Σύμφωνα με στοιχεία της ΓΓΔΕ, τον Νοέμβριο έμειναν απλήρωτα χρέη από φόρους 890 εκατ. ευρώ. Σε 11 μήνες από τις αρχές του έτους έφτασαν ήδη σε 12,628 δισ. ευρώ.
Ενώ όμως το Δημόσιο χάνει σχεδόν 1,1 δισ. από φόρους κάθε μήνα κατά μέσο όρο, σε ολόκληρο το ενδεκάμηνο από Ιανουάριο μέχρι τον Νοέμβριο η εφορία κατάφερε να εισπράξει 2,3 δισ. από τα «παλαιά» χρέη, προ του 2016. Έτσι αυτά μειώθηκαν τον Νοέμβριο από τα 84 σε 81,5 δισ. ευρώ και το συνολικό ληξιπρόθεσμο (παλαιό και νέο) έφτασε στα 94 δισ. ευρώ -από τα οποία όμως λιγότερα από 20 δισ. θεωρούνται εισπράξιμα.
Πρόστιμο 314.389 ευρώ σε τρεις εταιρείες βρεφικών ειδών από την Επιτροπή Ανταγωνισμού
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΓΓΔΕ για τον Νοέμβριο, οι οφειλέτες που υπέστησαν κατασχέσεις και πλειστηριασμούς για χρέη από την εφορία έφτασαν στις 826.211 έναντι 803.803 που ήταν τον Οκτώβριο, άρα μέσα σε μόλις ένα μήνα ελήφθησαν μέτρα έπεσαν θύματα μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης περίπου 23.000 φορολογούμενοι.
Ωστόσο ο αριθμός των οφειλετών εμφανίζει πάλι αυξητικές τάσεις και φτάνει στα 4.312.287, καταγράφοντας μια αύξηση της τάξης των 300.000 από τον περασμένο Ιούνιο και αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι μόλις ξεκίνησαν οι φορολογικές υποχρεώσεις (φόρος εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ), τα χρέη άρχισαν να συσσωρεύονται.
Ενδεικτικό είναι ότι το Νοέμβριο προστέθηκαν περίπου 900 εκατ. ευρώ στον όγκο των φετινών ληξιπρόθεσμων οφειλών, οι οποίες έφτασαν στα 12,628 δις ευρώ, εκ των οποίων 10,918 δις ευρώ είναι αυστηρά φορολογικού περιεχομένου. Αν συνυπολογίσει, δε, κανείς και τις παλιές οφειλές των 81,6 δις ευρώ, τότε ο λογαριασμός φτάνει στο ιλιγγιώδες ύψος των 94 δις ευρώ, δηλαδή σχεδόν στο 55% του ΑΕΠ.
Όπως προκύπτει από τα επί μέρους στοιχεία, αυτό που συνεχίζει να μην πηγαίνει καλά- από άποψη εισπραξιμότητας- είναι ο φόρος εισοδήματος. Το Νοέμβριο, όπου έπρεπε να καταβληθεί η τρίτη και τελευταία δόση για τα φυσικά πρόσωπα, το ποσοστό εισπραξιμότητας ήταν 67,28%, καθώς αντί 1,289 δις ευρώ μπήκαν στα κρατικά ταμεία 867 εκατ. ευρώ κι αν το συγκρίνει κανείς με τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου και του Ιουλίου (β΄ και α΄ δόση) αντιστοίχως, πρόκειται για τη χαμηλότερη επίδοση.