Ο Μενούσης πρώτα σκοτώνει μεθυσμένος τη γυναίκα του λόγω ζήλιας και την άλλη ημέρα ξεμέθυστος την κλαίει ζητώντας της να σηκωθεί για να τη «…δουν τα παλικάρια και να χαίρονται». Ο Μιχάλης Κακογιάννης, εμπνεόμενος από την «Κάρμεν», βάζει τον Μίλτο (Γιώργος Φούντας) να προσπαθεί αρχικά να γλιτώσει τη Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη) από το αρρωστημένο πάθος και τη ζήλια του.
Οταν η τελευταία αρνείται τον γάμο τους και βγαίνει με τον νεαρό Αντώνη (Κώστας Κακκαβάς), αφήνεται, τελικά, αυτοτιμωρούμενη για την ανεξαρτησία της, στο μαχαίρωμα του αγαπημένου της. Παρακάτω θα παρακολουθήσουμε δύο, ενδεικτικές της επικρατούσας τότε αντίληψης, δολοφονίες γυναικών που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον του κοινού τη δεκαετία του ’60.
Δημοσιότητα
Πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έχει η περίπτωση που εξελίσσεται στην πρωτεύουσα το 1963, γνωρίζοντας τεράστια δημοσιότητα, λόγω του κοινωνικού στάτους των εμπλεκομένων. Το θύμα είναι γόνος πασίγνωστης οικογένειας της Αθήνας, ο θύτης είναι ξένος και ευγενής, ενώ το δικαστήριο αθωώνει τον δολοφόνο θεωρώντας ότι αγαπούσε πολύ το θύμα του…
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Είναι Δεκέμβριος του 1963 όταν ο 30χρονος Πέρσης πιλότος της περσικής Πολιτικής Αεροπορίας Ρεζά Αμπάζ Μυρτολούι δολοφονεί την 30χρονη φίλη του, Ιουλία (Τζούλια) Συρεγγέλα, κόρη του γνωστού βιομηχάνου της εποχής, Γεωργίου Συρεγγέλα.
Το ζευγάρι γνωρίζεται στην Περσία, όπου η Ιουλία έχει κάνει οικογένεια με Πέρση έμπορο αποκτώντας και ένα παιδί. Τα πολλά προβλήματα στον γάμο και η απομόνωση από τους οικείους της στην Ελλάδα τη στρέφουν στον ευγενικό Πέρση πιλότο. Μετά την πρώτη ειδυλλιακή περίοδο της σχέσης, η Ιουλία διαπιστώνει έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις του Μυρτολούι, ο οποίος σε σύντομο χρονικό διάστημα έχει πάρει διαζύγιο, συμμετέχει σε αεροπορικό ατύχημα και χάνει το παιδί του σε αυτοκινητικό δυστύχημα μπροστά στα μάτια του. Η τριαντάχρονη αρχικά προσπαθεί να τον βοηθήσει, αλλά, όταν διαπιστώνει το αδιέξοδο, θέλει να χωρίσουν, αποφεύγοντας, όμως, να του το πει.
Επιστρέφοντας η ίδια στην Ελλάδα ξεκινά αλληλογραφία μαζί του, στην οποία αυτός της εκφράζει την αγάπη του, ενώ εκείνη, σταδιακά, κρατά αποστάσεις. Ο πιλότος φθάνει στην Αθήνα για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και στις 9 Δεκεμβρίου γίνεται η μοιραία συνάντηση. Το ζευγάρι διαπληκτίζεται φραστικά μέσα στο ταξί που τους μεταφέρει σε σπίτι στην οδό Κανάρη στο Κολωνάκι, η Συρεγγέλα βγαίνει τρέχοντας από το ταξί λέγοντας φοβισμένη στον ταξιτζή να μη φύγει, ο πιλότος την ακολουθεί στην πολυκατοικία και την πυροβολεί στο κεφάλι μπροστά στο ασανσέρ που δεν έχει ακόμα κατέβει.
Δίκη
Η δίκη, που γίνεται τον Οκτώβριο του 1964, έχει απρόοπτη εξέλιξη. Παρότι ο θύτης έχει αναφέρει σε φίλο του την πρόθεσή του να δολοφονήσει την Ιουλία αν αυτή δεν τον ακολουθήσει στην Τεχεράνη και πηγαίνει στο μοιραίο ραντεβού οπλισμένος, η υπερασπιστική γραμμή στο δικαστήριο βασίζεται στην επιβαρυμένη ψυχολογική κατάστασή του και στο ότι η δολοφονία γίνεται «εν θερμώ», λόγω της έντονης συναισθηματικής έξαρσής του. Η υπεράσπιση υπερτονίζει την ευγενική παρουσία και την κομψή εμφάνιση του θύτη, «αναγκάζοντας» ακόμα και τον εισαγγελέα του Κακουργιοδικείου να τον αποκαλέσει «συμπαθή».
Παράλληλα, στέφεται από απόλυτη επιτυχία η επιχείρηση συγκίνησης δικαστηρίου και ενόρκων. Σε αυτήν την υπερασπιστική γραμμή, παρουσιάζονται τα πανάκριβα δώρα που φέρνει ο θύτης στο θύμα στο τελευταίο ραντεβού, ενώ καθοριστική για την απόφαση του δικαστηρίου είναι η ανάγνωση της ερωτικής αλληλογραφίας του ζευγαριού. Τα λόγια αγάπης και πάθους του πιλότου κάνουν ακόμα και τη μεταφράστρια του δικαστηρίου και τις δύο κόρες του προέδρου που βρίσκονται στην αίθουσα να βάλουν τα κλάματα. Ο κατηγορούμενος λιποθυμά και επανέρχεται στο δικαστήριο έπειτα από πολλές ημέρες, εξάπτοντας, έτσι, το ενδιαφέρον του κοινού και τη συμπάθεια προς το πρόσωπό του.
Στην απολογία του λέει ότι δεν θυμάται τι έκανε και πως προσπάθησε να αυτοκτονήσει χωρίς επιτυχία: «Ζητώ να με συγχωρέσουν οι γονείς της, η αδελφή της, οι φίλες της γι’ αυτό που έκανα, όμως την αγαπούσα τόσο μα τόσο πολύ την Τζούλια μου, τη δική μου Τζούλια».
Απόφαση
Τα μεσάνυχτα της 14ης Οκτωβρίου το δικαστήριο ενόρκων αποφασίζει κατά πλειοψηφία ότι ο πιλότος έχει το ακαταλόγιστο τη στιγμή της δολοφονίας, τον καταδικάζει μόνο σε φυλάκιση επτά μηνών για παράνομη οπλοκατοχή, αλλά, λόγω της δεκάμηνης προφυλάκισης, αφήνεται ελεύθερος… Στο άκουσμα της αθώωσης, το ακροατήριο, που έχει κατακλύσει την αίθουσα, ξεσπά σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές, κάποια κοπέλα προσφέρει στον θύτη γαρδένια, ενώ άλλοι του δίνουν νερό. Την επόμενη κιόλας ημέρα, ο Πέρσης πιλότος αναχωρεί εσπευσμένα για την Τεχεράνη, ώστε να συνεχίσει τη ζωή του…
«Ευχαριστήθηκα έτσι, γιατί δεν θα την έπαιρνε πια κανένας άλλος»
Είναι Οκτώβριος του 1966 όταν το πτώμα της 18χρονης κομμώτριας Ειρήνης Ζερβού βρίσκεται ημίγυμνο και στραγγαλισμένο στο πάτωμα του σπιτιού του συνομηλίκου της ηλεκτρολόγου Χριστόφορου Φαντή στο Παλαιό Φάληρο. Ο τελευταίος αρχικά επιχειρεί να την πνίξει στον ύπνο της, αλλά η ζώνη ρόμπας που κρατά σπάει και ολοκληρώνει τη μακάβρια αποστολή του με ζώνη πιτζάμας. Εν συνεχεία, ζωγραφίζει με ιώδιο στο στήθος της άτυχης κοπέλας έναν σταυρό, αφήνει πάνω της κολιέ σε σχήμα καρδιάς, φωτογραφίες και παραληρηματικό σημείωμα στη μητέρα του: «Δεν είναι ανάγκη να ψάχνετε. Θα σας φέρουν γρήγορα το πτώμα μου. Την αγαπούσα και τη σκότωσα».
Ομως, όταν συλλαμβάνεται μία ημέρα μετά, ανακρινόμενος προσπαθεί να σώσει τη ζωή του μεταθέτοντας την ευθύνη της πράξης του στο θύμα. Τον απατούσε, τον απέφευγε και τον υποτιμούσε, ενώ δηλώνει πως ακόμα και την ώρα του στραγγαλισμού το θύμα όχι μόνο δεν κάνει καμία κίνηση να αμυνθεί, αλλά τον… προκαλεί χαμογελώντας και κοροϊδεύοντάς τον:
«- Την ώρα που γελούσε και με κορόιδευε έπιασα τη μία άκρη και την έδεσα με την άλλη. Της τύλιξα τον λαιμό με τη ζώνη της πιτζάμας, ενώ αυτή συνέχιζε να με βρίζει και να γελά. “Σ’ αγαπώ”, της είπα, αλλά αυτή απάντησε “Δεν με ενδιαφέρει”.
– Εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση να αμυνθεί;
– Οχι.
– Πώς; Κάθε άνθρωπος στη θέση της θα αντιδρούσε. Δεν θα άφηνε να τον πνίξουν.
– Σας είπα πως δεν πίστευε ότι ήταν δυνατόν να της κάνω κακό και γι’ αυτό δεν έκανε την παραμικρή κίνηση».
Χρειάστηκε να ολοκληρωθούν η ανάκριση και η αναπαράσταση του φόνου, ώστε να τερματιστεί η «παράσταση» του Χριστόφορου Φαντή αποκαλύπτοντας την πραγματική, και διαχρονική, αιτία της άνανδρης δολοφονίας: «Ευχαριστήθηκα έτσι, γιατί δεν θα την έπαιρνε πια κανένας άλλος»…