Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, η εγχώρια κατανάλωση υπολογίζεται στους 120.000 τόνους, εκ των οποίων οι 27.000 τόνοι αφορούν σε τυποποιημένο ελαιόλαδο, μειωμένο περίπου κατά 30% σε σχέση με το 2009 που ήταν στους 37.000 τόνους, ενώ σχεδόν 35.000 τόνοι αφορούν στην ιδιοκατανάλωση. Οι υπόλοιποι 58.000 τόνοι είναι ελαιόλαδο σε μορφή χύδην που εμπορεύεται χωρίς νόμιμα παραστατικά.
Εξαγωγές
Τις απώλειες από την εσωτερική αγορά αντισταθμίζουν οι εξαγωγές, οι οποίες το ίδιο διάστημα διπλασιάστηκαν. Οπως αναφέρει στον «Ε.Τ.» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεων Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), Γρηγόρης Αντωνιάδης, το 2018 εξήχθησαν 40.000 τόνοι τυποποιημένου, επώνυμου προϊόντος, αξίας άνω των 200 εκατ. ευρώ, όταν το 2010 οι εξαγωγές ήταν μόλις 20.000 τόνοι. Οι κυριότερες αγορές ελληνικού ελαιολάδου είναι η Αυστραλία, η Αμερική, ο Καναδάς, αλλά και οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η Σουηδία κ.λπ.
Στόχος του Συνδέσμου, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια οι αποστολές στις διεθνείς αγορές να ξεπεράσουν τους 50.000 τόνους.
Την ίδια ώρα, με αμείωτο ρυθμό συνεχίζονται και οι εξαγωγές χύμα προϊόντος προς τη γειτονική Ιταλία, οι οποίες το 2018 εκτιμάται ότι κινήθηκαν στους 100.000 τόνους. Σύμφωνα με στοιχεία του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ), το 2018 οι εξαγωγές παρθένου ελαιολάδου άγγιξαν τα 524,5 εκατ. ευρώ έναντι 413,5 εκατ. ευρώ το 2017, αυξημένες κατά 26,9%. Ενδεικτικό της ζήτησης που έχει το ελληνικό ελαιόλαδο στις διεθνείς αγορές είναι το γεγονός ότι σε σύνολο παραγωγής 270.000 τόνων, το 2018 εξήχθησαν 144.735 τόνοι, εκ των οποίων μόλις οι 40.000 τόνοι ήταν τυποποιημένο προϊόν. Οπως σημειώνουν στον «Ε.Τ.» κύκλοι της αγοράς, οι εξαγωγές χύμα ελαιολάδου προς την Ιταλία κυμαίνονται μεταξύ 80.000-150.000 τόνων, ανάλογα με τις παραγόμενες ποσότητες.
Μειωμένη παραγωγή
Σε ό,τι αφορά στην εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου, η περίοδος 2018-2019 ήταν -όπως αναμενόταν- μειωμένη στους 185.000 τόνους έναντι 260.000 τόνους την προηγούμενη χρονιά λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων. Από τη μια η εκδήλωση έντονων βροχοπτώσεων, από την άλλη η κόπωση των δέντρων οδήγησαν σε πτώση της παραγωγής, ενώ η εναλλαγή της ξηρασίας με τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες ευνόησαν την ανάπτυξη βακτηρίων και μυκήτων στα δέντρα αυξάνοντας την οξύτητα του ελαιολάδου και υποβαθμίζοντας την ποιότητά του. Ετσι, πιέστηκαν και οι τιμές, με τα πιο «εμπορικά» λάδια με μεγαλύτερη οξύτητα να πωλούνται στα 3 ευρώ το κιλό σε αντίθεση με το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο που επέδειξε αντοχές στα 3,5-3,6 ευρώ το κιλό.
Αντίστοιχα βέβαια φαινόμενα παρατηρήθηκαν και στις άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες, όπως την Ιταλία και την Ισπανία, με την πρώτη να καταγράφει ιστορικό χαμηλό 25ετίας σε επίπεδο παραγωγής.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η νέα ελαιοκομική περίοδος αναμένεται πολύ καλύτερη, καθώς οι έντονες βροχοπτώσεις «ζωντάνεψαν» τα δέντρα και δεν αποκλείεται η ελληνική παραγωγή να αγγίξει και πάλι τους 300.000 τόνους.
Αίτημα για ενίσχυση
Στο μεταξύ, τη χορήγηση έκτακτης ενίσχυσης ύψους άνω των 250 εκατ. ευρώ έχει ζητήσει από την Κομισιόν το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Οπως δήλωσε ο αρμόδιος υπουργός, Σταύρος Αραχωβίτης, στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Ανοιχτός Διάλογος για το Ελληνικό Ελαιόλαδο» που διοργάνωσε η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Ελαιολάδου πριν από λίγες ημέρες, σε συνάντηση που είχε με τον επίτροπο Γεωργίας, Φιλ Χόγκαν, ζήτησε τη στήριξη της Ευρώπης στους ελαιοκαλλιεργητές που είδαν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται.
Επιπλέον, ο κ. Αραχωβίτης επανέλαβε ότι έρχεται νέο θεσμικό πλαίσιο για τη δακοκτονία για να αντικαταστήσει το απαρχαιωμένο Βασιλικό Διάταγμα του 1951, και θα προβλέπει την υποχρεωτικότητα στην κάλυψη, χωρίς να μένουν κενά σε εγκαταλελειμμένους αγρούς, που δημιουργούν εστίες για το δάκο, αλλά και το ξεκαθάρισμα των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών που εμπλέκονται στην όλη διαδικασία καθιστώντας την πολλές φορές αναποτελεσματική.
Από την έντυπη έκδοση