 720 ευρώ τον μήνα ή τα 8.640 ευρώ το έτος και ε) να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.
Ποσό της σύνταξης χηρείας: Εάν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και της συζύγου, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμους τους είναι μεγαλύτερη από τα 10 έτη, τότε η σύνταξη του επιζώντος συζύγου υφίσταται για κάθε πλήρες έτος διαφοράς μείωση η οποία καθορίζεται ως εξής:
*Μείωση 1% για τα έτη από το 10ο έως και το 20ό έτος
*Μείωση 2% για τα έτη από το 21ο έως και το 25ο έτος
*Μείωση 3% για τα έτη από το 26ο έως και το 30ό έτος
*Μείωση 4% για τα έτη από το 31ο έως και το 35ο έτος
*Μείωση 5% για τα έτη από το 36ο έτος και άνω.