Το EΤhe Magazine του ΕleftherosTypos.gr τον εντόπισε στην Ιρλανδία όπου μένει τον τελευταίο χρόνο και ως πρόλογο της συζήτησης μας θα βάλουμε το τέλος της. Τι είναι αυτό που θα σας έφερνε πίσω στην Ελλάδα τον ρωτήσαμε και η απάντηση ήταν άμεση: «Εκείνο που θα με έφερνε πίσω θα ήταν η Ελλάδα να μας βοηθήσει, να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας, γιατί τώρα δεν μας βοηθάει. Μας βλέπει απέναντι , αντί να σταθεί δίπλα μας».
Στα 49 του χρόνια βιώνει την ξενιτιά και φαίνεται πως αυτό είναι η μοίρα της οικογένειας του καθώς είναι πλέον τρίτης γενιά μετανάστες ή όπως λέει ο ίδιος με θλίψη τρίτης γενιάς «ξένος»: «Είμαστε λοιπόν τρεις γενιές «ξένοι» Ο παππούς μου που ξεριζώθηκε από τον Πόντο για να γλυτώσει από τη γενοκτονία των Τούρκων και πήγε στη Ρωσία. Ο πατέρας μου , ξένος στη Ρωσία, κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα. Εγώ , με τη σειρά μου , γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ελλάδα γίνομαι πια «ξένος», «προδότης».
Η ανάρτηση-απάντηση στον Καζάκο για τον ίδιο ήταν απλά μία κατάθεση ψυχής που συνοδεύτηκε με πολύ κλάμα. Όπως μας είπε δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως η δική του αλήθεια θα γίνονταν αλήθεια χιλιάδων ανθρώπων που ένωσαν την φωνή τους με την φωνή του και θέλησαν να του στείλουν ένα μήνυμα αγάπης και στήριξης.
Μιλώντας σε όλους τους νέους του φίλους τόνισε: «Κάποιες φορές τα λόγια είναι λίγα, μικρά, για να περιγράψουν τι νιώθεις στην ψυχή σου. Συγγνώμη αν με την ανάρτησή μου σας συγκίνησα ή σας έκανα να δακρύσετε αλλά με «πληρώσατε» με το ίδιο νόμισμα. Κάθε like ή σχόλιο ή κοινοποίηση και δάκρυ. Δάκρυ ευγνωμοσύνης για όλους εσάς τους άγνωστους σε μένα. Που με αξιοπρέπεια βιώνετε τις δικές σας δυσκολίες , πολλές φορές πολλαπλάσια μεγαλύτερες από τις δικές μου. Το ευχαριστώ από μένα και την οικογένειά μου είναι μικρό, ακόμα και η τόσο πλούσια ελληνική γλώσσα αδυνατεί να μας εκφράσει. Κάθε φορά που θα λιγοψυχάω θα διαβάζω τις ευχές σας και θα παίρνω δύναμη. Μου είναι πρακτικά αδύνατο να απαντήσω προσωπικά σε κάθε σχόλιο, συγχωρήστε με. Ένα καλωσόρισμα σε όλους τους νέους φίλους. Καλωσήρθατε στη ζωή μας. Σας αγαπάμε».
Ο Δημήτρης Τσορτανίδης είναι γιατρός και όσο ήταν στην Ελλάδα δούλευε σε κέντρο υγείας στην ορεινή Αχαία. Η γυναίκα του Χαρά, νοσηλεύτρια στο επάγγελμα, έμεινε άνεργη και πλέον το μοναδικό εισόδημα που έμπαινε στο σπίτι ήταν του Δημήτρη.
Οπως τονίζει ο ίδιος παρά το γεγονός που τα έβγαζε πλέον δύσκολα πέρα δεν μπορούσε να μην σκεφτεί και τα πάρα πολλά ελληνικά σπίτια που δεν είχαν κανέναν εργαζόμενο: «Όταν τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο έφτασε η ώρα που έπρεπε να διαλέξω. Ή θα τρελαινόμουν ή θα έφευγα. Και να φανταστείτε ότι είχα δουλειά. Ντρεπόμουν να λέω ότι έχω δουλειά , όταν ήταν η γυναίκα μου άνεργη, οι φίλοι μου. Όταν οικογενειάρχες ήταν σε απόγνωση και τους έβλεπα να μαραζώνουν».
Η πιο δύσκολη στιγμή ήταν η ανακοίνωση της απόφασή του στα δύο του παιδιά, τον 12χρονο Φίλιππο και την 10χρονη Συμέλα: «Η απόφαση της μετανάστευσης ήταν μονόδρομος. Επρεπε να φροντίσω τα παιδιά μου. Προσπάθησα να εξηγήσω στα παιδιά μου ότι δε γίνεται αλλιώς. Αλλά πως μπορείς να τα πείσεις εύκολα πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Έκλαψαν, φώναξαν αλλά αναγκαστικά ήρθαν. Είχα πετύχει τον σκοπό μου αλλά για καιρό με έτρωγαν οι τύψεις. Τι σόι πατέρας είσαι εσύ τα ξεριζώνεις σαν αγριόχορτα , είπα πολλές φορές στον εαυτό μου. Δεν μπορούσα όμως να αλλάξω την απόφασή μου. Δεν το πρόσταζε η καρδιά, αλλά το μυαλό».
Τελικά το μεγάλο βήμα έγινε και πλέον όλη η οικογένεια συνήθισε τον νέο τρόπο ζωή της, όσο και αν ο καιρός σγτην Ιρλανδία είναι κάτι που δεν συνηθίζεται: «Στην αρχή ήταν λογικό τα παιδιά να είναι έξω από τα νερά τους, αλλά τώρα συνήθισαν τη γλώσσα, ενώ είχαν μεγάλη βοήθεια στο σχολείο (σ.σ. δεν υπήρχε ελληνικό σχολείο στην περιοχή και για αυτό μπήκαν κατευθείαν στα βαθιά). Αλλά και για εμάς ήταν σοκ. Χάνεις τους φίλους, τους γνωστούς, την οικογένειά σου, την κοινωνική σου ζωή, αλλά σε 4 ώρες είσαι Ελλάδα. Τον περασμένο Μάρτιο ήρθαμε για μία εβδομάδα με φτηνά εισιτήρια. Παίρνεις τζούρα και ξαναπάς πίσω. Το καλοκαίρι τα παιδιά θα έρθουν σχεδόν ολόκληρο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο μαζί με τη γυναίκα μου και εγώ για δύο εβδομάδες τον Αύγουστο».
Πλέον η οικογένεια του Δημήτρη Τσορτανίδη ζει στο Έννις της Ιρλανδίας (2,5 ώρες από το Δουβλίνο) και όπως τονίζει αυτό που του έκανε εντύπωση είναι πως υπάρχει πολύ μεγάλος σεβασμός από όλους προς όλους. Σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία διαβίωσης: «Ο μέσος μισθός κυμαίνεται περίπου στις 2-2.500 ευρώ. Ο κατώτατος είναι 1.200 ευρώ. Τα ενοίκια είναι τρεις φορές πιο ακριβά από την Ελλάδα. Μια οικογένεια με δύο μεγάλους και δύο παιδιά, χρειάζεται 3.000 ευρώ το μήνα. Στη δουλειά μου, που είμαι με συμβόλαιο, δεν υπάρχει μονιμότητα. Τα καθημερινά έξοδα και το σούπερ μάρκετ είναι 10-20% παραπάνω από την Ελλάδα. Κομπόδεμα δεν κάνεις, αλλά ζεις άνετα, πληρώνεις τους λογαριασμούς σου».
Ο Δημήτρης Τσορτανίδης όπως και πάρα πολλοί άλλοι δεν ήθελαν να φύγουν, αλλά τον ανάγκασαν! Δεν θέλουν να μένουν μακριά, αλλά δεν μπορούν να κάνουν και αλλιώς. Πάντα επιστρέφουν με λαχτάρα στην μαμά πατρίδα ψάχνοντας τον τρόπο για να πάρουν τα πράγματα τους και να επιστρέψουν στον τόπο τους, αλλά ακόμη δεν τον έχουν βρει.