Σύμφωνα με το Μαξίμου, η Ελλάδα προσέρχεται στη συνεδρίαση του Eurogroup υποστηρίζοντας την θέση που έχει εκφράσει ο Πρωθυπουργός μαζί με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες για κοινή έκδοση ομολόγων ως έκφραση αλληλεγγύης προς τις χώρες που πλήττονται περισσότερο και σε υποστήριξη ενός κοινού ευρωπαϊκού οράματος.
Η Ελλάδα υποστηρίζει επίσης την πρόταση της Κομισιόν για ένα πρόγραμμα στήριξης της εργασίας και των ανέργων καθώς και την πρόταση για ενίσχυση των επιχειρήσεων μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (European Investment Bank).
Όσον αφορά τον ESM η χώρα μας θα προσέλθει στην συνεδρίαση με τη σταθερή της θέση πως μια λύση θα πρέπει να είναι κοινή και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της παρούσας συγκυρίας. Η ΕΕ σε αυτή την κρίση πρέπει να δείξει αποφασιστικότητα και αλληλεγγύη.
Τις πρώτες αποφάσεις για την από κοινού αντιμετώπιση των σοβαρών επιπτώσεων του κορωνοϊού στην πραγματική οικονομία αναμένεται να λάβουν σήμερα οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης, ενώ σημαντικό θα είναι να κρατηθεί ζωντανή για την επόμενη φάση η προοπτική έκδοσης κορωνοομόλογου.
Τη σημερινή συζήτηση προετοίμασαν χθες οι τεχνοκράτες (EWG) του Εurogroup, οι οποίοι έθεσαν στη διάθεση των υπουργών τις επιλογές, με πρώτη την αξιοποίηση των 410 δισ. ευρώ του, που διαθέτει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM).
Με άρθρο του ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας παρεμβαίνει στο κρίσιμο θέμα που ταλανίζει τώρα την ΕΕ και αφορά άμεσα την Ελλάδα, αυτό των κορωνοομολόγων.
Ο κ. Σταϊκούρας σημειώνει πως λόγω της αβεβαιότητας επιβάλλονται άμεσες και συνεκτικές λύσεις, ενώ τονίζει πως καμία χώρα δεν είναι αρκετά δυνατή ώστε να αντιμετωπίσει την πανδημία μόνη της.
Αναλυτικά το άρθρο του υπουργού Οικονομικών στην «Καθημερινή»:
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η πανδημία του κορωνοϊού θέτει υπό δοκιμασία το ανεκτίμητο αγαθό της υγείας και τα συστήματα – πρωτίστως τα δημόσια – που το υπηρετούν, τις αντοχές των κοινωνιών και των οικονομιών.
Στην Ευρώπη, οι επί μέρους κοινωνίες, βιώνουμε, με μικρότερο ή μεγαλύτερο κόστος, αυτή την τεράστια υγειονομική, κοινωνική και οικονομική κρίση, της οποίας η έκταση και οι επιπτώσεις είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ ότι είχε αρχικά προβλεφθεί.
Οι έκτακτες, πρωτόγνωρες αυτές συνθήκες, και η αβεβαιότητα που τις συνοδεύει, επιβάλλουν άμεσες, δραστικές και συνεκτικές λύσεις, για την προάσπιση της δημόσιας υγείας και τη στήριξη των κοινωνιών και των οικονομιών.
Παράλληλα, και ένα βήμα πίσω από την αντιμετώπιση του αιτίου, απαιτείται να διαμορφωθούν οι συνθήκες για να κερδίσουμε όλοι μαζί – Κράτη, πολίτες και επιχειρήσεις – το κρίσιμο στοίχημα της στήριξης και επανεκκίνησης της οικονομίας στην εποχή μετά τον κορωνοϊό.
Η επίτευξη των παραπάνω στόχων προϋποθέτει ψυχραιμία, αποφασιστικότητα και δυναμισμό τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, όπως πράττει με επάρκεια η Ελληνική Κυβέρνηση από την αρχή της υγειονομικής κρίσης.
Καμία χώρα δεν είναι αρκετά ισχυρή και έτοιμη, ώστε να ανταπεξέλθει μόνη της στις τεράστιες επιβαρύνσεις που γεννά η πανδημία. Απολύτως ασφαλή και μόνιμα καταφύγια δεν υπάρχουν, ούτε για τα “βουβάλια” ούτε για τους “βατράχους”. Ο εχθρός είναι κοινός.
Επομένως, απαιτούνται κοινές λύσεις. Λύσεις ουσιαστικές, τολμηρές και ανάλογες με τη σοβαρότητα της κατάστασης, απαλλαγμένες από όρους, περιορισμούς και αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Είναι γεγονός ότι σε αυτή την κρίση, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι Υπουργοί Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έλαβαν σημαντικές και γρήγορες αποφάσεις, ενεργοποιώντας μέτρα, τόσο στο δημοσιονομικό πεδίο όσο και για την ενίσχυση της ρευστότητας στην οικονομία. Οι δημοσιονομικοί στόχοι και περιορισμοί ήρθησαν, ώστε οι Κυβερνήσεις – μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας – να έχουν την αναγκαία ευελιξία για τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας και των επιπτώσεών της, ενώ το πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων και των δημοσίων συμβάσεων έγινε πιο ελαστικό.
Περαιτέρω, παρασχέθηκε ευελιξία στη χρήση και μεταφορά πόρων εντός και από τα διαρθρωτικά και περιφερειακά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ενεργοποιήθηκε το εργαλείο ενίσχυσης έκτακτης ανάγκης για τα συστήματα υγείας. Αντίστοιχα έπραξε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο νομισματικό πεδίο. Διεύρυνε την επιλεξιμότητα εταιρικών χρεογράφων στο υφιστάμενο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και προχώρησε σε νέο, στοχευμένο πρόγραμμα, στο οποίο, για πρώτη φορά από το 2015, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου είναι αποδεκτοί τίτλοι. Επιπρόσθετα, οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές διευκόλυναν την εποπτική και λογιστική αντιμετώπιση των ρυθμίσεων δανείων και την αναγνώριση του πιστωτικού κινδύνου για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Είναι όμως σαφές ότι τα προαναφερθέντα, αν και ιδιαίτερα χρήσιμα, δεν αρκούν για μια δοκιμασία με τα χαρακτηριστικά της σημερινής. Είναι απαραίτητο, σε μια λογική πραγματικής αλληλεγγύης, να ριχτούν στη “μάχη” και άλλα ισχυρά “όπλα”.
Η επενδυτική πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη στήριξη των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και της αγοράς εργασίας με τη διάθεση πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία και – κυρίως – η πρόταση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για ένα πανευρωπαϊκό ταμείο εγγυήσεων, που, μέσω μόχλευσης, θα μπορούσε να κινητοποιήσει πρόσθετη χρηματοδότηση για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, κινούνται στο σωστό δρόμο.
Το ίδιο ισχύει για την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη σύσταση ενός προσωρινού ταμείου για τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας (SURE), καθώς και για τις προτάσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης για αξιοποίηση των πιστοληπτικών γραμμών για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη-μέλη, με ευελιξία και προϋποθέσεις σχετιζόμενες αποκλειστικά με το εξωγενές και συμμετρικό σοκ της οικονομίας.
Εντούτοις, πανευρωπαϊκά, οι ανάγκες στην αδρανοποιημένη και χειμαζόμενη από την υγειονομική κρίση πραγματική οικονομία και στον παραγωγικό ιστό της, είναι πολύ μεγαλύτερες. Πιστεύω ότι απαιτείται μια κίνηση-καταλύτης, που θα προσφέρει ισχυρή ένεση ρευστότητας στις εθνικές και την ευρωπαϊκή οικονομία, με την έκδοση ενός κοινού ευρωπαϊκού αξιογράφου, το οποίο θα χρηματοδοτεί – μέσω πιθανόν ενός ταμείου αλληλεγγύης – τις ανάγκες για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και την ανάκαμψη της επόμενης μέρας, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου οδικού χάρτη, και θα αναζωογονήσει την εμπιστοσύνη των ευρωπαίων πολιτών στο όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μια απόδειξη ότι έχουμε συνειδητοποιήσει όλοι μας, πως τα μεγάλα οράματα προσεγγίζονται με μεγάλες αποφάσεις και γενναίες πράξεις.
Πράγματι, τις προηγούμενες ημέρες, οι σχετικές διαβουλεύσεις ήταν πυκνές και σήμερα το Eurogroup καλείται να λάβει αποφάσεις, συνθέτοντας τις διαφορετικές προτάσεις που έχουν τεθεί στο τραπέζι. Αποφάσεις που θα πρέπει αφενός να εμφορούνται από την αξία της αλληλεγγύης, που αποτελεί την απαρχή της ευρωπαϊκής ιδέας και τη βάση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, και αφετέρου να μην είναι κατώτερες των περιστάσεων, ούτε να δείχνουν ατολμία και απροθυμία.
Αυτά περιμένουν όλοι οι πολίτες στην Ευρώπη.
Ο Πρωθυπουργός, η Ελληνική Κυβέρνηση και ο υπογράφων ως Υπουργός Οικονομικών, έχουμε την πεποίθηση ότι με δεδομένη την πρωτόγνωρη αιτία, την ένταση και τον συμμετρικό χαρακτήρα της παρούσας κρίσης, η ενδεδειγμένη απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από την ενίσχυση της σύγκλισης και συνοχής και την περαιτέρω ενδυνάμωση της οικονομικής αρχιτεκτονικής της Ευρώπης. Η αμοιβαιοποίηση χρέους, για να ξεπεραστούν η πανδημία και οι επιπτώσεις της, αποτελεί δείγμα κοινής ισχύος και επιβεβλημένης αλληλεγγύης μεταξύ ισότιμων εταίρων.
Σε ένα μήνα συμπληρώνονται 70 χρόνια από την ιστορική διακήρυξη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα. Σε αυτή, ο θεωρούμενος ως “πατέρας της Ευρώπης”, Ρομπέρτ Σουμάν είχε τονίσει ότι “η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί δια μιας, ούτε σε ένα συνολικό οικοδόμημα: θα διαμορφωθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που θα δημιουργήσουν πρώτα μια πραγματική αλληλεγγύη”. Στην παρούσα δύσκολη περίοδο, είναι χρέος όλων των Ευρωπαίων, και πρωτίστως όσων μετέχουμε στη λήψη των κοινών πολιτικών αποφάσεων, η Ευρώπη να κατακτήσει την “πραγματική αλληλεγγύη” και να λειτουργήσει με ενότητα. Να πείσει ότι αποτελεί πλέον ένα στέρεο, συνεκτικό οικοδόμημα που προασπίζεται αποτελεσματικά τη ζωή, την υγεία και την ευημερία των πολιτών της.
Πιστεύω ότι όλοι μαζί, με υπευθυνότητα, σύνεση, μεθοδικότητα και τις κατάλληλες πρωτοβουλίες, θα τα καταφέρουμε!».
Τι θα τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων…
Σύμφωνα με το σχέδιο που βρίσκεται στο «τραπέζι», η απόφαση θα αφορά τη δυνατότητα συμμετοχής όλων των χωρών στα δάνεια του ESM και η πρόσβαση θα γίνει με ελάχιστες προϋποθέσεις. Τα δάνεια αυτά δεν θα συνοδεύονται ούτε από Μνημόνια ούτε από υποχρεωτικές μεταρρυθμίσεις. Κάθε χώρα θα μπορεί να πάρει ένα ποσό μέχρι 2% του ΑΕΠ της (4 δισ. περίπου για Ελλάδα) και να διαθέσει τα χρήματα στον τομέα της Υγείας, αλλά και στην ανάκαμψη της οικονομίας. Τα δάνεια θα είναι με το ελάχιστο επιτόκιο της αγοράς, δεδομένου ότι ο ΕSM διαθέτει άριστη πιστοληπτική ικανότητα, ενώ η αποπληρωμή θα γίνει σε 10 χρόνια, με δυνατότητα παράτασης.
Αναφορικά με το κορονο-ομόλογο, στην παρούσα φάση οι βόρειες χώρες, κυρίως Γερμανία και Ολλανδία, δεν είναι πολιτικά έτοιμες να το δεχθούν. Οπως επισημαίνουν κοινοτικές πηγές, μέχρι την έξοδο της Ευρώπης από την πανδημία ο ΕSM μπορεί να καλύψει τις ανάγκες των χωρών της ευρωζώνης, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Σε δεύτερη φάση όμως, όταν θα χρειαστεί η αύξηση των δημόσιων δαπανών σε τομείς όπως η Υγεία, αλλά και προκειμένου να δοθεί ώθηση στην οικονομία, τότε πρέπει να υπάρξει μια δυνατή απάντηση, γιατί κάποιες χώρες, κυρίως στον Νότο, δεν θα έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν. Συνεπώς, θα πρέπει να κρατηθεί ζωντανή η προοπτική αυτή και για το λόγο αυτό στη σημερινή συνεδρίαση πολλές χώρες -και κυρίως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία- θα πιέσουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Μάλιστα, η Γαλλία για να διευκολύνει τις χώρες του Βορρά έχει κάνει μια πρόταση για τη σύσταση ενός μέσου ειδικού σκοπού, το οποίο θα δανειστεί στις αγορές με κοινές εγγυήσεις, αλλά μόνο γι’ αυτήν την κρίση, δηλαδή η αμοιβαιοποίηση θα αφορά μόνο στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορονοϊού.
«Διχασμός»
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε στην Κομισιόν υπάρχει ενιαία θέση. Η πρόεδρος, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εμφανίζεται πιο κοντά στη χρησιμοποίηση του ΕSM στην παρούσα φάση, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο τρόπος αυτός είναι και ο πιο γρήγορος, ενώ αφήνει ανοικτό για αργότερα το θέμα της έκδοσης κοινού χρέους. Από την άλλη, κορυφαίοι επίτροποι, όπως ο Ιταλός αρμόδιος για την οικονομία, Πάολο Τζεντιλόνι και ο Γάλλος για την εσωτερική αγορά, Τιερί Μπρετόν, προτείνουν ένα κοινό χρηματοδοτικό εργαλείο που θα εκδώσει χρέος για την αντιμετώπιση της κρίσης και όχι αμοιβαιοποίηση του υφιστάμενου δημόσιου χρέους.
Στη… φαρέτρα
Ενα άλλο εργαλείο άμεσης χρήσης είναι η αξιοποίηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Οι υπουργοί Οικονομικών αναμένεται να αυξήσουν σημαντικά το «οπλοστάσιο» της ΕΤΕπ εγκρίνοντας κρατικές εγγυήσεις ύψους 25 δισ. ευρώ, οι οποίες θα της επιτρέψουν να αντλήσει από τις αγορές περίπου 200 δισ. ευρώ. Ολο αυτό το ποσό θα διατεθεί για τη στήριξη των ΜμΕ μέσω δανείων.
Τέλος, το Eurogroup θα εγκρίνει επίσης την πρόταση της Κομισιόν για τη θέσπιση ενός μέσου αλληλεγγύης, προκειμένου οι εργαζόμενοι να διατηρήσουν τα εισοδήματά τους και οι επιχειρήσεις να επιβιώσουν.
Στο πλαίσιο αυτό τα κράτη- μέλη θα εκδώσουν εγγυήσεις χρέους ύψους 25 δισ. ευρώ, προκειμένου στη συνέχεια να συγκεντρωθεί μέσω μόχλευσης στις αγορές το ποσό των 100 δισ. ευρώ.
Το χρηματοδοτικό μέσο θα ονομάζεται SURE. Οι επιχειρήσεις θα είναι σε θέση να μειώσουν προσωρινά τις ώρες εργασίας των εργαζομένων ή να αναστείλουν συνολικά την εργασία, με τη στήριξη του εισοδήματος που παρέχεται από το κράτος για τις ώρες που δεν εργάστηκαν. Οι αυτοαπασχολούμενοι θα λάβουν αναπλήρωση εισοδήματος για την τρέχουσα κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Ενα άλλο, πολύ σημαντικό εργαλείο για τη συνέχεια είναι και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της περιόδου 2021-2027, όπου η Κομισιόν θέλει να το προσαρμόσει στις σημερινές ανάγκες της κρίσης. Αυτό θα γίνει στο πλαίσιο της εντολής που έλαβαν η κ. Φον ντερ Λάιεν και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, από τους Ευρωπαίους ηγέτες να προετοιμάσουν έναν οδικό χάρτη και συγκεκριμένο σχέδιο δράσης για την οικονομία, το οποίο θα τεθεί σε εφαρμογή αμέσως μετά τη λήξη την πανδημίας. Η αρχική πρόταση της Κομισιόν που βρίσκεται υπό τροποποίηση καθόριζε τον προϋπολογισμό της επταετίας στα 1.134 δισ. ευρώ.