Αυτά αφού είπαν στον Πόντιο Πιλάτο και αφού πήραν την άδεια του, έφυγαν και σφράγισαν τον τάφο τοποθετώντας εκεί για ασφάλεια του κουστωδία, δηλαδή στρατιωτική φρουρά.
Απολυτίκιον
Ηχος β’.
Ο ευσχήμων Ιωσήφ, από του ξύλου καθελών το άχραντόν σου Σώμα, σινδόνι καθαρά, ειλήσας και αρώμασιν, εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο.
Έτερον Απολυτίκιον
Ηχος β’.
Ταίς Μυροφόροις Γυναιξί, παρά το μνήμα επιστάς, ο Άγγελος εβόα·Τα μύρα τοις θνητοίς υπάρχει αρμόδια, Χριστός, δε διαφθοράς εδείχθη αλλότριος.
Κοντάκιον
Ηχος β’.
Την άβυσσον ο κλείσας, νεκρός οράται, και σμύρνη και σινδόνι ενειλημμένος, εν μνημείω κατατίθεται, ως θνητός ο αθάνατος. Γυναίκες δε αυτόν ήλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρώς και εκβοώσαι· Τούτο Σάββατόν εστι το υπερευλογημένον, εν ω, Χριστός αφυπνώσας, αναστήσεται τριήμερος.
Ο Οίκος
Ο συνέχων τα πάντα επί σταυρού ανυψώθη, και θρηνεί πάσα η Κτίσις, τούτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνόν επί του ξύλου, ο ήλιος τας ακτίνας απέκρυψε, και το φέγγος οι αστέρες απεβάλλοντο, η γη δε συν πολλώ τω φόβω συνεκλονείτο, η θάλασσα έφυγε, και αι πέτραι διερρήγνυντο, μνημεία δε πολλά ηνεώχθησαν, και σώματα ηγέρθησαν αγίων Ανδρών. Άδης κάτω στενάζει, και Ιουδαίοι σκέπτονται συκοφαντήσαι Χριστού την Ανάστασιν, τα δε Γύναια κράζουσι· Τούτο Σάββατόν εστι το υπερευλογημένον, εν ω Χριστός αφυπνώσας, αναστήσεται τριήμερος.