Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, λέξεις όπως, διακοπές και εκδρομές είναι ουσιαστικά άγνωστες, αφού ο τόπος και οι κάτοικοί του έχουν ν’ αντιμετωπίσουν σημαντικότερα προβλήματα. Ακόμα και οι εσωτερικές μετακινήσεις αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο των ελαχίστων εμπόρων, ή όσων αφήνουν τον τόπο τους για μια καλύτερη ζωή. Οι μόνοι που φεύγουν από τα σπίτια τους είναι όσοι διαθέτουν κτήματα έξω από την πόλη, στα οποία φυσικά δεν πηγαίνουν για διακοπές αλλά λίγες ημέρες το χρόνο για την συγκομιδή.
Η ανάγκη διακοπών έρχεται με την αστικοποίηση των αρχών του 20ου αιώνα. Ο κάτοικος της “μεγάλης πόλης”, όπως ονομάζονται τότε τα μεγάλα αστικά κέντρα, έχει ανάγκη ημερών ξεκούρασης, ενώ η πρόσβαση στις εξοχές ευνοείται πλέον από σύγχρονα και ταχύτερα συγκοινωνιακά μέσα (τραίνα, αυτοκίνητα, καλύτερα πλοία κλπ). Έτσι, χωριά πέριξ των αστικών κέντρων μετατρέπονται μέσα σε μια σαιζόν σε τόπους παραθερισμού, πλινθόκτιστα σπίτια σε καλοκαιρινές εξοχικές κατοικίες, ή πρώιμα airbnb όπως θα λέγαμε σήμερα. Όμως η ανυπαρξία βασικών τουριστικών υποδομών, και η αυξανόμενη ζήτηση, δημιουργεί φαινόμενα αισχροκέρδειας.
Ήδη, το 1924, όπως διαβάζουμε σε εφημερίδα της εποχής, ξεκινά πτώση στη ζήτηση τέτοιων κατοικιών για λόγους που θυμίζουν το σήμερα :“Δια να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις των ιδιοκτητών εξοχικών οικημάτων θα έπρεπε αι πόλεις να κατοικώνται αποκλειστικώς υπό εκατομμυριούχων, αλλά δυστυχώς δεν έκλεψαν όλοι οι κάτοικοι”…Πως να πληρώσει πτωχός βιοπαλαιστής οικογενειάρχης ενοίκιον 10.000 δρχ. δια δύο πανάθλια δωμάτια εις βρωμεράν εξοχήν ;Θα έπρεπε να κερδίζει εκ της προσωπικής του εργασίας, το ολιγότερον, δεκαπλάσια όπως δυνηθεί να ανταποκριθεί εις τα αξιώσεις των εξοχικών κατοικιών. Αλλά οι ιδιοκτήται των χωρίς στέγην και παράθυρα “επαύλεων”, αδιαφορούν. Ιδού ότι αδιαφορούν τώρα και οι ενοικιασταί”.
Για ανέσεις ούτε καν λόγος αφού πολλές φορές απουσιάζει έστω μια μικρή αγορά για τα βασική είδη, ενώ “Πρέπει ο παραθερίζων να κουβαλά νερό από μακρινά πηγάδια”. Όσο αφορά την καθαριότητα και την υγιεινή των παραθεριστικών μαγαζιών :“Τα κουτάλια του ενός άπλυτα και ακαθάριστα προσφέρονται εις τον άλλον και μέσα στα φλυτζάνια του καφέ σερβίρεται ο καφές μαζί με τα υπολοίματα που άφησε ο άλλος. Πάτε εις την εξοχήν για την αναζωογόνησην της υγείας σας και εκεί ενδέχεται να συνάψεται στενότατους δεσμούς με τα διάφορα μικρόβια φοβεροτάτων ασθενειών”.
Άλλο παράπονο των παραθεριστών, όσο και να ακούγεται περίεργο, είναι η φασαρία. Όχι μόνο γιατί “Όπως κατήντησαν τα αθηναϊκά προάστια δεν είναι πλέον εξοχή αλλά πόλεις”, με αποτέλεσμα “…τα ερχόμενα εξ Αθηνών αυτοκίνητα φέρνουν νυχθημερόν κανταδόρους με κιθάρας, μανδολίνα, φλάουτα και βιολιά”. Τέλος, επειδή αυτός ο νέος αστός είναι άμαθος με την αγροτική ζωή και τους αντίστοιχους ήχους που τη συνοδεύουν, φέρνει μαζί του λίγη από την υστερία της πόλης :“Οι χοίροι, οι όνοι, οι όρνιθες, οι αγελάδες, οι κατσίκες, οι ατελείωτες έριδες των χωρικών, αι φλυαρίαι των γυναικών, οι σκύλοι. Και πόσες μύγες, κατσαρίδες, μέρμηγκες, ενίοτε και σκορπιοί βρίσκονται στα εξοχικά οικήματα. Και ναρκωτικόν να πιει κανείς αδύνατον να κοιμηθεί”…