Η μελέτη της διαΝΕΟσις, η οποία χαρτογραφεί τις μεταβολές στα εισοδήματα και την απασχόληση στην Ελλάδα της κρίσης, αποδίδει τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος κυρίως στη σημαντική αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης.
Οπως εξηγεί, τα δεδομένα δείχνουν ότι το μέσο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών την περίοδο πριν από την κρίση (2003-2009) αυξήθηκε σε σταθερές τιμές κατά 14%, ενώ στη συνέχεια μειώθηκε κατά 42%. Μάλιστα η έρευνα κάνει λόγο για «τεράστια καθίζηση του βιοτικού επιπέδου», καθώς οι εισοδηματικές απώλειες της περιόδου της κρίσης ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις αυξήσεις της προηγούμενης περιόδου, με αποτέλεσμα το συνολικό ισοζύγιο να είναι αρνητικό: το 2014 το μέσο διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα ήταν 34% χαμηλότερο συγκριτικά με το 2003.
Ενα από τα συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι η πτώση του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος ήταν πολύ απότομη για τα νοικοκυριά που βαρύνονταν με στεγαστικό δάνειο σε ποσοστό που ανέρχεται στο 44%. Η αντίστοιχη μείωση για τα νοικοκυριά που διέμεναν σε ενοικιαζόμενη κατοικία ήταν μικρότερη (37%).
Σε ό,τι αφορά στις οικογένειες, οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες για οικογένειες με δύο παιδιά (37% την περίοδο 2003-2014) και μικρότερες για εκείνες με τρία ή περισσότερα παιδιά (29%).
Παράλληλα, η μελέτη επισημαίνει ότι λαμβάνοντας υπόψη την εισοδηματική κατανομή του 2012, οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι, ενώ οι πλούσιοι υπέστησαν τις μικρότερες απώλειες. Ενδεικτικά, η μέση μηνιαία απώλεια της φτωχότερης κατηγορίας του πληθυσμού υπήρξε διπλάσια της απώλειας της πλουσιότερης κατηγορίας (404 ευρώ έναντι 205 ευρώ), όταν η μέση απώλεια για το σύνολο του πληθυσμού ήταν στα 322 ευρώ τον μήνα.
ΑΣΕΠ: Οριστικά αποτελέσματα για 74 θέσεις κατηγορίας ΤΕ της προκήρυξης 6Κ/2024
Εργασιακά
Σε επίπεδο εργασιακής κινητικότητας, την περίοδο μεταξύ του β’ τριμήνου του 2008 και του αντίστοιχου τριμήνου του 2016 χάθηκαν 854.000 θέσεις εργασίας (μείωση αριθμού εργαζομένων κατά 23%). Ο κλάδος με τις μεγαλύτερες απώλειες εργατικού δυναμικού είναι αυτός της οικοδομής και των κατασκευών που έχασε το 63% των θέσεων εργασίας, ενώ ο κλάδος της βιομηχανίας, του ηλεκτρισμού και της ύδρευσης το 38%. Οσον αφορά στην ηλικία, ο αριθμός εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο στις μικρότερες ηλικίες (έως 29 ετών: -50%) παρά στις μεγαλύτερες (30-44 ετών: -23%, 45-64 ετών: -9%), ενώ μειώθηκε σημαντικά στις πολύ μεγάλες ηλικίες (άνω των 65 ετών: -30%).
Σχετικά με την εξέλιξη των αμοιβών των εργαζομένων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurostat, κατά την περίοδο 2008-2016 οι μέσες αμοιβές στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 21,8% ανά εργαζόμενο και κατά 16,1% ανά ώρα εργασίας (έναντι αύξησης 3,4% και 7,5% αντιστοίχως στο σύνολο της Ευρωζώνης). Οπως καταγράφει η διαΝΕΟσις, η μέση αμοιβή ενός εργαζομένου ηλικίας 25-29 ετών τον Δεκέμβριο 2017 ήταν 613 ευρώ τον μήνα, ενώ οκτώ χρόνια πριν ήταν 997 ευρώ (-38%).
Ολόκληρο το ρεπορτάζ στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]