Το κρασί είπε είναι ένα προϊόν στο οποίο η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Πρέπει, όμως, αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα να υποστηρίζεται και με τις κατάλληλες δημόσιες πολιτικές.
«Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο κρασί ήταν ένα τραγικό λάθος. Δεν απέδωσε τα αναμενόμενα έσοδα και πρόσθεσε σημαντική γραφειοκρατία, ειδικά για τους μικρούς οινοπαραγωγούς», τόνισε ο κ.Μητσοτάκης
Να θυμίσουμε ότι η κυβέρνηση με την επιβολή του φόρου 0,20 λεπτά το λίτρο στο κρασί χωρίς να είναι απαίτηση των δανειστών, αποσκοπούσε να μαζέψει περίπου 55 εκατ. ευρώ πλην όμως από την αρχή της εφαρμογής του μέτρου ελάχιστα είναι τα ποσά που κατάφερε να συγκεντρώσει καθώς μόνο το 15 % των παραγωγών είχαν φορολογική αποθήκη και μπορούσαν πρακτικά να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νόμου.
Επιπλέον τα τελωνεία ανά περιοχή αδυνατούν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις, με αποτέλεσμα είτε να μπλοκαριστούν οι εξαγωγές είτε να επιβληθεί ειδικός φόρος και στις ποσότητες κρασιού που εξήχθησαν σε αντίθεση με τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης. Οι οινοποιοί ζητούν αναστολή του μέτρου υποστηρίζοντας ότι η γενικότερη ζημιά στον δυναμικό αμπελοοινικό κλάδο είναι τεράστια και μοιάζει με τιμωρία γιατί αυτός ο τομέας παραγωγής στα τελευταία χρόνια σημειώνει μεγάλες επιτυχίες τόσο στην εσωτερική όσο και στις αγορές του εξωτερικού.
Προκειμένου να εφαρμοστεί το μέτρο της επιβολής και είσπραξης του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο κρασί τα οινοποιεία πρέπει να φτιάξουν φορολογικές αποθήκες, ώστε να πραγματοποιείται η διακίνηση του κρασιού έως τον τελικό καταναλωτή χωρίς ο καθένας από τους μεσάζοντες να χρειάζεται να προκαταβάλει τον φόρο.
Σε σύνολο 650 οινοποιών, αυτή τη στιγμή διαθέτουν φορολογικές αποθήκες περίπου 50-60 οινοποιεία, ενώ τα τελωνεία απαντώντας στα αιτήματα για δημιουργία φορολογικής αποθήκης διαμήνυσαν στους οινοποιούς ότι θα πρέπει να περιμένουν αρκετά έως πολύ. Ενδεικτικά, στις Σέρρες υπάρχουν 17 οινοποιεία και ένας υπάλληλος στο αρμόδιο τελωνείο που πρέπει να μεταβεί και να καταγράψει όλα τα εμπορεύματα.
Βεβαίως, οι παραγγελίες δεν μπορούν να περιμένουν. Ετσι, όσοι πούλησαν κρασί στην αρχή της εφαρμογής του μέτρου έπρεπε –με βάση τη διευκρινιστική εγκύκλιο που εξεδόθη για να δώσει λύση στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε– να προκαταβάλουν τον φόρο, πληρώνοντας σε κάποιες περιπτώσεις αρκετές χιλιάδες ευρώ.
Η απόφαση εφαρμογής ανέφερε, μάλιστα, ότι η καταβολή θα έπρεπε να γίνει άμεσα, ενώ οποιαδήποτε καθυστέρηση σημαίνει και επιβολή προστίμου. Η ιστορία κατά την οποία μικρός παραγωγός από τη Βόρεια Ελλάδα πούλησε δύο μπουκάλια κρασί και χρειάστηκε να διασχίσει 30 χιλιόμετρα για να αποδώσει 0,30 ευρώ φόρο στο αρμόδιο τελωνείο, μέσα σε μια εβδομάδα πήρε διαστάσεις οινικού μύθου.
Παράλληλα, όπως αναφέρει το protothema.gr σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, ενώ στις εξαγωγές δεν θα επιβάλλονταν ΕΦΚ, οι υπάλληλοι σε κάποια τελωνεία αποφάσισαν να είναι βασιλικότεροι του βασιλέως για να μη βρουν τον μπελά τους και επέβαλαν τον φόρο με την υπόσχεση να επιστραφεί το ποσό εφόσον αποδειχθεί ότι εισπράχθηκε παράνομα.
Πρόστιμο 314.389 ευρώ σε τρεις εταιρείες βρεφικών ειδών από την Επιτροπή Ανταγωνισμού
Να θυμίσουμε επίσης πως από την αρχή οι φορείς του αμπελοοινικού τομέα της χώρας θεωρούσαν ότι η επιβολή ΕΦΚ στο κρασί, θα επιφέρει ισχυρό πλήγμα τόσο στις εκατοντάδες χιλιάδες αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις, όσο και στις επιχειρήσεις οίνου συνεταριστικές και ιδιωτικές που τα τελευταία χρόνια κινούνται σε οριακά επίπεδα βιωσιμότητας και γι αυτό ζητούσαν επιτακτικά την απόσυρση της σχετικής διάταξης. Αποτέλεσμα των επιπτώσεων αυτών θα είναι κυρίως η εγκατάλειψη της αμπελοκαλλιέργειας, η οποία, για αρκετά χρόνια τώρα, εμφανίζει έντονους ρυθμούς μείωσης.
Σε επίπεδο κατανάλωσης, η επιβολή ΕΦΚ στο κρασί πλήττει κυρίως τα χαμηλής τιμής κατηγορίας προϊόντα, τα οποία προορίζονται για λαϊκή κατανάλωση που αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής οινοπαραγωγής, αφού η κατανάλωση τα τελευταία χρόνια έχει μετατοπισθεί στα φθηνά κρασιά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Οι ίδιοι φορείς αμφισβήτησαν από την αρχή την αποτελεσματικότητα του μέτρου καθώς:
• Ο δηλούμενος όγκος της ελληνικής οινοπαραγωγής είναι αμφισβητούμενος και ένα μεγάλο μέρος του, που αφορά την χωρική οινοποίηση, είναι δύσκολο να εντοπισθεί αφού για την πρακτική αυτή δεν υποβάλλονται δηλώσεις. Αλλά και απλά αν υπολογισθεί το δικαίωμα της αυτοκατανάλωσης, που καλύπτεται από το νόμο, για τις εκατοντάδες χιλιάδες αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις και αφαιρεθεί η ποσότητα αυτή από την επίσημα δηλούμενη, αφού, κατ’εκτίμηση, έχει περιληφθεί, προκύπτει ξεκάθαρα ο πολύ μεγάλος περιορισμός της φορολογητέας ύλης. Παράλληλα ένα τμήμα των οινοπαραγωγών που διακινεί προϊόντα από σταφύλια εκτός αμπελουργικών μητρώων (π.χ. από παράνομες φυτεύσεις αμπελιών), θα εκφύγει των διαδικασιών καταβολής του ΕΦΚ. Αποτέλεσμα των προαναφερθέντων είναι η, κατά την άποψή μας, είσπραξη κατά πολύ μικρότερων από τα προσδοκώμενα Δημόσια Έσοδα, αφού η φορολογητέα οινοπαραγωγή δεν ξεπερνά τα 1.200.000 HL ετησίως, η οποία μάλιστα δεν αφορά καθαρό όγκο αφού η ποσότητα αυτή είναι σύλλασπη.
• Μέχρι σήμερα, παρά την περί του αντιθέτου πρόθεση των φορέων του ελληνικού κρασιού, δεν υπάρχει απογεγραμμένος αριθμός επιχειρήσεων (Μητρώα), οι οποίες ασχολούνται με οινοποιητικές δραστηριότητες, γεγονός που δυσχεραίνει τον εντοπισμό φορολογητέων ποσοτήτων, και εντείνει τον αθέμιτο ανταγωνισμό και την παραοικονομία εντός του αμπελοοινικού κλάδου.
Ταυτόχρονα η εξαίρεση εφαρμογής των διατάξεων περί φορολογικής αποθήκης, την οποία επιτρέπει το εθνικό δίκαιο για τους οινοπαραγωγούς με ετήσια παραγωγή κάτω των 1000 εκατόλιτρων (ήδη από το άρθρο 18 του Ν. 2127/1993) και την οποία επιτρέπει (ως δυνατότητα μόνο, η Οδηγία (ΕΚ) 2008/118, άρθρο 40) θα επιτείνει τις στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και θα διευκολύνει τυχόν φαινόμενα φοροδιαφυγής. Ειδικότερα η ένταξη των οινοποιείων στις προβλεπόμενες διατάξεις διαδικασιών σύστασης φορλογικής αποθήκης και λήψης άδειας εγκεκριμένου αποθηκευτή, είναι δύσκολο να εφαρμοσθούν στο χώρο της οινοποιίας . Επιπλέον το πρόσθετο μηνιαίο διαχειριστικό κόστος για την παρακολούθηση των φορολογικών αποθηκών για τα περισσότερα οινοποιεία είναι δυσβάστακτο και θα εντείνει το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται σήμερα, αφού σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις δαπάνες μισθοδοσίας.
• Η κατάθεση εγγυήσεων για τη σύσταση Φορολογικής Αποθήκης, ανεξαρτήτως του μεγέθους του οινοποιείου δημιουργει πρόσθετες ανάγκες χρηματοδότησης, γεγονός το οποίο σήμερα είναι ανέφικτο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Πρέπει να τεθούν ιδιαίτερα χαμηλά όρια εγγυοδοσίας για την δημιουργία φορολογικής αποθήκης. Υπενθυμίζουμε σχετικά ότι π.χ. στην Γαλλία, σύμφωνα με το διάταγμα υπ’ αριθμ. 2013-887, της 2ας Οκτωβρίου 2013, άρθρο 1, για καταβολή (κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος) ΕΦΚ από κρασί μέχρι 20.000 ευρώ, η σχετική εγγύηση είναι μηδενική. Αν λάβουμε υπόψη μας το ύψος του συντελεστή του ΕΦΚ, που είναι 3,75 €/HL, το όριο των 20.000 ευρώ στην περίπτωση της Γαλλίας αντιστοιχεί σε παραγωγή μεγαλύτερη των 5.000 HLενώ εξαιρετικά χαμηλή παραμένει και η σχετική εγγύηση και για καταβολή ετησίως ΕΦΚ μεγαλύτερου των 20.000€ ποσού.
• Η επιβολή ΕΦΚ με βάση την έξοδο από τη φορολογική αποθήκη, προϊόντων τα οποία τελούν σε καθεστώς αναστολής καταβολής του ΕΦΚ εντός της φορολογικής αποθήκης, προϋποθέτει την ογκομέτρηση εκατοντάδων χιλιάδων τόνων δεξαμενών σε χίλια περίπου οινοποιεία από ειδικές επιτροπές με συγκεκριμένη διαδικασία. Η καταμέτρηση του όγκου των δεξαμενών είναι απαραίτητη προκειμένου να μην απαιτηθεί καταβολή ΕΦΚ η οποία θα οφείλεται σε διαφορές που θα προκύψουν από τον κατά δήλωση όγκο των δεξαμενών είτε από τον οινοποιό, είτε από τον κατασκευαστή. Μια τέτοια διαδικασία ογκομετρήσεων απαιτεί χρονικό διάστημα πέραν του έτους και τεράστιο διοικητικό κόστος για το ελληνικό δημόσιο
• Η σημαντικότερη και μοναδική καταγραφή του όγκου παραγωγής κάθε οινοποιείου που γίνεται με τη δήλωση παραγωγής προς τις κατά τόπους ΔΑΟΚ, είναι σύλλασπη και δεν αφορά καθαρό προϊόν προς φορολόγηση
Για τον οίνο ως τελικό προϊόν η έννοια της εισόδου στην φορολογική αποθήκη είναι χρονικά μεταβλητή ανά οινοποιείο και εξαρτάται από τις επενδύσεις κάθε οινοποιείου, την ποικιλία και τον χρόνο του τρύγου της κάθε ποικιλίας, ως και τις συγκεκριμένες την κάθε φορά συνθήκες. Εξ άλλου το τελικό προϊόν «οίνος» δεν παράγεται στο σύνολό του και στο κάθε οινοποιείο σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το καθιερωμένο είναι να ολοκληρώνεται τμηματικά η παραγωγή και ταυτόχρονα να γίνονται τμηματικά και οι πωλήσεις.
