Είναι Μεγάλη Παρασκευή 31ης Μαρτίου 1833, όταν η τελευταία τουρκική φρουρά 250 ανδρών αποχωρεί σιωπηλή και σκυθρωπή από τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως, πού μέχρι τότε αποτελεί το τελευταίο τουρκικό οχυρό στη πόλη. Ο Τούρκος φρούραρχος των Αθηνών Οσμάν Εφέντης παραδίδει την Ακρόπολη στον Βαυαρό ταγματάρχη Πάλιγκαν και στον υπολοχαγό Χριστόφορο Νέζερ, πρόγονο της γνωστής καλλιτεχνικής οικογένειας.
Το πρώιμο αναστάσιμο χαρμόσυνο μήνυμα εν μέσω Μεγάλης Παρασκευής μεταφέρεται άμεσα στην κατεστραμμένη πόλη από τις καμπάνες των εκκλησιών, με προεξάρχουσα εκείνη του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά στα Αναφιώτικα της Πλάκας. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι τότε στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι καμπάνες κτυπούν μόνο για να αναγγείλουν κάποια φυσική καταστροφή και όχι για θρησκευτικούς λόγους.
Ο Νέζερ διορίζεται άμεσα φρούραρχος της Ακρόπολης και το ίδιο βράδυ μάλιστα κοιμάται μέσα στον Παρθενώνα πάνω σε μια ψάθα, έχοντας ως προσκεφάλι μια σπασμένη κολώνα και ονειρεύεται όπως γράφει στα απομνημονεύματά του “…έκπληκτος επάνω εις την Ακρόπολιν των Αθηνών τον άρχοντα Περικλήν τον Σωκράτην με τους μαθητάς του, τον Ευριπίδην, τον Δημοσθένην και τόσους άλλους μεγάλους άνδρας της ενδόξου Ελλάδος, περιφερομένους κάτω από τας στήλας και εισερχομένους εις τον αθάνατον ναόν της Παλλάδας”.
Ενώ ο Νέζερ ονειρεύεται τον Περικλή η πόλη ζει ιστορικές στιγμές αφού αναπνέει για αέρα ελευθερίας μετά από το 1204, δηλαδή σχεδόν 630 χρόνια μετά και οι, περίπου, 12 χιλιάδες κάτοικοι της γιορτάζουν δεόντως τη διπλή Ανάσταση στήνοντας υπαίθρια γλέντια με φαγοπότι. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ιστορικό εκείνο Μεγάλο Σάββατο ένας Χιώτης ναυτικός που φτάνει με το γιό του στον Ιερό Βράχο, παίρνοντας άδεια από τον Νέζερ, υψώνει για πρώτη φορά την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη…