Δεν είναι τυχαίο ότι οι επιθετικές δημόσιες δηλώσεις εκπροσώπων των θεσμών (με πρώτο τον εκτελεστικό διευθυντή του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ) περί δημοσιονομικού κενού έως και 2 δισ. για το 2019 έχουν δώσει τη θέση τους σε σαφώς ευνοϊκότερες άτυπες δηλώσεις που θέλουν το υποτιθέμενο κενό του 2019 να συρρικνώνεται όσο συνεχίζεται η ανταλλαγή στοιχείων με το υπουργείο Οικονομικών.
Οι ξένοι τεχνοκράτες φαίνεται ότι δέχονται πλέον πως η ρύθμιση των 120 δόσεων για Ταμεία και εφορία δεν θα έχει απώλεια εσόδων ύψους 1,2 δισ., όπως ανέφερε η έκθεση για την 3η αξιολόγηση, αλλά μπορεί να έχει από ουδέτερη έως και θετική επίδραση στα έσοδα. Τούτο διότι οι αλλαγές που προωθούνται αφενός θα βοηθήσουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή στη ρύθμιση και αφετέρου θα δίνουν κίνητρα (π.χ. το μπόνους επιστροφής τόκων) για την ολοκλήρωσή της.
Επίσης, έχουν αρχίσει να δέχονται στοιχεία με βάση τα οποία, παρά τα μέτρα του Μαΐου, η Ελλάδα μπορεί να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο από το 3,5% του ΑΕΠ. Αυτό δίνει περιθώριο να καλυφθεί δημοσιονομικά η μεγαλύτερη δαπάνη για τη νέα μείωση ΕΝΦΙΑ που υπολογίζεται πλέον κοντά στα 400 εκατ. ευρώ, από 268 εκατ. ευρώ που κόστιζε η μείωση που είχε ψηφίσει η προηγούμενη κυβέρνηση και πρόκειται να ακυρωθεί.
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν και παραμένει ο Προϋπολογισμός του 2020, στον οποίο θα πρέπει να αρχίσει η υλοποίηση του βασικού κορμού των μειώσεων φόρων για επιχειρήσεις και νοικοκυριά και δεν θα γίνει και η μείωση του αφορολογήτου. Ο δημοσιονομικός χώρος για να υλοποιηθούν και οι δύο αυτές βασικές παρεμβάσεις υπολογίζεται κοντά 3 δισ. ευρώ και θα είναι δύσκολο να καλυφθεί χωρίς παρεμβάσεις στο σκέλος των δαπανών (κάτι που ετοιμάζει πυρετωδώς το ΓΛΚ), αλλά και τη μεθοδολογία αποτύπωσης των στοιχείων από αυτήν που ίσχυε στο τρίτο Μνημόνιο.
Πιο συγκεκριμένα, εξετάζεται πλέον τα έσοδα που θα έχει η Ελλάδα από την επιστροφή των κερδών που θα έχουν η ΕΚΤ και οι άλλες κεντρικές τράπεζες από τα ελληνικά ομόλογα (ANFA , SNP’s) που εντάχθηκαν στη συμφωνία για το χρέος τον περασμένο Ιούνιο να μην προσμετρώνται στα δημόσια έσοδα όχι μόνο με βάση τον ενιαίο δημοσιονομικό κώδικα (ESA 2010), αλλά και σε όρους ενισχυμένης εποπτείας. Σε πιο απλά ελληνικά, μια τέτοια αλλαγή όρων θα εξασφαλίζει αυτόματα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο 1,2 δισ. (όσο θα είναι τα ετήσια έσοδα) για την περίοδο 2019-2022, διευκολύνοντας σημαντικά την άσκηση οικονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια.
Στην ίδια κατεύθυνση είναι η αλλαγή της μεθοδολογίας στη μέτρηση και των εσόδων αποκρατικοποιήσεων που θα προσμετρώνται όπως και στον προϋπολογισμό κατά ESA και μπορούν να δώσουν επιπλέον δημοσιονομικό χώρο από 300 έως και 600 εκατ. ευρώ ανάλογα με τα έσοδα της κάθε χρονιάς.
Οι δύο αυτές παρεμβάσεις έχουν πέσει στο τραπέζι αλλά η αποδοχή τους θα είναι κυρίως πολιτική απόφαση. Τούτο διότι ενώ στο δεύτερο Μνημόνιο δεν υπήρχαν οι περιορισμοί για κέρδη των ομολόγων και τα έσοδα αποκρατικοποιήσεων αυτοί εντάχθηκαν στο τρίτο Μνημόνιο και δεν ακυρώθηκαν ούτε μετά την ολοκλήρωσή του.
Αλλαγές
Συμβολικές αλλά και ουσιαστικές αλλαγές και στο επίπεδο των ομάδων των τεχνοκρατών που θα ελέγχουν την ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της ενισχυμένης εποπτείας ετοιμάζουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
Σε συνέντευξή του ο επίτροπος αρμόδιος για τα οικονομικά Πιέρ Μοσκοβισί ανακοίνωσε την κατάργηση της ομάδας της Ε.Ε. για την Ελλάδα όπως την ξέρουμε μέχρι σήμερα.
Η θέση του επικεφαλής της αποστολής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα, που κατείχε τα τελευταία χρόνια ο Ντέκλαν Κοστέλο, θα καταργηθεί και πλέον τους τακτικούς τριμηνιαίους ελέγχους θα κάνουν κλιμάκια της ΓΔ δημοσιονομικής πολιτικής. Πρόκειται για σημαντική αλλαγή.
«Θυμάστε την εποχή της τρόικας και των θεσμών. Υστερα από περισσότερα από οκτώ χρόνια σε πρόγραμμα είναι θετικό ότι η θέση αυτή δεν χρειάζεται πλέον», δήλωσε κατηγορηματικά ο κ. Μοσκοβισί, επεξηγώντας ότι αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα εξετάζεται όπως ακριβώς τα άλλα κράτη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
Σύμφωνα με τον Ευρωπαίο αξιωματούχο, η απόφαση αποτελεί ισχυρό σήμα ότι η Ελλάδα αφήνει για τα καλά την εποχή των προγραμμάτων και προχωρά προς την κατεύθυνση της «κανονικής δημοσιονομικής εποπτείας».
Ο κ. Μοσκοβισί χαρακτήρισε «καλοδεχούμενη την έμφαση της ελληνικής κυβέρνησης στις επενδύσεις, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στη φορολογική πολιτική και την ανάπτυξη», τονίζοντας παράλληλα ότι έχει επιδείξει τη διάθεση για μια «φιλική και ισχυρή σχέση» με την Επιτροπή.«Είναι απαραίτητη», είπε, «καθώς η χώρα παραμένει σε ενισχυμένη εποπτεία».
Αλλωστε, σήμερα αποφασίζει το Κολέγιο των Επιτρόπων την παράταση του καθεστώτος ενισχυμένης εποπτείας στον επόμενο χρόνο, κάτι που ο κ. Μοσκοβισί χαρακτήρισε «αναμενόμενο και εντός της λογικής της μεταπρογραμματικής περιόδου».
Μια δεύτερη αλλαγή, που αφορά και τον ESM, είναι ότι ο επικεφαλής του κλιμακίου του ESM για την Ελλάδα Νικόλα Τζιαμαριόλι προάγεται και τοποθετείται γενικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Υπό την ιδιότητα αυτή, θα επιβλέπει το τμήμα Εταιρικής Διακυβέρνησης και Εσωτερικών Πολιτικών, αλλά και τη Διεύθυνση Στρατηγικής Πολιτικής και Θεσμικών Σχέσεων.
Συνεχίζεται το πάρτι στα ομόλογα
ΛΕΖΑΝΤΑ: Σταθερή είναι η θέση του κεντρικού τραπεζίτη του ευρώ Μάριου Ντράγκι για ενδεχόμενο επανάληψης του QE.
Το ψυχολογικό όριο του 2% έσπασε ξανά χθες η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου φτάνοντας νωρίς το μεσημέρι στο 1,94%, για να σταθεροποιηθεί στη συνέχεια στο 2,01%, δείγμα ότι τις επόμενες μέρες θα πρέπει να περιμένουμε να σταθεροποιηθεί κάτω από το 2%.
Αντιστοίχως, το 5ετές ομόλογο διαπραγματεύονταν όλη ημέρα χθες με απόδοση κοντά στο 1,04%.
Χαρακτηριστική περίπτωση για την αντιμετώπιση των αγορών προς την Ελλάδα είναι ο νέος 7ετής τίτλος που εκδόθηκε την περασμένη εβδομάδα με μέσο σταθμικό επιτόκιο 1,9%. Το νέο αυτό ομόλογο διαπραγματευόταν χθες με 1,74-1,75%, δείχνοντας ότι υπάρχει ενδιαφέρον ακόμη και για νέα έκδοση μέσα στο φθινόπωρο. Οι αιτίες για το ράλι των ελληνικών κρατικών τίτλων είναι δύο:
Η πρώτη είναι η προσδοκία ότι η Ελλάδα θα αναβαθμιστεί σχετικά γρήγορα (μέχρι και τα μέσα του 2020) στην επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ) και οι αποδόσεις που δίνουν οι εκδόσεις αυτής της περιόδου δεν θα υπάρχουν τότε.
Ενας δεύτερος λόγος για τον οποίο υπάρχει εξαιρετικά υψηλό ενδιαφέρον για τα ελληνικά ομόλογα είναι τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, που, παρά το υψηλό χρέος, είναι καλά, η προσδοκία για υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και η σταθερή θέση του κεντρικού τραπεζίτη του ευρώ Μάριου Ντράγκι για ενδεχόμενο επανάληψης του QE. Σε μια τέτοια περίπτωση οι αποδόσεις των ομολόγων των κρατών του ευρώ θα μηδενιστούν ή θα γίνουν αρνητικές συμπαρασύροντας και αυτές των ελληνικών ομολόγων. Γι’ αυτό και τοποθετούνται μαζικά σε ελληνικούς τίτλους όχι μόνο τα hedge funds αλλά και το real money, δηλαδή επενδυτές υψηλότερης ποιότητας, όπως οι τράπεζες και τα χαρτοφυλάκια διαχείρισης διαθεσίμων.
Από την έντυπη έκδοση