Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν στην προχθεσινοβραδινή συνεδρίαση ο πρόεδρος του Εurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί και ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρούνο Λεμέρ απέτυχαν να βρουν ένα «κοινό τόπο» μεταξύ του ΔΝΤ και του Βερολίνου στον καθορισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2022 και στα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Πάντως, στη βελγική πρωτεύουσα διάχυτη ήταν χθες η προσπάθεια να πέσουν οι τόνοι και να εστιαστούν οι προσπάθειες στην καλύτερη προετοιμασία της επόμενης συνεδρίασης του Εurogroup, όπου θα πρέπει πάση θυσία να βρεθεί λύση.
Ο κίνδυνος για τη χώρα μας είναι να επιτευχθεί μια συμφωνία για την εκταμίευση της δόσης και να παραπεμφθεί στις καλένδες το ζήτημα του χρέους, κάτι που θα ήταν καταστροφικό για την οικονομία.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αρνητικός πρωταγωνιστής της προχθεσινής συνεδρίασης, έριξε και αυτός τους τόνους χθες δηλώνοντας ότι είναι πεπεισμένος πως στις 15 Ιουνίου θα υπάρξει συνολική απόφαση.
Πάντως, όσο κι αν ο κ. Σόιμπλε προσπάθησε να αποποιηθεί των ευθυνών του, είναι προφανές ότι ο ίδιος «τορπίλισε» τη συμφωνία, όπως και το γεγονός ότι οι Γερμανοί δεν είχαν πολλούς συμμάχους μεταξύ των χωρών-μελών και απέναντί τους όλους τους αξιωματούχους της ευρωζώνης.
Από την άλλη, φάνηκε καθαρά ότι το ΔΝΤ δεν πρόκειται να κάνει πίσω στο ζήτημα του χρέους και βρίσκεται από θέση ισχύος, καθώς, εάν δεν υπάρξουν υποχωρήσεις από το Βερολίνο, δεν θα μπει στο πρόγραμμα. Και χωρίς τη «σφραγίδα» του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους, μέσω της συμμετοχής του στο πρόγραμμα, η Ελλάδα δεν πρόκειται να βγει στις αγορές, οπότε το τέταρτο πρόγραμμα θα καταστεί μονόδρομος.
Συνεπώς και για να παραμείνει ζωντανό το αφήγημα της κυβέρνησης για ελάφρυνση χρέους, ποσοτική χαλάρωση, έξοδο στις αγορές, πρέπει να βρεθεί λύση μέσα στις επόμενες τρεις βδομάδες.
Σχετικά με την ουσία της συνεδρίασης, οι διαφωνίες ξεκίνησαν με τα πλεονάσματα και ολοκληρώθηκαν με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Ειδικότερα, μέχρι το 2022 όλοι συμφώνησαν ότι τα πλεονάσματα πρέπει να κινούνται στο 3,5% του ΑΕΠ ετησίως. Οι διαφωνίες έχουν να κάνουν με την περίοδο από το 2023 μέχρι το 2060, όπου η απόσταση που χωρίζει τη Γερμανία από το ΔΝΤ είναι πολύ μεγάλη. Το Βερολίνο ξεκίνησε από την απαίτηση για πλεονάσματα 2,6% του ΑΕΠ και έπειτα από συμβιβαστικές προτάσεις υποχώρησαν στο 2,2%, ενώ ο κ. Ντάισελμπλουμ πρότεινε 2%, ωστόσο, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ στη συνεδρίαση Πολ Τόμσεν δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί μεγαλύτερο πλεόνασμα του 1,5% του ΑΕΠ.
Αν υπολογιστεί σε βάθος χρόνου σε ποσοστό του ΑΕΠ επί του χρέους, η απόκλιση μεταξύ των δύο θέσεων είναι τεράστια, ενώ όσο πιο μεγάλο είναι το πλεόνασμα τόσο μικρότερη παρέμβαση θα χρειαστεί για την ελάφρυνση του χρέους. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι η βιωσιμότητα του χρέους πρέπει να βασιστεί σε ρεαλιστικό σενάριο και ότι πλεονάσματα 2,5% του ΑΕΠ για 40 χρόνια δεν είναι εφικτός στόχος. Για παράδειγμα, με πλεόνασμα 2,6% του ΑΕΠ που ζητούσαν οι Γερμανοί το χρέος γίνεται βιώσιμο μόνο του χωρίς παρέμβαση μέχρι το 2060.
Η δεύτερη διαφωνία αφορά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, όπου στην απόφαση του Εurogroup, τον Μάιο του 2016 γίνονταν μια απλή αναφορά στις δυνατότητες παρέμβασης: επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων του ΕΤΧΣ (131,9 δισ. ευρώ στο πλαίσιο της δεύτερης διάσωσης), μεγαλύτερη περίοδος χάριτος, επιστροφή κερδών ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα που διαθέτουν, δυνατότητα πρόωρης αποπληρωμής δανείων του ΔΝΤ και παρεμβάσεις στα επιτόκια δανεισμού.
Ο κ. Τόμσεν ζήτησε να ποσοτικοποιηθούν τα μέτρα και ειδικότερα οι Ευρωπαίοι να αποδεχθούν από τώρα 20 χρόνια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και να προβλέψουν πρόσθετη περίοδο χάριτος. Στις διάφορες προτάσεις που κατατέθηκαν χθες οι Ευρωπαίοι έφτασαν μέχρι τα 15 χρόνια επιμήκυνση, ενώ δεν υπήρξε αριθμητική αναφορά στην περίοδο χάριτος. Για τις επιστροφές των κερδών όλες οι πλευρές συμφωνούν, όπως συμφώνησαν επίσης ότι το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους δεν πρέπει να ξεπερνάει το 15% του ΑΕΠ.
Πάντως, ο κ. Τόμσεν σε δηλώσεις προς τους δημοσιογράφους κατέστησε σαφές ότι το ΔΝΤ για να συμμετάσχει χρειάζεται αξιόπιστο πακέτο ελάφρυνσής του, ενώ αναγνώρισε ότι χθες έγινε πρόοδος, αλλά δεν υπάρχει συμφωνία. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, χρειάζεται συγκεκριμενοποίηση της συμφωνίας του Eurogroup του 2016, ώστε ο διεθνής οργανισμός να γνωρίζει τι θα ακολουθήσει με τη λήξη του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018.
Στον αέρα και το QE
Εκτός από την υποχρέωση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% από το 2018-2022 (η οποία δεν αναμένεται να αλλάξει και στην τελική απόφαση, που μεταφέρεται χρονικά για το Eurogroup της 15ης Ιουνίου) η Ελλάδα έχασε -οριστικά- και το πρώτο εξάμηνο του χρόνου για την πραγματική οικονομία.
Η καθυστέρηση αρχικά της κυβέρνησης να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση χωρίς κανένα όφελος σε μέτρα και γενικότερες δεσμεύσεις η οποία ακολουθείται πλέον από την καθυστέρηση των δανειστών για το θέμα του χρέους αυξάνει την ζημιά στο ρυθμό ανάπτυξης για το σύνολο του έτους. Ηδη, εδώ και ένα μήνα η επίσημη πρόβλεψη έχει ήδη αναθεωρηθεί κατά 1% του ΑΕΠ από το 2,8% του ΑΕΠ που του ΔΝΤ τον περασμένο Οκτώβριο (2,7% του ΑΕΠ προέβλεπε η Commission) στο 1,8% του ΑΕΠ στο ΜΠΔΣ 2018-2022 που κατατέθηκε μαζί με το πολυνομοσχέδιο για τη δεύτερη αξιολόγηση, που είναι σαφές ότι είχε και την έγκριση των δανειστών.
Επί της ουσίας, η αναβολή της λύσης καθυστερεί και την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμών οφειλών του Δημοσίου σε επιστροφές φόρων προς τις επιχειρήσεις, εξόφληση προμηθευτών και φυσικά καθυστερήσεις στην απονομή συντάξεων σε εκατοντάδες χιλιάδες δικαιούχους. Τούτο την στιγμή που όλοι οι παραπάνω κλάδοι αντιμετωπίζουν και φέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια εξαιρετικά υψηλές φορολογικές υποχρεώσεις λόγω των αλλαγών της φορολογίας φυσικών και νομικών προσώπων που ψηφίστηκαν ένα χρόνο πριν.
Ενα άλλο ανησυχητικό σημάδι που οφείλεται και στην καθυστέρηση της υιοθέτησης του εξωδικαστικού μηχανισμού αλλά και της γενικότερης αβεβαιότητας είναι η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που πιέζει ακόμη περισσότερο τη διαθέσιμη ρευστότητα των μεγάλων εμπορικών τραπεζών που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη της οικονομίας.
Ενας ακόμη παράγοντας που κλείνει το δρόμο στην επαναφορά της οικονομίας στην κανονικότητα είναι η καθυστέρηση της ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Στελέχη της Κεντρικής Τράπεζας του ευρώ αλλά και εγχώριοι τραπεζικοί παράγοντες ξεκαθαρίζουν σε κάθε ευκαιρία ότι η πρόθεση για την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς κρατικών και εταιρικών ομολόγων υπάρχει, αλλά θα υλοποιηθεί υπό προϋποθέσεις.
Πιο συγκεκριμένα, η ΕΚΤ χρειάζεται να κάνει τη δική της έκθεση βιωσιμότητας του χρέους με βάση συγκεκριμένα μέτρα που θα έχουν ποσοτικοποιηθεί και θα έχουν τοποθετηθεί χρονικά.
Αν η λύση, όπως διαφαίνεται, θα οριστικοποιηθεί μετά τις γερμανικές εκλογές, όπως πιέζει να γίνει η σημερινή κυβέρνηση της Γερμανίας, τότε ακόμη και αν τον Οκτώβριο συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την ένταξη της Ελλάδας στο QE, το πρόγραμμα μπορεί να έχει διακοπεί. Τούτο διότι το πρόγραμμα έχει ως βασικό στόχο την αντιμετώπιση του αποπληθωρισμού που είχαμε στην Ευρώπη τα προηγούμενα χρόνια και η πρόβλεψη των εαρινών εκτιμήσεων της Commission θέλει τον ετήσιο πληθωρισμό της ευρωζώνης στο 1,8% για το 2017.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου