Ο Παύλος Αλεξιάδης εντάχθηκε τον περασμένο Αύγουστο, ως ειδικευόμενος γιατρός, στην ορθοπαιδική κλινική του «Ιπποκράτειου» νοσοκομείου Θεσσαλονίκης. Λίγες εβδομάδες αργότερα και στο πλαίσιο της ανακατανομής του προσωπικού προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πανδημία, πήγε στον Β’ άξονα του τμήματος που περιθάλπει ασθενείς με κορονοϊό. Κόλλησε τον ιό, τον μετέφερε στον πατέρα του (επίσης ορθοπαιδικό), ανάρρωσαν και οι δύο σπίτι και επέστρεψε και πάλι στο καθήκον του στο νοσοκομείο.
«Δεν είμαστε από πέτρα και κάπου λυγίζουμε…
Τα συναισθήματά μας είναι μία ανάμειξη κούρασης, λύπης και αισιοδοξίας. Το τελευταίο επιτυγχάνεται με την αύξηση των εξιτηρίων. Για παράδειγμα, η περασμένη Παρασκευή ήταν μία καλή μέρα για τον Β’ άξονα του «Ιπποκράτειου». Είχαμε μόλις εννέα εισαγωγές ασθενών και πλέον διαθέτουμε και άδεια κρεβάτια…», είπε στον «Ε.Τ.».
Εκανε ιδιαίτερη αναφορά στο πόσο δύσκολο είναι να δουλεύει κάποιος φορώντας για δέκα ή και 15 ώρες τη στολή προστασίας. «Είναι μία βαριά και… δύσκολη στολή. Ο ιδρώτας είναι απίστευτος, η μάσκα θολώνει και εσύ πρέπει να κάνεις τη δουλειά σου σωστά», είπε. Πρόσθεσε ότι η πίεση τόσο σωματική όσο και ψυχολογική που αισθάνεται το προσωπικό είναι τεράστια καθώς η κούραση είναι μεγάλη.
«Οι ασθενείς είναι φοβισμένοι. Από τον Φεβρουάριο που εντοπίστηκε το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα, έχουν μάθει για το πόσο επικίνδυνος είναι ο συγκεκριμένος ιός. Επομένως, όταν γίνεται εισαγωγή σε θάλαμο νοσηλείας, διακατέχονται από φόβο. Δεν γνωρίζουν τι θα τους συμβεί, αν θα υποτροπιάσουν, πώς θα αντιδράσει ο οργανισμός τους. Και αυτό εύλογα τους δημιουργεί φόβο. Υπάρχουν ασθενείς που πανικοβάλλονται και διασπείρουν τον πανικό και στους υπόλοιπους μέσα στον θάλαμο. Αλλοι μιλούν συνεχώς μέσω των κινητών τους με συγγενικά πρόσωπά τους, ενώ όσοι είναι μεγάλης ηλικίας και δεν έχουν εξοικείωση με την τεχνολογία δέχονται μέσω των γιατρών τα μηνύματα αγάπης και συμπαράστασης των οικογενειών τους», πρόσθεσε. Μάλιστα, αποκάλυψε ότι στο κομοδίνο πολλών κρεβατιών βρίσκονται οικογενειακές φωτογραφίες, ζωγραφιές παιδιών και εγγονιών και αγαπημένα αντικείμενα από τα σπίτια τους.
«Δεν υπήρχε σύστημα υγείας που να ήταν σε θέση να διαχειριστεί μία τέτοιας έκτασης πανδημία. Σε καμία χώρα. Πουθενά στον πλανήτη», τόνισε. Μάλιστα, θυμήθηκε ότι πριν από τέσσερα χρόνια, όταν παρακολουθούσε στο πανεπιστήμιο μάθημα για τις πανδημίες, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε. «Νόσησα και εγώ από κορονοϊό. Προφανώς από το νοσοκομείο. Το δυσάρεστο ήταν ότι τον μετέφερα και στον πατέρα μου. Αναρρώσαμε και οι δύο στο σπίτι. Εγώ με πιο ελαφρά συμπτώματα, ο πατέρας μου με πιο σημαντικά. Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να νοσηλευτούμε. Μόλις ανάρρωσα και το τεστ βγήκε αρνητικό, επέστρεψα στα καθήκοντά μου. Το θεώρησα χρέος μου. Εξακολουθώ να παίρνω τα μέτρα προστασίας καθώς δεν ξέρω αν έχω αποκτήσει ανοσία και για πόσο διάστημα», υπογράμμισε. Εκτιμά ότι στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης έγιναν πολλά λάθη τα περισσότερα από τα οποία σχετίζονται με τη χαλαρότητα του καλοκαιριού, τη μη συμμόρφωση των πολιτών με τα μέτρα, τη λειτουργία του πανεπιστημίου στις αρχές Οκτωβρίου και την αργοπορημένη διακοπή λειτουργίας των Δημοτικών σχολείων.
Η συνάντηση με τον πρωθυπουργό
Ο κ. Αλεξιάδης ήταν ένας από τους γιατρούς με τους οποίους συνομίλησε στο αίθριο του «Ιπποκράτειου» ο Κυριάκος Μητσοτάκης. «Είπα στον πρωθυπουργό ότι η γενιά μου, δηλαδή αυτή που μεγάλωσε μέσα στη βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, καλείται να διαχειριστεί και αυτή την παγκόσμια υγειονομική κρίση. Μετά το πέρασμα του κορονοϊού, θα έχουμε περισσότερα συναισθήματα, θα κοιτάμε ο ένας τον άλλον στα μάτια και θα λέμε ότι ζήσαμε μία πανδημία, την παλέψαμε και βγήκαμε νικητές», ανέφερε στον «Ε.Τ.». Σύμφωνα με τον ίδιο, ο κ. Μητσοτάκης του απάντησε ότι η συγκεκριμένη γενιά βρέθηκε να κολυμπάει στα βαθιά από νεαρή ηλικία.
Βιβλίο – απόθεμα ψυχής
Οταν εμφανίστηκε η πανδημία στην Ελλάδα, ο κ. Αλεξιάδης ήταν ειδικευόμενος στη χειρουργική κλινική του νοσοκομείου «Παπανικολάου». Τον περασμένο Αύγουστο προχώρησε στην έκδοση του βιβλίου «συμβάντα κορωνοϊού».
«Μέσα στην καραντίνα άρχισα να καταγράφω κάποια περιστατικά και σκέψεις μου σαν ημερολόγιο. Μετά και με το «Lockdown» να επιβάλλεται κατάλαβα ότι η όλη κατάσταση θα καταγραφεί στην ιστορία και ότι θα αποτελεί ένα ορόσημο για όλους εμάς που την ζήσαμε. Με αυτές τις σκέψεις αποφάσισα να συγγράψω το συγκεκριμένο βιβλίο. Το μικρό αυτό έργο είναι ένα αληθινό απόθεμα ψυχής, μια χρονογραφική μαρτυρία για το πώς ζήσαμε εμείς οι νέοι υγειονομικοί τη δύσκολη αυτή περίοδο», λέει.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου