Ο Γερμανός αξιωματούχος δήλωνε στο Eurogroup της 8ης Ιουλίου ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι αναπόσπαστο τμήμα της συμφωνίας του 2018 για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Χθες, μιλώντας στο συνέδριο του Economist, όταν ρωτήθηκε για την πρόθεση της κυβέρνησης να ανοίξει το θέμα της αναθεώρησης των δημοσιονομικών στόχων εμφανίστηκε πιο διαλλακτικός. «Η Ελλάδα δεν είναι πλέον σε πρόγραμμα, δεν έχει αιρεσιμότητες», ανέφερε σε ερώτημα για τα πρωτογενή πλεονάσματα, συμπληρώνοντας ότι «θα υπάρχει τακτικός διάλογος» και αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο της επανεξέτασης των στόχων αλλά με δύο προϋποθέσεις: η πρώτη είναι η Ελλάδα να επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας της και να προχωρήσει μεταρρυθμίσεις.
Οπως ανέφερε, προκειμένου να υποστηριχθούν η ανάπτυξη και η βιωσιμότητα του χρέους, είναι απαραίτητη η δέσμευση να τηρηθεί η συμφωνηθείσα πορεία μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος. «Συναντήθηκα χθες με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα. Με διαβεβαίωσε ότι η νέα κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να επιτύχει βιώσιμη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και ότι οι συμφωνηθέντες δημοσιονομικοί στόχοι θα τηρηθούν κατά το συνδυασμό του Προϋπολογισμού για το 2020», είπε για να συνεχίσει λέγοντας ότι όλα αυτά είναι θετικά για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
Η οποιασδήποτε αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών πολιτικών θα πρέπει να στοχεύει στην προώθηση της ανάπτυξης, διασφαλίζοντας παράλληλα την επίτευξη του συμφωνηθέντος πρωτογενούς πλεονάσματος, τόνισε ο επικεφαλής του ESM και δίνοντας εμμέσως ψήφο εμπιστοσύνης για το νέο φορολογικό νομοσχέδιο σημείωσε: «Η μείωση των φορολογικών συντελεστών, για παράδειγμα, θα μπορούσε να συνδυαστεί με μια ευρύτερη φορολογική βάση. Επίσης, ο διαθέσιμος χώρος πρέπει να χρησιμοποιείται για παραγωγικές δαπάνες, όπως δημόσιες επενδύσεις». Αργότερα αρμόδια στελέχη του υπουργείου Οικονομικών τόνιζαν ότι με τον όρο διεύρυνση της φορολογικής βάσης ο κ. Ρέγκλινγκ δεν εννοούσε απαραίτητα τη μείωση του αφορολογήτου αλλά την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Ο κ. Ρέγκλινγκ επεσήμανε και το ρόλο των τραπεζών στην προσπάθεια επιτάχυνσης της ανάπτυξης, λέγοντας ότι «οι τράπεζες συγκρατούνται από το πολύ υψηλό επίπεδο NPLs. Η τόνωση των επενδύσεων θα βοηθήσει και τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την οικονομία». Για το τι θα ενθάρρυνε πιο πολύ τους ξένους ώστε να επενδύσουν, απάντησε ότι δεν υπάρχει μόνο ένα μέτρο. «Ο προσανατολισμός αυτής της κυβέρνησης είναι υπέρ της ανάπτυξης, περιμένω πολλά. Αναμένω ότι θα υπάρχει καλή συνεργασία με τους θεσμούς».
Σε ίδια γραμμή
Μεταρρυθμίσεις και υψηλότερη ανάπτυξη είναι οι δύο προϋποθέσεις για να ανοίξει μια συζήτηση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων, σύμφωνα και με τον πρόεδρο του EuroWorking Group Χανς Φάιλμπριφ. «Το πρώτο μισό του 2018 υπήρχαν πολύ σκληρές διαπραγματεύσεις για το εν λόγω θέμα. Ναι, μπορούμε, αλλά πρέπει να έχουμε υψηλότερη ανάπτυξη. Αλλά δεν έχω αυτές τις ενδείξεις προς το παρόν», εξήγησε. Εκανε σαφές ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει η κυβέρνηση είναι να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις και οι στόχοι του πρωτογενούς πλεονάσματος θα ακολουθήσουν. Οχι το ανάποδο.
«Δεν βλέπω αυτή τη στιγμή χώρο και κεφάλαια για να γίνει αυτό», πρόσθεσε αναφερόμενος σε αλλαγή στόχου, για να προσθέσει: «Δεν ισχύει η θέση ότι η μεγάλη ανάπτυξη προκύπτει από χαμηλά πλεονάσματα. Ανήκω σε άλλη σχολή σκέψης. Πρώτα οι μεταρρυθμίσεις, η απόδειξη της αξιοπιστίας και μετά οι συνομιλητές θα μπορούν ενδεχομένως να μιλήσουν για αλλαγή των στόχων».
Για τον νέο ΥΠΟΙΚ Χρήστο Σταϊκούρα ο επικεφαλής του EWG είπε ότι είναι σε καλό δρόμο γιατί δίνει έμφαση στην ανάπτυξη. Επίσης ανέφερε ότι παραμένουν προκλήσεις, όπως τα κόκκινα δάνεια. Αλλά πλέον τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα.
Ο επικεφαλής της ομάδας του ESM στην Αθήνα Νικόλα Τζιαμαριόλι τόνισε με τη σειρά του ότι οι στόχοι δεν είναι μόνιμοι αλλά θα πρέπει να προηγηθεί η επίτευξη και διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και μιας αξιοπιστίας στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Ο εκπρόσωπος ΔΝΤ στην Ελλάδα κ. Πίτερ Ντόλμαν θύμισε ότι το Ταμείο ουδέποτε υποστήριξε την ύπαρξη και διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. «Δεν πιστεύουμε ότι οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα είναι υπέρ της ανάπτυξης. Eίναι πολύ υψηλοί οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα», είπε στην τοποθέτησή του στο ίδιο συνέδριο. «Χρειάζεται μεταρρυθμιστική προσπάθεια για να καλυφθούν τα κενά με την ευρωζώνη. Μόνο τότε οι Ελληνες πολίτες θα βλέπουν σταθερή βελτίωση», είπε, ενώ σημείωσε παράλληλα ότι το ΔΝΤ θα βοηθήσει την Ελλάδα.
Σταϊκούρας: «Στόχος οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης»
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, έχοντας κλείσει έναν κύκλο επαφών με τους εκπροσώπους των θεσμών, τόνισε ότι κεντρικός στρατηγικός στόχος της κυβέρνησης είναι η μεγέθυνση της οικονομίας με υψηλότερους ρυθμούς, με υγιή δημόσια οικονομικά, με ευσταθή τραπεζικό τομέα, με εξωστρεφή προσανατολισμό, με συνεχώς αυξανόμενες θέσεις πλήρους απασχόλησης, με δικαιότερη διανομή του παραγόμενου πλούτου, με αλληλεγγύη στους ασθενέστερους.
«Γνωρίζουμε ότι η αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας στο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και απαιτητικό ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον απαιτεί διαρκώς βελτιούμενη παραγωγικότητα, ποιότητα και προσαρμοστικότητα», είπε ο κ. Σταϊκούρας. «Εχουμε δεσμευτεί ότι οδηγός των πολιτικών μας θα είναι η αναζήτηση βέλτιστων συνδυασμών οικονομικής αποδοτικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θα εργασθεί με απόλυτη συνοχή, μετριοπάθεια, αξιοπρέπεια, ακεραιότητα, ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και αποφασιστικότητα για την αντιμετώπιση αυτών των αναγκών», είπε ο κ. Σταϊκούρας, ο οποίος είχε στο περιθώριο του συνεδρίου και την πρώτη συνάντηση με τον επικεφαλής της ομάδας της Ε.Ε. για την Ελλάδα Ντέκλαν Κοστέλο.
«Ψήφος εμπιστοσύνης» στο νέο φορολογικό
Με αισιοδοξία εκφράζονταν κορυφαία μέλη του οικονομικού επιτελείου για την αποδοχή των εκπροσώπων των θεσμών στις φορολογικές μειώσεις που αναμένεται να θεσμοθετήσει σύντομα η κυβέρνηση αλλά και το πώς ακριβώς αυτό το δημοσιονομικό κόστος θα απορροφηθεί από άλλους κωδικούς του Προϋπολογισμού ή τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης.
«Το πάμε καλά, γιατί το πάμε βήμα βήμα», ανέφερε χαρακτηριστικά υψηλόβαθμος αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών, σημειώνοντας ότι στην ομιλία του ο επικεφαλής του ESM ανέφερε δύο-τρεις φορές τον όρο «μειώσεις φόρων» (tax cuts), γεγονός που θα πρέπει να θεωρείται ενθαρρυντικό. Οσον αφορά στο αντίβαρο αυτών των μειώσεων φόρων που πρότεινε ο Κ. Ρέγκλινγκ, δηλαδή τη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», ο ίδιος αξιωματούχος υποστήριξε ότι αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα τη μείωση του αφορολογήτου, καθώς αυτή η διεύρυνση θα μπορούσε να επιτευχθεί π.χ. με τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Ο ίδιος αξιωματούχος τόνισε, μάλιστα, ότι στις συζητήσεις που είχε χθες ο κ. Ρέγκλινγκ στο υπουργείο Οικονομικών, ουδέποτε ανέφερε το θέμα της μείωσης του αφορολογήτου.
Τα μέτρα
Ως γνωστόν, το φορολογικό νομοσχέδιο περιλαμβάνει:
* Τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% μέσα στη διετία 2020-2021.
* Μείωση του φόρου μισθωτών, συνταξιούχων και επαγγελματιών από 22% στο 9% από την 01/01/2020 για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ.
*Αύξηση αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί από 01/01/2020.
* Μείωση του φόρου επιχειρήσεων στο 24% από 28% από την 1η Ιανουαρίου 2020 και στο 20% από το 2021.
* Ενιαίο ΦΠΑ 13% στην εστίαση για όλα τα προϊόντα από φέτος.
* Μείωση της φορολογίας των μερισμάτων από το 10% στο 5%.
* Σταδιακή κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης και τέλους επιτηδεύματος.
* Βελτίωση της ειδικής ρύθμισης των 120 δόσεων για όσους χρωστούν μέχρι 3.000 ευρώ στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία και εισαγωγή πλαισίου για ευνοϊκή μεταχείριση των συνεπών φορολογούμενων και δανειοληπτών.
Παζάρια…
Η αποστολή στοιχείων για τα επιμέρους στοιχεία του φορολογικού μόλις ξεκίνησε, πάντως, και θα συνεχιστεί αυτό το διήμερο, όσο παραμένουν στην Αθήνα οι εκπρόσωποι των θεσμών, χωρίς να αποκλειστούν νέες συναντήσεις. Οσον αφορά στο στόχο του Προϋπολογισμού για το 2020, αυτός θα είναι 3,5%, ανεξαρτήτως του τι θα επιδιώξει τους επόμενους μήνες η ελληνική κυβέρνηση.
Με επιτόκιο-ρεκόρ στο 1,9% το νέο 7ετές ομόλογο
Το ψυχολογικό όριο του 2% έσπασε μετά από 10ετίες το επιτόκιο του επταετούς ομολόγου που διέθεσε χθες ο ΟΔΔΗΧ μέσω βιβλίου προσφορών το οποίο συγκέντρωσε προσφορές πάνω από 12,5 δισ. ευρώ πριν κλείσει η έκδοση νωρίς το μεσημέρι.
Λίγο μετά το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών στις 10 το πρωί, το ομόλογο διαμόρφωνε ένα μεσοσταθμικό επιτόκιο 2,1%, το οποίο στο κλείσιμο του βιβλίου στις 13:25 «κλείδωσε» στο 1,9%.
Το ενδιαφέρον από ξένους επενδυτές είναι ιδιαίτερα αυξημένο, με τις συνολικές προσφορές να έχουν ξεπεράσει τα 12,5 δισ. ευρώ. Πιο σημαντική ίσως και από την ίδια την πορεία της διάθεσης του ομολόγου είναι η ποιοτική αναβάθμιση των επενδυτών, η οποία φαίνεται ότι συνεχίζεται. Περίπου 500 εκατ. ευρώ τοποθετήθηκαν από τις ανάδοχες τράπεζες (Barclays, BofA, Merrill Lynch, Deutsche Bank, Morgan Stanley, Nomura και Société Générale).
Επίσης σχεδόν το 50% της έκδοσης καλύφθηκε από επενδυτές από το Λονδίνο, ενώ το real money, τράπεζες και διαχειριστές πήραν σχεδόν το 75% της έκδοσης, μειώνοντας ακόμη περισσότερο σε σχέση με την έκδοση του δεκαετούς τον περασμένο Μάρτιο το μερίδιο των hedge funds.
Και αυτή η δημοπρασία, όπως και οι δύο προηγούμενες του 2019, δεν έχει συγκεκριμένο ποσό έκδοσης. Πάντως για να κλείσει το ετήσιο δανεικό πρόγραμμα των 7 δισ. ευρώ που έχει ανακοινώσει ο ΟΔΔΗΧ από τον Δεκέμβριο του 2018 χρειάζεται να αντληθούν άλλα 2 δισ. ευρώ. Μέχρι στιγμής το Δημόσιο έχει αντλήσει μέσα στο 2019 συνολικά 5 δισ. ευρώ. Τα 2,5 δισ. από την έκδοση του πενταετούς ομολόγου στα τέλη Ιανουαρίου και άλλα 2 δισ. από το 10ετές ομόλογο τον περασμένο Μάρτιο.
Με δεδομένη την καλή τιμολόγηση που αναμένεται να έχει ο νέος 7ετής τίτλος αν ο ΟΔΔΗΧ κάνει αποδεκτά πάνω από 2 δισ. ευρώ, σημαίνει ότι αναθερμαίνεται και το σενάριο της αγοράς ακριβού χρέους, με πρώτη κίνηση τη μερική αποπληρωμή του χρέους της Ελλάδας προς το ΔΝΤ που πάγωσε λόγω των εκλογών.
Μετά την ολοκλήρωση της δημοπρασίας ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας χαρακτήρισε ως επιτυχή την έκδοση του κρατικού τίτλου, υπογραμμίζοντας ότι «βασική προϋπόθεση για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία στην κανονικότητα είναι η συστηματική, ποιοτική και με χαμηλό κόστος χρηματοδότηση της χώρας από τις διεθνείς αγορές. Η σημερινή έκδοση του επταετούς ομολόγου αξιολογείται ως ιδιαίτερα επιτυχής, αφού κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Συνεχίζουμε βήμα βήμα, με σχέδιο, ωριμότητα και αποφασιστικότητα».
Από την έντυπη έκδοση