Στο Ναύπλιο
Ετσι, δίνει εντολή στον Βαυαρό συνταγματάρχη, βαρόνο Κάρολο-Γουλιέλμο φον Χέυδεκ, να δημιουργήσει ένα «Πολεμικό Κατάστημα», «διά την Στρατιωτικήν και Επιστημονικήν Εκπαίδευσιν νέων καλών οικογενειών, οι όποιοι οφείλουν μίαν ημέραν να εισέλθουν ως Αξιωματικοί εις το Τακτικό Σώμα». Εδρα της σχολής ορίζεται μία πρώην οθωμανική τριώροφη κατοικία στο Ναύπλιο, με διευθυντή και μοναδικό εκπαιδευτή τον Κορσικανό Ρωμύλο ντε Σαντέλι.
Τις πρώτες ημέρες η νεοϊδρυθείσα σχολή έχει μόλις 5 και εν συνεχεία 9 μαθητές, αριθμός που γρήγορα αυξάνεται γεωμετρικά. Η πρώτη αυτή περίοδος θεωρείται πειραματική, αφού μεταξύ των σπουδαστών υπάρχουν τεράστιες ηλικιακές και μορφωτικές διαφορές. Λειτουργεί χωρίς εσωτερικό κανονισμό, ο Σαντέλι δεν διαθέτει διευθυντικές ικανότητες, ενώ χαρακτηριστικό της κακής λειτουργίας της είναι ότι παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Καποδίστρια, κανένας αγωνιστής του Αγώνα και πρόκριτος δεν δέχεται να στείλει εκεί τα παιδιά του. Για να έχει μαθητές η Σχολή ο κυβερνήτης αναγκάζεται να… προσλάβει μαθητές από το Ορφανοτροφείο Αίγινας πληρώνοντας για να σταλθούν εκεί τα παιδιά.
Τον Ιανουάριο του 1829 ξεκινά η νέα περίοδος της Σχολής υπό τη διεύθυνση του Γάλλου λοχαγού Πυροβολικού Ανρί Πωζιέ, ο οποίος την αναδιοργανώνει ολοκληρωτικά. Διορίζονται οι πρώτοι ιδιώτες εκπαιδευτές, οι μαθητές χωρίζονται σε ανήλικους, ενήλικους και υπερήλικους, ενώ διατηρείται η στολή των επίλεκτων που έχει καθοριστεί με το πρώτο διάταγμα του Καποδίστρια ως μεγάλη στολή υπηρεσίας, από βαθυκύανο ύφασμα, χωρίς διακριτικά και με φέσι. Με τη μεγάλη στολή φέρουν ξίφος μόνον οι υπαξιωματικοί και επωμίδες μόνο οι ευέλπιδες της τελευταίας τάξης. Τον Ιούλιο του 1831 αποφοιτούν οι πρώτοι οκτώ ανθυπολοχαγοί του Πυροβολικού στους οποίους φορά τις επωμίδες ο ίδιος ο Καποδίστριας. Η απομάκρυνση του Πωζιέ τον Αύγουστο του ίδιου έτους, η δολοφονία του κυβερνήτη ένα μήνα μετά και το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που ακολουθεί δημιουργούν προσωρινά προβλήματα στη Σχολή, στην οποία όμως έχουν μπει οι πρώτες βάσεις.
Mε διάταγμα της 19ης Φεβρουαρίου 1834 αποκτά πλέον και επίσημα την ονομασία «Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων», που διατηρεί μέχρι σήμερα, ενώ η έδρα της μεταφέρεται στην Αίγινα. Δέχεται μαθητές ηλικίας από 12 ετών, με οκταετή φοίτηση, άνευ εξετάσεων, με βασιλική έγκριση, ενώ οι εξετάσεις της τελευταίας τάξης γίνονται εγγράφως και προφορικώς. Ο αριθμός των μαθητών ορίζεται σε 140, εκ των οποίων οι 50 φοιτούν δωρεάν με δαπάνες της κυβέρνησης, ενώ οι υπόλοιποι πληρώνουν δίδακτρα από 250 έως 1.000 δραχμές τον χρόνο.
Στον Πειραιά
Τον Αύγουστο του 1837 έχουμε νέα μεταστέγαση, αυτή τη φορά στον Πειραιά, υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Σπυρομήλιου. Το 1840 η Σχολή εφαρμόζει νέο κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, εισάγει τις γραπτές προαγωγικές εξετάσεις, ενώ δίνει έμφαση στη συναδελφικότητα των σπουδαστών τονίζοντας τη σημασία της στρατιωτικής τιμής: «Εγνώριζον ότι οι ευέλπιδες εις καμμίαν περίπτωσιν δεν ομολογούν τον σφάλλοντα συμμαθητήν των, νομίζοντες τούτο προδοσίαν. Εβεβαιώθην δε και επί των ημερών μου, ότι αν τις ήθελεν ομολογήση τον σφάλλοντα, οι λοιποί εχθρεύονται και κακομεταχειρίζονται αυτόν».
Το ματωμένο «βασίλειο» των Ασαντ: Μισός αιώνας σκληρής δικτατορίας στη Συρία
Το 1847, με αφορμή σοβαρά παράπονα των σπουδαστών για τη συμπεριφορά του διοικητή Γεωργίου Καρατζά, εκδηλώνεται ένοπλη στάση που οδηγεί στην αποβολή όλων και στο προσωρινό κλείσιμο της Σχολής και ξανανοίγει μερικούς μήνες μετά, με νέο, αυστηρότερο εσωτερικό κανονισμό. Η αγγλογαλλική κατοχή του Πειραιά και η χολέρα που μαστίζει το λιμάνι οδηγεί στην τριετή μεταφορά της στο μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας στην Αθήνα, μέχρι τον Οκτώβριο του 1857, που επιστρέφει εκ νέου στον Πειραιά.
Η έξωση του Οθωνα δημιουργεί έντονα φαινόμενα απειθαρχίας, ασύμβατα με τον ρόλο της Σχολής, αλλά η κατάσταση εξομαλύνεται με την άφιξη του Γεωργίου Α’ τον Οκτώβριο του 1863. Η φοίτηση αυξάνεται στα επτά έτη, ενώ οι υποψήφιοι πρέπει να είναι απόφοιτοι τουλάχιστον του Σχολαρχείου και ηλικίας 14-16 ετών. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το 1887 η εκπαίδευση των πολιτικών μηχανικών γίνεται αποκλειστικά στη Σχολή Ευελπίδων μέχρι να μεταφερθεί από εκείνη τη χρονιά στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Πλέον οι σπουδαστές όχι μόνο δεν μπαίνουν εκεί δωρεάν, αλλά τα δίδακτρά τους φτάνουν τις 2.000 χρυσές δραχμές τον χρόνο, ποσό υψηλότατο για την εποχή.
Οι αλλαγές έδρας και οι «χρυσές» σελίδες
Η γιγάντωση της Σχολής, οι νέες υπηρεσίες και εγκαταστάσεις και η κατακόρυφη αύξηση των αριθμού σπουδαστών οδηγούν σε χωροταξικό αδιέξοδο τις εγκαταστάσεις στον Πειραιά, επιβάλλοντας τη μεταφορά σε σύγχρονες και μεγαλύτερες εγκαταστάσεις. Η λύση που επιλέγεται είναι έκταση στο Πεδίον του Αρεως, ενώ το πρώτο κτίριο χρηματοδοτεί εξ ολοκλήρου, με 1.200.00 δρχ., ο Γεώργιος Αβέρωφ, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ. Τον Σεπτέμβριο του 1894 η μεταφορά της Σχολής γίνεται με εντυπωσιακό τρόπο.
Οι ευέλπιδες που αφήνουν το κτίριο του Πειραιά φτάνουν με τον σιδηρόδρομο στην Αθήνα και εν συνεχεία πηγαίνουν πεζοί στις νέες εγκαταστάσεις με επικεφαλής τη μουσική της Φρουράς κάτω από τις επευφημίες του αθηναϊκού λαού. Στον χώρο αυτό η Σχολή παραμένει μέχρι το 1982 κα εν συνεχεία μεταφέρεται στη Βάρη, όπου παραμένει μέχρι σήμερα.
Οι πιο δύσκολες περίοδοί της είναι στη διάρκεια της Κατοχής, όπου αναστέλλει τη λειτουργία της, αλλά και στον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Τότε η Σχολή δεν κλείνει, αλλά διακόπτονται τα μαθήματα και οι σπουδαστές εμποδίζονται να μετάσχουν στον πόλεμο λόγω της άσχημης τροπής που παίρνει αυτός για τα ελληνικά όπλα από τις πρώτες ημέρες της διεξαγωγής του.
Ο ρόλος της Σχολής Ευελπίδων στην πορεία του νεοελληνικού κράτους είναι αυτονόητος και καθοριστικός. Με τις δομές και τα στελέχη της συμμετέχει ενεργά σε όλες τις ιστορικές στιγμές του έθνους συμβάλλοντας με κάθε τρόπο αρχικά στην επέκταση και εν συνεχεία στη διασφάλιση των εθνικών κεκτημένων: Κίνημα του 1909, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Εκστρατεία, Επος του ‘40, Α’ και Β’ Παγκόσμιοι Πόλεμοι είναι μόνο μερικές από τις σελίδες του λαμπρού βιβλίου της ένδοξης ιστορίας της.