• Ο όγκος του αποθηκευμένου προϊόντος είναι ευμετάβλητος καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και εξαρτάται από τις οινολογικές εργασίες και τις ιδιαίτερες συνθήκες αποθήκευσης (π.χ. παλαίωση σε βαρέλια), με αποτέλεσμα η έννοια του «τελικού προϊόντος» να είναι ελαστική.
• Ως προς τα αποθέματα έναρξης, είναι πρακτικώς αδύνατο να ογκομετρηθούν οι δεξαμενές πριν την έναρξη ισχύος του Ε.Φ.Κ. καθώς:
− οι δεξαμενές είναι ήδη γεμάτες (και μάλιστα η φορολογητέα ύλη είναι σε αυτή την περίπτωση σύλλασπη)
− η ογκομέτρηση θα πρέπει να γίνει με βάση μεθόδους οι οποίες δεν έχουν ακόμα καθοριστεί καθώς αναμένεται η έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης η οποία θα καθορίζει τις μεθόδους ογκομέτρησης.
− η ογκομέτρηση σε κάθε περίπτωση είναι διαδικασία πολυδάπανη, απαιτεί συχνά έργα προπαρασκευής (π.χ. κατασκευή πασσαρελών) και αφορά σε πλήθος περιεκτών (δεξαμενές, βαρέλια).
Συνεπώς, η βέβαιη καταγραφή των αποθεμάτων είναι αδύνατη, τυχόν δε καταγραφή των αποθεμάτων με βάση δήλωση του οινοπαραγωγού για την ακρίβεια της οποίας θα είναι υπεύθυνος θα ήταν άδικη.
• Οι φύρες ανά κατηγορία προϊόντος εξαρτώνται και από την κατηγοριοποίηση των προϊόντων στην αγορά και τις ιδιαίτερες πρακτικές κάθε οινοποιού (π.χ. προϊόντα premium).
• Οι πρακτικές οινοποίησης – εμφιάλωσης facon θα απαιτήσουν τη σύσταση φορολογικής αποθήκης σε όλα τα στάδια τελειοποίησης του προϊόντος όπως π. χ. τα εμφιαλωτήρια τα οποία δεν βρίσκονται σε οινοποιεία
• Είναι ιδιαίτερα επαχθές να επιβληθεί η τήρηση βιβλίων διαχείρισης της φορολογικής αποθήκης στο βαθμό που οι όποιοι απαιτούμενοι έλεγχοι μπορούν να πραγματοποιούνται από τα υπάρχοντα βιβλία του οινοποιείου. Προκειμένου να αποφευχθούν οι περιττές και βαρείς γραφειοκρατικές διαδικασίες, τα όποια νέα βιβλία και παραστατικά απαιτεί ο φορολογικός έλεγχος θα πρέπει να περιορίζονται σε ό,τι δεν δύναται να ελεγχθεί από τα υπάρχοντα στοιχεία.
• Θα υπάρξει τεράστιο οικονομικό θέμα που θα προέρχεται από την επί πλέον ανάγκη για ταμειακή ρευστότητα της κάθε επιχείρησης η οποία θα τιμολογεί τον φόρο ανά μήνα και θα τον αποδίδει στις 20 του επομένου μηνός, αλλά θα τον εισπράττει από τους πελάτες της και από την αγορά μετά από 3 -4 μήνες. Αυτό θα δημιουργήσει μια τεράστια χρηματοδοτική ανάγκη σε κεφάλαιο κίνησης για κάθε επιχείρηση, όταν ο τραπεζικός δανεισμός σήμερα είναι σχεδόν αδύνατος. Ένα μεσαίο οινοποιείο δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες ταμειακής ρευστότητας, αλλά και οι πιο μεγάλες εταιρείες του κλάδου δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν και να προσαρμοστούν. Ο κλάδος έχει Δείκτη Ρευστότητας: 0,15 και σχέση Ξένων προς Ίδια Κεφάλαια: 2,78 (αυτοί οι δείκτες καταδεικνύουν το πρόβλημα ). Για να μην θεωρηθεί δε ότι είναι μικρή η επιβάρυνση σημειώνουμε ότι τα 0,20 € το λίτρο οίνου ΕΦΚ προσεγγίζει, και σε μερικές περιπτώσεις καλύπτει, την αξία ενός κιλού οινοποιήσιμων σταφυλιών για πολλές αμπελουργικές περιοχές της χώρας.