Κατ’ αρχάς, υπάρχει η εκκρεμότητα της υποδόσης των 800 εκατ. ευρώ, η οποία κανονικά θα πρέπει να δοθεί στην Ελλάδα στις αρχές του φθινοπώρου για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Πρόκειται για ένα ποσό που χρειάζεται όσο ποτέ η πραγματική οικονομία.
Είναι βέβαιο ότι οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης, πέραν των όρων που έχουν συμφωνηθεί για την εκταμίευση, θα θέσουν τώρα και το θέμα της καταδίκης του πρώην επικεφαλής της ΕΛ.ΣΤΑΤ., Ανδρέα Γεωργίου, συνδέοντας κατά πάσα πιθανότητα την εκταμίευση με το κλείσιμο της υπόθεσης. Η καταδίκη έχει προκαλέσει έντονη δυσφορία στις Βρυξέλλες, γιατί τη συνδέουν με την ανεξαρτησία των στατιστικών αρχών, ενώ είχε δοθεί διαβεβαίωση από την κυβέρνηση πως το θέμα επρόκειτο να επιλυθεί άμεσα, κάτι που δεν έγινε. Συνεπώς, αυτό είναι ένα επιπλέον «αγκάθι».
Από εκεί και πέρα, στις 24 Σεπτεμβρίου θα διεξαχθούν οι γερμανικές εκλογές, όπου ναι μεν η Ανγκελα Μέρκελ (Χριστιανοδημοκράτες-Χριστιανοκοινωνιστές) πάει για άνετη νίκη, ωστόσο το ζητούμενο είναι με ποιο τρίτο κόμμα, τους Σοσιαλδημοκράτες ή τους Φιλελεύθερους, θα φτιάξει την επόμενη κυβέρνηση συνασπισμού. Η ίδια προτιμάει μακράν τους Φιλελεύθερους, λόγω ιδεολογίας, αλλά και επειδή είναι μικρό κόμμα και μπορεί να το ελέγχει καλύτερα. Ολα δείχνουν ότι πάμε για αυτό το σενάριο, που σίγουρα δεν είναι το καλύτερο για τη χώρα μας.
Οι Γερμανοί Φιλελεύθεροι μας δημιούργησαν τεράστιο πρόβλημα την τελευταία φορά που ήταν στην κυβέρνηση, πάλι με καγκελάριο την κ. Μέρκελ, το 2010, γιατί γενικά είναι κατά των διασώσεων χωρών στην ευρωζώνη και, κυρίως, της Ελλάδας, την οποία εξακολουθούν να θεωρούν χαμένη υπόθεση.
Το θέμα είναι εξαιρετικά κρίσιμο, γιατί η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα διαχειριστεί την περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η κ. Μέρκελ υλοποιήσει τις υποσχέσεις που έδωσε για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης ή θα επικαλεστεί την αρνητική στάση των Φιλελεύθερων, προκειμένου να αποφύγει μια προχωρημένη απόφαση για τη χώρα μας.
Είναι προφανές ότι, εάν μετά τις γερμανικές εκλογές αντιμετωπιστεί θετικά το θέμα του χρέους, τότε τα πράγματα απλουστεύονται, γιατί και το ΔΝΤ θα μπει στο πρόγραμμα και η Ελλάδα θα ενταχθεί στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ. Ολα αυτά θα δημιουργούσαν μια δυναμική που θα διευκόλυνε την έξοδο στις αγορές με σταδιακή αποκλιμάκωση του επιτοκίου. Ωστόσο, απέχουμε ακόμη πολύ από αυτό το καλό σενάριο.
Τον Οκτώβριο θα υπάρξει άλλη μία εξέλιξη που σίγουρα θα μας επηρεάσει. Πρόκειται για τις αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με τον καθορισμό της νομισματικής πολιτικής. Ειδικότερα, θα αποφασίσει εάν θα επεκτείνει, μέχρι πότε και σε ποιο μέγεθος το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης, το οποίο ολοκληρώνεται στο τέλος του έτους. Το γεγονός ότι ο πληθωρισμός παραμένει προς το παρόν χαμηλά (1,3%) στερεί επιχειρήματα σε όσους πιέζουν τον Μάριο Ντράγκι να σφίξει τη νομισματική πολιτική μην ανανεώνοντας το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης και αυξάνοντας το επιτόκιο, που σημαίνει ότι μάλλον θα παραταθεί και το 2018, πιθανότατα με μειωμένες μηνιαίες αγορές κρατικών και εταιρικών ομολόγων (σήμερα ανέρχονται σε 60 δισ. ευρώ/μήνα). Μια παράταση του προγράμματος θα διατηρήσει τις ελληνικές ελπίδες για ένταξη στο πρόγραμμα τους επόμενους μήνες.
Το φθινόπωρο, πιθανότατα μέσα στον Οκτώβριο, αναμένεται να ξεκινήσει και η τρίτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, η οποία δεν έχει δημοσιονομικά μέτρα, όπως είχε η δεύτερη (περικοπές συντάξεων και αφορολογήτου). Ωστόσο, έχει πολλά προαπαιτούμενα που πρέπει να υλοποιηθούν, όπως η απελευθέρωση επαγγελμάτων και αγορών, η τροποποίηση της εργατικής νομοθεσίας σχετικά με τις απεργίες, η αλλαγή των κριτηρίων χορήγησης κοινωνικών επιδομάτων και φυσικά θα γίνει έλεγχος της υλοποίησης της συμφωνίας της δεύτερης αξιολόγησης.
Οποιαδήποτε καθυστέρηση, από την πλευρά της κυβέρνησης, είναι απαγορευτική, γιατί θα χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα από κάποιους εταίρους να μη λάβουν αποφάσεις για το χρέος, φέρνοντας πίσω όλο το αφήγημα και φυσικά τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πρόσφατες δηλώσεις του ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, υποστήριξε ότι αυτή τη φορά δεν πρέπει να υπάρξει καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Μέχρι τα μέσα στου φθινοπώρου η κυβέρνηση θα πρέπει να έχει ετοιμάσει και να έχει υποβάλει στη Βουλή και στους θεσμούς το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2018, όπου τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Κι αυτό γιατί το πρωτογενές πλεόνασμα από το 1,75% του ΑΕΠ φέτος του χρόνου θα πρέπει να ανέλθει στο 3,5% του ΑΕΠ, αυξάνοντας και τις δυσκολίες κατάρτισης αλλά και υλοποίησής του.
Αγωνία για τους διαδόχους σε Eurogroup και EWG
Μέσα σε όλα τα παραπάνω υπάρχει και το θέμα της εξεύρεσης διαδόχου για τη θέση του προέδρου του Εurogroup, δεδομένου ότι η θητεία του Γερούν Ντάισελμπλουμ ολοκληρώνεται το αργότερο τον Ιανουάριο του 2018. Ταυτόχρονα συνταξιοδοτείται και φεύγει και ο πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας (EWG) του Eurogroup, Τόμας Βίζερ.
Οι επιπτώσεις της αποχώρησης των δύο κορυφαίων αξιωματούχων της ευρωζώνης σε σχέση με το ελληνικό πρόγραμμα δεν μπορούν να αξιολογηθούν όσο δεν είναι γνωστοί οι αντικαταστάτες. Σίγουρα ο Ντάισελμπλουμ και ο Βίζερ δεν μας έκαναν δώρα ούτε οι αντικαταστάτες τους θα μας κάνουν, ωστόσο η έλευση νέων προσώπων δημιουργεί πάντα μια αβεβαιότητα και σχετική ανησυχία.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής