Σχετικά με το Eurogroup της 15ης Ιουνίου, η Goldman Sachs επισημαίνει ότι η συμφωνία ανάμεσα στο ΔΝΤ, τους υπουργούς της ευρωζώνης και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς έδωσε το πράσινο φως για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την εκταμίευση των περαιτέρω κονδυλίων του προγράμματος. Ωστόσο, δεν ρύθμισε το θέμα του χρέους.
«Έπειτα από μήνες συζητήσεων μεταξύ των μερών σχετικά με τη φύση των μέτρων για το χρέος που θα εισαχθούν με την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής στα μέσα του 2018, οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε μετάθεση και όχι σε λύση» αναφέρεται στην ανάλυση.
Επιπλέον, η επενδυτική τράπεζα τονίζει ότι το Eurogroup διατήρησε τους μεσοπρόθεσμους στόχους δημοσιονομικής ισορροπίας στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και στo 2% στη συνέχεια, παρά το γεγονός ότι το ΔΝΤ εκφράζει την αντίθεσή του σε αυτούς τους στόχους, θεωρώντας τους μη ρεαλιστικούς και καταπιεστικούς και αρνείται να παρέχει χρηματοδότηση για το τρέχον πρόγραμμα μέχρι να γίνουν πιο συγκεκριμένα τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
«Η συμφωνία καθιστά την άνοιξη του 2018 ως την επόμενη σημαντική πράξη στο δράμα του ελληνικού χρέους. Τα μέρη θα διαπραγματευθούν τα ειδικά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που θα χορηγηθούν στην Ελλάδα, ενδεχομένως παράλληλα με ένα τέταρτο πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής και συνοδευτικά μέτρα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» σημειώνει η Goldman Sachs.
Την ίδια στιγμή, υποστηρίζει ότι οι εξελίξεις γύρω από το χρέος καθιστούν λιγότερο πιθανό το περιθώριο ένταξης της Ελλάδας στον QE της ΕΚΤ.
«Δεδομένου ότι αναμένουμε από την ΕΚΤ να ξεκινήσει μια μακρόχρονη συρρίκνωση του QE τον Ιανουάριο του 2018 και ότι η σαφήνεια σχετικά με την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα εμφανιστεί μόλις στα μέσα του 2018, φαίνεται απίθανο ότι η Ελλάδα θα εισέλθει σύντομα στο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων και ίσως όχι πριν από τη μείωση των αγορών ενεργητικού καθιστώντας περιττό το ζήτημα της ελληνικής συμμετοχής στο QE» καταλήγει η τράπεζα.