Μετά την υιοθέτηση των προαπαιτούμενων από τους βουλευτές της συμπολίτευσης, το ελληνικό πρόγραμμα ετοιμάζεται να περάσει στην επόμενη φάση, χωρίς ωστόσο να βελτιώνεται η ορατότητα σχετικά με το μέλλον της χώρας.
Οι τεχνοκράτες της ευρωζώνης (EWG) έχουν ξεκινήσει από την Παρασκευή τον έλεγχο των προαπαιτούμενων που ψηφίστηκαν στη Βουλή, προκειμένου να ετοιμάσουν αύριο το απόγευμα, που θα ξεκινήσει η συνεδρίαση του Εurogrpoup, την εισήγηση για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Οι υπουργοί θα επιχειρήσουν, με βάσιμες ελπίδες κατάληξης, να πετύχουν μια συνολική απόφαση για την Ελλάδα, η οποία θα περιλαμβάνει: την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, τον καθορισμό της διάρκειας, κατά την οποία η χώρα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ και μια συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους μετά τη λήξη του προγράμματος.
Από την εξέλιξη της συζήτησης στα παραπάνω θέματα εξαρτάται και η εκταμίευση της επόμενης δόσης, η οποία θα ανέρχεται σε τουλάχιστον 7 δισ. ευρώ. Λογικά η δόση θα έπρεπε να συνδέεται μόνο με την αξιολόγηση, όπως έγινε όλες τις προηγούμενες φορές, ωστόσο το γερμανικό Κοινοβούλιο έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να εγκρίνει εκταμίευση χρημάτων προς την Ελλάδα εάν δεν συμμετάσχει στο πρόγραμμα το ΔΝΤ.
Αυτός είναι και ένα βασικός λόγος που αυξάνει τις πιθανότητες επίτευξης συνολικής συμφωνίας στην αυριανή συνεδρίαση, γιατί η παραπομπή της λήψης απόφασης για το χρέος στο ακριβώς επόμενο Εurogroup, στις 15 Ιουνίου, θα δυσκολέψει σε μεγάλο βαθμό την έγκαιρη εκταμίευση της δόσης στις αρχές Ιουλίου, προκειμένου η Ελλάδα να εξυπηρετήσει δανειακές ανάγκες.
Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι εάν καθυστερήσει η απόφαση. Ούτως ή άλλως χωρίς συμφωνία για το χρέος το ΔΝΤ δεν μπαίνει στο πρόγραμμα.
Παπαθανάσης: 187 επενδυτικά σχέδια για τη δημιουργία 989 νέων θέσεων εργασίας
Συνεπώς, τη Δευτέρα οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης θα πρέπει να συμφωνήσουν στο θέμα των πλεονασμάτων. Οι πληροφορίες κάνουν λόγο για περίοδο τεσσάρων ετών, δηλαδή μέχρι το τέλος του 2022. Με βάση τη συμφωνία στο πλαίσιο της αξιολόγησης η Ελλάδα θα περικόψει τις συντάξεις κατά 1,8 δισ. ευρώ το 2019 και θα μειώσει το αφορολόγητο κατά 1,8 δισ. ευρώ το 2020.
Για να λειτουργήσουν τα αντίμετρα που προβλέπει η συμφωνία θα πρέπει να υπάρξει υπερκάλυψη της υποχρέωσης για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ετησίως, ώστε να διατεθεί το προϊόν της υπεραπόδοσης: 1) προς ενίσχυση των ασθενέστερων, 2) σε δράσεις για την απασχόληση, 3) στην ανάπτυξη. Σε καμία περίπτωση δεν είναι δεδομένο ότι θα υπάρξει υπεραπόδοση των εσόδων, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι πολίτες θα στερηθούν 3,6 δισ. ευρώ ετησίως για πάντα, αφού οι περικοπές των συντάξεων και η μείωση του αφορολόγητου ορίου δεν θα επανέλθουν.
Από εκεί και πέρα, η συνεδρίαση θα αφιερωθεί στο ζήτημα του χρέους παρουσία και του ΔΝΤ, η πολιτική ηγεσία του οποίου θα πρέπει να δεσμευθεί πως θα εισηγηθεί στο διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου τη συμμετοχή στο πρόγραμμα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επίτευξη συμφωνίας αύριο.
ΓΙΑ ΧΡΕΟΣ: Συζήτηση σήμερα για ανάσες μετά το 2018
Στο ζήτημα που χρέους, που είναι και το ζητούμενο της συνεδρίασης, οι Ευρωπαίοι έχουν καταλήξει μεταξύ τους να βασιστούν στον οδικό χάρτη που υιοθετήθηκε από το Εurogroup τον Μάιο του 2016 και προβλέπει βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις. Οι βραχυπρόθεσμες, που έχουν μικρή επίδραση στην ελάφρυνση του χρέους, υλοποιούνται ήδη από τις αρχές του έτους. Αύριο θα συζητηθούν με το ΔΝΤ οι μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις, ενώ και απόφαση να ληφθεί δεν πρόκειται να εφαρμοστεί πριν από τη λήξη του Μνημονίου (καλοκαίρι 2018).
Ο οδικός χάρτης του 2016, χωρίς να αναφέρεται σε λεπτομέρειες, προσδιόριζε τις παρεμβάσεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα ως εξής: 1) την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων του ΕΤΧΣ, καθώς και τη μείωση ή την αναβολή της καταβολής των τόκων, χωρίς πρόσθετο κόστος για το Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, 2) την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ, τα οποία έχουν επιτόκιο περίπου 3 μονάδες ψηλότερο από αυτό του ΕΤΧΣ και του ΕΜΣ, 3) τη χρήση των κερδών που έχουν η ΕΚΤ και κεντρικές τράπεζες χωρών της ευρωζώνης, από τα ομόλογα που αγόρασαν το 2010 σε χαμηλές τιμές. Στόχος των μέτρων αυτών είναι το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους να μην ξεπερνάει το 15% του ετήσιου ΑΕΠ.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται, προφανώς για να δικαιολογήσει την αποδοχή των μέτρων, ότι θα επιλυθεί το ζήτημα του χρέους. Ωστόσο, ακόμη κι αν το ΔΝΤ ζητήσει αύριο και πάρει περισσότερες διευκρινίσεις και δεσμεύσεις από τους Ευρωπαίους για την ελάφρυνση του χρέους, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα υλοποιηθούν τα μέτρα στο τέλος του προγράμματος. Κι αυτό γιατί θα χρειαστεί νέα ομόφωνη απόφαση των κρατών-μελών και κανένας δεν είναι σε θέση σήμερα να προβλέψει ποια θα είναι η πολιτική κατάσταση στην ευρωζώνη το καλοκαίρι του 2018. Συνεπώς, η κυβέρνηση δεν παίρνει κάτι περισσότερο από αυτό που έχει αποφασιστεί ήδη από το 2016 μέσω του οδικού χάρτη.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής