Στο διάστημα αυτό διατέθηκαν προς μίσθωση στην Ελλάδα από τις δύο πλατφόρμες 170.542 καταλύματα, εκ των οποίων τα 137.484 -δηλαδή το 81%- μισθώθηκαν τουλάχιστον μία φορά. Από αυτά, τα 121.287 ήταν αυτόνομα καταλύματα, ενώ στα υπόλοιπα 16.197 υπήρχαν κοινόχρηστοι χώροι εντός του ενοικιαζόμενου καταλύματος. Από τα 1,15 δισ. ευρώ συνολικών εσόδων, τα 1,08 δισ. ευρώ εισπράχθηκαν από τα αυτόνομα καταλύματα. Για τα καταλύματα αυτά η μέση πληρότητα ανήλθε σε 53%, η μέση τιμή καταλύματος διαμορφώθηκε στα 146 ευρώ, το ημερήσιο έσοδο ανά διαθέσιμο κατάλυμα σε 77 ευρώ και το μέσο ετήσιο έσοδο ανά κατάλυμα σε 8.912 ευρώ. Ας σημειωθεί πως οι πλατφόρμες αυτές καλύπτουν μόνο ένα μέρος της αγοράς βραχυχρόνιων μισθώσεων, ενώ, σύμφωνα με τη Euromonitor, η συνολική δαπάνη για διαμονή το 2018 εκτιμάται ότι ανήλθε σε 9,9 δισ. ευρώ.
Ενστάσεις…
Το μέγεθος και μόνο της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων επιβάλλει πλέον την ανάγκη ρύθμισής της, όπως επισημαίνει o ΣΕΤΕ, σε κάθε ευκαιρία τα τελευταία χρόνια, έχοντας παρουσιάσει και παραδείγματα άλλων προορισμών, διεθνώς, σε ό,τι αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης. Το κρίσιμο ζητούμενο είναι οι βραχυχρόνιες μισθώσεις να μη γίνονται με τρόπο που συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό για τις επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν νόμιμα, και φυσικά να μην προκαλεί παράπλευρα αλλά σημαντικά προβλήματα στην εξεύρεση κατοικίας, στις τιμές των ενοικίων, στην εύρυθμη λειτουργία των πολυκατοικιών, των γειτονιών, αλλά και των πόλεων.
Οπως επισημαίνεται στη μελέτη, η μαζική μίσθωση καταλυμάτων από τουρίστες μέσα από πλατφόρμες όπως η Airbnb και η HomeAway έχει πολλαπλές επιπτώσεις τόσο εντός του πλαισίου της τουριστικής δραστηριότητας, μέσω του συχνά αθέμιτου ανταγωνισμού προς τις επιχειρήσεις αλλά και της προσέλκυσης νέων αγορών, όσο και εκτός αυτής, προξενώντας προβλήματα π.χ. σε πολυκατοικίες, «εκτοπίζοντας» κατοίκους από ολόκληρες περιοχές, αλλάζοντας τη φυσιογνωμία περιοχών, αυξάνοντας τα ενοίκια, προκαλώντας έλλειψη στέγης σε τουριστικούς προορισμούς κ.ά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, στο 12μηνο Ιούνιος 2018 – Μάιος 2019, για τα αυτόνομα καταλύματα που μισθώθηκαν τουλάχιστον μία φορά, οι μισθώσεις μέσω Airbnb και HomeAway ακολούθησαν την εποχικότητα του τουρισμού στην Ελλάδα με ελαφρά μικρότερη ένταση κατά τη διάρκεια της θερινής σεζόν. Παρατηρείται κορύφωση στην υψηλή περίοδο του καλοκαιριού και έπειτα αναμενόμενη πτώση και στασιμότητα τους χειμερινούς μήνες, με την αύξηση να έρχεται πάλι από την άνοιξη και μετά. Η μεγαλύτερη πληρότητα παρατηρήθηκε τον Αύγουστο του 2018, με 68%, και ακολουθούν ο Ιούλιος με 60% και ο Σεπτέμβριος με 54%.
Τη μεγαλύτερη μέση τιμή καταλύματος είχε ο Ιούλιος, στα 172 ευρώ, ακολούθησε ο Αύγουστος στα 171 ευρώ και ο Ιούνιος με 153 ευρώ. Ωστόσο, λόγω της υψηλότερης πληρότητας το ημερήσιο έσοδο ανά διαθέσιμο κατάλυμα ήταν μεγαλύτερο τον Αύγουστο, στα 116 ευρώ, και ακολούθησαν ο Ιούλιος με 102 ευρώ και ο Ιούνιος με 76 ευρώ.
«Χάρτης»
Παπαθανάσης: 187 επενδυτικά σχέδια για τη δημιουργία 989 νέων θέσεων εργασίας
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιδιαιτερότητα των επιμέρους περιοχών της Ελλάδας ως προς τη ζήτηση, την πληρότητα, τη μέση τιμή και τα έσοδα. Επιγραμματικά, η Σαντορίνη εμφάνισε τη μεγαλύτερη πληρότητα (62%) στα ενεργά αυτόνομα καταλύματα και ακολούθησαν η Αθήνα με 60% και η Κεφαλλονιά με 59%. Η μέση τιμή καταλύματος της Σαντορίνης ήταν στα 341 ευρώ, ενώ την πρώτη θέση είχε η Μύκονος, με 496 ευρώ. Παρά την υψηλή πληρότητα, η μέση τιμή καταλύματος στην Αθήνα είναι χαμηλή, μόλις στα 66 ευρώ, ενώ την πιο χαμηλή παρουσιάζει η Θεσσαλονίκη, με 45 ευρώ.
Το υψηλότερο ετήσιο έσοδο ανά κατάλυμα εμφάνισε η Σαντορίνη, με 31.734 ευρώ, και ακολούθησε η Μύκονος με 27.263 ευρώ.
Διαφορές
Στη μελέτη επισημαίνεται και μια μεγάλη διαφορά της μίσθωσης μέσω Airbnb και HomeAway σε σχέση με τα ξενοδοχεία και τις επιχειρήσεις καταλυμάτων. Τα ξενοδοχεία και οι επιχειρήσεις καταλυμάτων λειτουργούν μέσα σε ένα συγκεκριμένο, καθορισμένο χρονικό πλαίσιο κάθε χρόνο, συχνά ανάλογα με τη γεωγραφική τους θέση.
Αντίθετα, η προσφορά καταλυμάτων μέσω Airbnb και HomeAway είναι συνεχώς μεταβαλλόμενη, ανάλογα με τη ζήτηση. Δηλαδή σε περιόδους που υπάρχει μεγάλη ζήτηση εμφανίζονται περισσότερα καταλύματα προς μίσθωση στις πλατφόρμες, ενώ σε περιόδους χαμηλής ζήτησης πολλά αποσύρονται από την πλατφόρμα. Επίσης, μπορεί ο εκάστοτε ιδιοκτήτης να κατοικεί ο ίδιος στο εν λόγω κατάλυμα και να επιχειρεί να το εκμισθώσει σε κάποιον άλλον τις ημέρες που ο ίδιος έχει προγραμματίσει να λείπει, αποκομίζοντας έτσι ένα επιπλέον εισόδημα, χωρίς να ενδιαφέρεται για περαιτέρω μίσθωση. Για το λόγο αυτό και η μεταβολή πληρότητας μεταξύ υψηλής και χαμηλής σεζόν είναι σχετικά μικρή (από 68% τον Αύγουστο 2018 σε 41% τον Ιανουάριο 2019 σε επίπεδο χώρας).
Ζήτηση και τιμές
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κατά τη μελέτη, παρουσιάζει το πόσο συνυφασμένη είναι η πληρότητα και οι δείκτες εσόδων με τον εκάστοτε προορισμό. Για παράδειγμα, στην Αθήνα υπάρχει υψηλή ζήτηση, αλλά λόγω αυξημένης προσφοράς ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα καταλύματα είναι μεγάλος, οδηγώντας σε χαμηλές προσφερόμενες τιμές. Αντίθετα, σε νησιά όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, όπου τα διαθέσιμα καταλύματα είναι εκ των πραγμάτων πεπερασμένα εξαιτίας του οικοδομικού κορεσμού και το τουριστικό «brand» τους ιδιαίτερα υψηλό, καταγράφεται πολύ μεγάλη πληρότητα. Αυτό οφείλεται στο ότι η ζήτηση προϋπάρχει, ενώ δεν μπορούν να υπάρξουν πολλά ακόμη καταλύματα.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου