Την ίδια ώρα οι θεσμοί εκτιμούν ότι περίπου το ίδιο ποσό αποτελεί το κενό για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ τον επόμενο χρόνο. Βεβαίως για πρώτη φορά από τότε που αμφισβητούν τις προβλέψεις της ελληνικής πλευράς μιλούν για απόκλιση «προς το παρόν», αφού γνωρίζουν ότι βρίσκονται προς συζήτηση τα δύο από τα τρία πεδία που αφορούν στον προϋπολογισμό του 2020. Αυτό το κλίμα πέρασε άλλωστε και ο απερχόμενος επίτροπος για τα οικονομικά Πιερ Μοσκοβισί κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα.
Το ύψος των ελαφρύνσεων -δηλαδή η μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις, η μείωση του εισαγωγικού συντελεστή από το 22% στο 9% για όλους και η διατήρηση του αφορολόγητου στα σημερινά επίπεδα, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών- έχει οριστικοποιηθεί. Υπολογίζεται λίγο πάνω από τα 900 εκατ. ευρώ.
Το κλείσιμο του κενού που βλέπουν οι εκπρόσωποι των δανειστών θα προέλθει από τα άλλα δύο πεδία που βρίσκονται προς συζήτηση:
1 Τη «βάση» που θα δημιουργήσει το κλείσιμο του 2019. Η βάση αυτή θα δημιουργηθεί από τις πληρωμές για τα επόμενα χρόνια που θα δρομολογήσει η ρύθμιση των 120 δόσεων. Οι δανειστές επιμένουν ακόμη ότι οι 120 δόσεις θα μειώσουν τα έσοδα του κράτους ενώ το υπουργείο Οικονομικών ότι θα δώσει πρόσθετα έσοδα περίπου 250 εκατ. ευρώ. Επίσης το υπουργείο Οικονομικών επιμένει ότι παρά τις μειώσεις που έχουν εφαρμοστεί από τον περασμένο Μάιο από την προηγούμενη κυβέρνηση ο ΦΠΑ θα είναι ένας πυλώνας των φορολογικών εσόδων που θα φέρει περισσότερα στα δημόσια ταμεία τον επόμενο χρόνο. Οι εκπρόσωποι των δανειστών επιμένουν ότι λόγω των μειώσεων τα έσοδα από τον βασικό έμμεσο φόρο θα είναι λιγότερα το 2020 από ό,τι το 2019.
Η αύξηση των έμμεσων αλλά και των άμεσων φόρων θα είναι αποτέλεσμα και του αυξημένου ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας την επόμενη χρονιά. Οι θεσμοί εμφανίζονται απαισιόδοξοι για τις προοπτικές της ανάπτυξης την επόμενη χρονιά λόγω της γενικότερης επιβράδυνσης της ευρωζώνης. Το υπουργείο Οικονομικών περιμένει φέτος ανάπτυξη λίγο πάνω από το 2% του ΑΕΠ και τον επόμενο χρόνο κοντά στο 3% του ΑΕΠ. Το πόσο σημαντικό είναι να υιοθετήσουν οι εκπρόσωποι των θεσμών την ελληνική πρόβλεψη γίνεται φανερό από ένα στοιχείο. Με βάση τις «νόρμες» του ΟΟΣΑ τα δημόσια έσοδα έχουν αύξηση ανάλογη ή ίση με αυτή του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας με ελαστικότητα 1%. Συνεπώς μια ανάπτυξη στο 3% του ΑΕΠ συνεπάγεται και αύξηση των εσόδων μέχρι και κατά 4%. Μια αύξηση 4% σε μια πρόβλεψη συνολικών εσόδων της τάξης των 51-52 δισ. ευρώ σημαίνει αυτόματα περίπου 2 δισ. περισσότερα έσοδα και χωρίς νέα μέτρα.
Έρχονται εκατομμύρια ευρώ: Ο «χάρτης» των πληρωμών από τον e-ΕΦΚΑ και τη ΔΥΠΑ - Ποιοι οι δικαιούχοι
Η κυβέρνηση έχει τα επιχειρήματα να στηρίξει την αύξηση του ΑΕΠ μέσω της επιτάχυνσης των επενδύσεων, των αποκρατικοποιήσεων που είναι «παγωμένες» για χρόνια και τις έμμεσης αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω των φοροαπαλλαγών που θα εφαρμοστούν τον επόμενο χρόνο.
2 Εκτός από την αλλαγή σελίδας που φιλοδοξεί να φέρει σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις η κυβέρνηση έχει έτοιμη και δεύτερη εγγύηση για να πετύχει το δημοσιονομικό στόχο του 2020. Ειδικότερα, έχει έτοιμα διαρθρωτικά μέτρα τα οποία όχι μόνο δεν θα επιβαρύνουν αλλά θα ελαφρύνουν -υπό προϋποθέσεις- πολίτες και επιχειρήσεις.
Τα ενισχυτικά αυτά μέτρα, που θα βοηθήσουν να κλείσει το υποτιθέμενο «κενό» για το 2020, είναι:
• Η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών από τα σημερινά πολύ χαμηλά επίπεδα σε πιο ρεαλιστικά ώστε να μπορεί να υπολογίζει και το Δημόσιο σε μια αύξηση εσόδων από τα μεγαλύτερα ποσά που θα δηλώνονται από τις τράπεζες. Το υπουργείο Οικονομικών μελετά 5 διαφορετικά μοντέλα για να αυξήσει τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Ενα από αυτά μπορεί να είναι η οριζόντια αύξηση του ελάχιστου ποσοστού ηλεκτρονικών συναλλαγών στο 30% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος ανεξάρτητα από το ύψος του.
• Η καλή πορεία του προϋπολογισμού του 2019. Ηδη το Γενικό Λογιστήριο έχει εντοπίσει μεγάλη υποεκτέλεση δαπανών που δημιουργεί πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για το 2019.
• Η ωφέλεια από τη μεταφορά κάποιων από τις δαπάνες που θα έπρεπε να γίνουν τον επόμενο χρόνο φέτος. Για παράδειγμα, το επίδομα θέρμανσης, παρά τις συνεχείς μειώσεις που έχει υποστεί, συνεχίζει να δίνεται σε δύο δόσεις. Η πρώτη σε όσους τυχερούς προλάβουν να κάνουν την αίτηση πριν από το τέλος Δεκεμβρίου και η δεύτερη πολύ αργά, τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου. Λόγω του περιθωρίου που υπάρχει φέτος εξετάζεται το ποσό του επιδόματος θέρμανσης να αυξηθεί αλλά και να δοθεί σε μια δόση, νωρίτερα από τον Δεκέμβριο.
Παρά τις παρατηρήσεις που γίνονται τώρα, οι θεσμοί δείχνουν να συμμερίζονται ότι οι αριθμοί μπορούν να αλλάξουν αλλά περιμένουν να το δεχθούν όταν αυτό θα βασίζεται και σε κάποια πιο αξιόπιστη πρόβλεψη. Και η πρόβλεψη αυτή θα επιβεβαιώνεται όσο περνούν οι μήνες με τα φορολογικά έσοδα να βρίσκονται 4% πάνω από τον στόχο, όπως συνέβη τον δύσκολο Σεπτέμβριο.
Από την έντυπη έκδοση