Από την περασμένη Παρασκευή στο Eurogroup του Βουκουρεστίου τόσο ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ όσο και ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο ήταν υποστηρικτικοί στην πρόθεση της Ελλάδας να μειώσει το χρέος της στο Ταμείο. Και οι δύο όμως έθεσαν ως απαραίτητη προϋπόθεση να υπάρχει ομόφωνη συμφωνία από τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνη και μάλλον όχι τυχαία.
Ενστάσεις
Γερμανία και Ολλανδία δεν θέλουν με κανέναν τρόπο να δοθεί το μήνυμα ότι αφού αποπληρωθεί το σύνολο των δανείων της Ελλάδας προς το ΔΝΤ, το Ταμείο θα είναι ουσιαστικά ένας απλός τεχνικός σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας στην εποπτεία της Ελλάδας. Για το λόγο αυτό άλλωστε εντάχθηκε ως σαφής όρος της συμφωνίας για την ενισχυμένη εποπτεία η ενεργή παρουσία του ΔΝΤ στους οργανισμούς που θα παρακολουθούν την πορεία της οικονομίας με υποχρέωση και για την έκδοση εκθέσεων αξιολόγησης.
Ενας λόγος παραπάνω για αυστηρή στάση εκ μέρους της Γερμανίας θα είναι και το γεγονός ότι και η δόση των 973 εκατ. ευρώ που εγκρίθηκε την Παρασκευή για την Ελλάδα θα εγκρίνεται στο κοινοβούλιο της χώρας τη στιγμή που η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης αναμένει για φέτος επιβράδυνση της οικονομίας της κατά 0,6% του ΑΕΠ της. Συνεπώς δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για ανοχή στον ευρωπαϊκό Νότο.
Το ίδιο το ΔΝΤ είναι σαφώς θετικό στην πρόωρη αποπληρωμή των περίπου 9,4 δισ. ευρώ που οφείλει η Ελλάδα αφού ούτε πρόγραμμα σε ισχύ υπάρχει και το βασικό μέλημα του Ταμείου ως «προτιμητέος πιστωτής» είναι να διασφαλίσει την εξόφληση των δανείων που έχει δώσει.
Την ίδια ώρα η Ελλάδα έχει ένα τεράστιο κεφαλαιακό μαξιλάρι που υπερβαίνει τα 30 δισ. ευρώ, το οποίο θα πρέπει να διατεθεί κατά προτεραιότητα στην ελάφρυνση του χρέους.
Συνεπώς και σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να αναζητηθεί ένα συμβιβασμός ώστε και το ακριβό χρέος του ΔΝΤ να μειωθεί και η ισχύς του Ταμείου ως επόπτη της ελληνικής οικονομίας να διατηρηθεί.
Τα σχέδια
Το πρόβλημα με το χρέος των 9,4 δισ. ευρώ της Ελλάδας προς το ΔΝΤ δεν αφορά το σύνολο του ποσού. Το όριο του ποσού που μπορεί να δανείζεται κάθε κράτος-μέλος του Ταμείου φτάνει στο ποσοστό του στο μετοχικό κεφάλαιο του ΔΝΤ ορισμένο σε λογιστικές νομισματικές μονάδες, τα ειδικά τραβηχτικά δικαιώματα (SDR) που ορίζονται από μια σταθμισμένη συμμετοχή στο καλάθι των νομισμάτων των χωρών που είναι μέλη του Ταμείου. Ο δανεισμός γίνεται πολύ ακριβότερος όταν ένα κράτος-μέλος του ΔΝΤ, όπως η Ελλάδα, έχει δανειστεί πάνω από το όριο που επιτρέπουν τα ειδικά τραβηχτικά δικαιώματα αφού βάσει του επιτοκίου μπαίνει και το μέσο κόστος δανεισμού του Δημοσίου για τη χώρα που δανείζεται. Το όριο δανεισμού για την Ελλάδα είναι 2,4 δισ. ευρώ. Συνεπώς σήμερα ξεπερνά το όριο δανεισμού της κατά 7 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο τοκίζεται με επιτόκιο 4,9%. Ο στόχος είναι να αποπληρωθεί όσο μεγαλύτερο μέρος γίνεται από το πολύ ακριβό χρέος της Ελλάδας. Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν να αποπληρωθεί το μισό της οφειλής (περίπου 4,7 δισ. ευρώ) που αντιστοιχούν στις υποχρεώσεις της Ελλάδας ως το τέλος του 2021 ώστε και οι τόκοι να μειωθούν και το σύνολο του οφειλόμενου ποσού στο Ταμείο να εξοφληθεί στο 2022 αντί το 2024, όπως ήταν αρχικά προγραμματισμένο. Ωστόσο με τις αντιρρήσεις που υπάρχουν θεωρείται ως ανώτερο ποσό που θα μπορέσει να αποπληρωθεί το 1/3 του ποσού, δηλαδή περίπου 3,1-3,2 δισ. ευρώ.
«Παράθυρο» από Σεντένο για μη μείωση του αφορολογήτου
Την ίδια ώρα, αν και το ανακοινωθέν του Eurogroup της Παρασκευής υπενθύμιζε – μάλλον πρόωρα- την υποχρέωση της Ελλάδας για διεύρυνση της φορολογικής βάσης, δηλαδή τη μείωση του αφορολογήτου για το 2020, ο πρόεδρος του Eurogroup, Μάριο Σεντένο, σε συνέντευξή του άφησε με μια διπλωματική διατύπωση το θέμα ανοιχτό.
Αναφερόμενος στο θέμα τόνισε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι αν υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο (όπως συνέβη το 2018 με την περικοπή των συντάξεων) το μέτρο μπορεί να εξεταστεί.
Παρότι και ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, αφήνει το θέμα ανοιχτό οι θεσμοί θεωρούν ότι η μείωση του αφορολογήτου είναι καθαρά θέμα διαρθρωτικό και όχι μόνο δημοσιονομικό καθώς η Ελλάδα διατηρεί ακόμη υψηλό αφορολόγητο όριο. Τούτο σε συνδυασμό και με τη μείωση των εισοδημάτων λόγω της πολυετούς κρίσης έχει ως αποτέλεσμα 6 στους 10 μισθωτούς, συνταξιούχους και κατ’ επάγγελμα αγρότες να μην πληρώνουν καθόλου φόρο εισοδήματος. Μάλιστα οι παρατηρήσεις αυτές βρίσκουν σύμφωνα και μέλη του οικονομικού επιτελείου.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου