Από τις ΗΠΑ, Πέτρος Κασφίκης
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως η αμφισβήτηση των πολιτικών αλλά και εν γένει του ίδιου του συστήματος είναι ένα κομμάτι της ιδιοσυγκρασίας μας με βαθιές ιστορικές και πολιτισμικές ρίζες που η κρίση το έφερε απλώς στην επιφάνεια με πιο εμφατικό τρόπο.
Και, όμως, αυτό το νεοελληνικό χαρακτηριστικό που τόσο γλαφυρά οι λαϊκοι μας βάρδοι έχουν αποτυπώσει στις νότες τους, φαίνεται πως πλέον κάνει διεθνή καριέρα. Και μάλιστα σε χώρες φραγκικές, σε τόπους που θεωρούμε προοδευτικούς, όπου η λέξη κρίση τουλάχιστον επίσημα δεν υπάρχει ακόμα στο λεξιλόγιο τους.
Και αυτό το γεγονός μας οδηγεί στο εξής παράδοξο. Να αναρωτηθούμε τι κοινό έχει η ρεμπέτισσα μας Μαριώ με τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και με όλους τους επίδοξους Τραμπ αυτού του κόσμου.
Βλέπετε όπως και ο Ντόναλντ έτσι και η Μαριώ θέλει να κάνει «drain the swamp». Απλώς το εκφράζει με έναν δικό της τρόπο, λίγο πιο ρωμαίικο, λέγοντας «πουλημένοι τεχνοκράτες, υπουργοί και αριστοκράτες, την πατρίδα μας ρεμάλια κάνατε ένα μάτσο χάλια».
Αυτή η χαρακτηριστική στροφή που λίγο σχετικά απέχει από τα αισθήματα του μέσου κτηνοτρόφου της Μοντάνα ή αγρότη της Λουιζιάνα δεν σημαίνει πως από εδώ και πέρα θα συναντάμε στην αμερικανική επαρχία αγροτικά που θα βαράνε Derti 98.6 FM. Αλλά σίγουρα δείχνει πως πλέον η αμφισβήτηση όχι μόνο των πολιτικών προσώπων αλλά και των ίδιων των θεσμών του συστήματος παίρνει παγκόσμια χαρακτηριστικά και μάλιστα ριζώνει σε χώρες που δεν έχουν κάποιο έντονο ιστορικό προηγούμενο.
Και καθώς όλο και περισσότεροι αισθάνονται στις ΗΠΑ πως το αμερικανικό όνειρο της σκληρής δουλείας και της οικονομικής ασφάλειας αποτελεί μια φευγαλέα ουτοπία, το ελληνικό τραγούδι που μάλλον έχει τις περισσότερες πιθανότητες να γίνει σουξέ στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού είναι το «Πριμ» της Λένας Αλκαίου.
«Μπορεί να έπαιξα, μα το ξέρα από πριν, πως τα χαρτιά ήταν κρυφά σημαδεμένα» λέει, και πιθανώς είναι το μόνο σημείο στο οποίο συμφώνησαν προεκλογικά ο Μπέρνι Σάντερς με τον Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και οι δύο φώναζαν για «rigged economy» ή αλλιώς «στημένη οικονομία».
«Το 58% όλου του νέου πλούτου που παράγεται συσσωρεύεται στα χέρια του πλουσιότερου 1%. Αν δεν είναι αυτός, τότε ποιος είναι ο ορισμός μιας στημένης οικονομίας» αναρωτιόταν ο Σάντερς μέχρι το τέλος των εκλογών.
Rigged Economy: Η ιδέα της «στημένης οικονομίας»
Η ιδέα αναφέρεται ακριβώς σε ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα όπου τα χαρτιά είναι σημαδεμένα εις βάρος των κατώτερων και μεσαίων στρωμάτων. Σύμφωνα με αυτή την θεώρηση η μοιρασιά στην αφετηρία έχει γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε το ταλέντο και η σκληρή δουλειά δεν επαρκούν στις περισσότερες περιπτώσεις για να γυρίσει η παρτίδα.
Οι οπαδοί αυτής της θεωρίας υποστηρίζουν πως το «rigged economy» δουλεύει σαν μια πυραμίδα. Οι πλουσιότεροι που βρίσκονται στην κορυφή χρησιμοποιούν το πλεόνασμα τους για να επηρεάσουν τους πολιτικούς, οι οποίοι με την σειρά τους προωθούν πολιτικές που εγγυώνται πως ο πλούτος θα συνεχίσει να συσσωρεύεται μόνο προς τα πάνω. Αυτά είναι ορισμένα από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου:
Το 0.1% των πλουσιότερων Αμερικανών κατέχει όσο πλούτο έχει το υπόλοιπο αντίστοιχο 90%.
Στην δεκαετία του 70΄ ο μισθός ενός CEO αντιστοιχούσε χονδρικά στην αμοιβή 30 μεσαίων υπαλλήλων. Σήμερα ένας CEO βγάζει 300 φορές τον αντίστοιχο μισθό ενός κανονικού υπαλλήλου, ο οποίος βλέπει ότι πραγματική αξία του μισθού του δεν μπορεί να ακολουθήσει το μέγεθος του πληθωρισμού.
Στην πραγματικότητα αν προσαρμόσουμε τις αυξήσεις των μισθών με τον πληθωρισμό, θα δούμε ότι η αξία των μισθών για τους περισσότερους πολίτες έχει καθοδική πορεία από το 2009.
Φόροι
Τουλάχιστον, όμως, το φορολογικό σύστημα εγγυάται μια δίκαια αναδιανομή στην οποία το λεγόμενο 1% πληρώνει το αντίστοιχο ποσό που αναλογεί στο μέγεθος του πλούτου του; Όχι ακριβώς. Και εδώ εντοπίζεται μια από τις βασικές ρίζες της οργής που οδήγησαν στην αντισυστημική στροφή με τα γνωστά εκλογικά αποτελέσματα.
Ο περισσότερος κόσμος βγάζει λεφτά μέσω της μισθωτής εργασίας. Το 1%, όμως, βγάζει τα περισσότερα λεφτά μέσω επενδύσεων που σχετίζονται με κεφαλαιακά κέρδη. Και παρόλο που μιλάμε για μεγάλα κέρδη, ο φόρος που τους αντιστοιχεί (20%) είναι πολύ μικρότερος από αυτόν ενός μισθού (35%).
Στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Σάντερς υποστήριξε πως σκοπεύει να φορολογήσει τα λεγόμενα κεφαλαιακά κέρδη, τα οποία θεωρούσε ότι δεν έχουν μεγάλη συμβολή στην πραγματική οικονομία που αφορά τον απλό καθημερινό πολίτη, για να χρηματοδοτήσει ένα δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγείας και παιδείας στα πρότυπα των Σκανδιναβικών χωρών.
Citizens United
Σύμφωνα πάντα με την ίδια θεωρία, οι μεγάλες εταιρίες επενδύουν ένα ποσό από τα υπερκέρδη τους στο πολιτικό σύστημα για να το επηρεάσουν.
Οι πολιτικοί εξαρτώνται από δωρεές για να χρηματοδοτήσουν τις προεκλογικές τους εκστρατείες και τα ποσά τα οποία σπαταλώνται στις ΗΠΑ είναι όντως αστρονομικά.
Αυτό οφείλεται σε μια απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου των ΗΠΑ που έμεινε γνωστή ως Citizens United. Η εν λόγω υπόθεση δημιούργησε το μοναδικό νομικό προηγούμενο πως οι εταιρίες ως οντότητες έχουν τα ίδια δικαιώματα με τα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή τους πολίτες. Αυτή η απόφαση άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, καθώς οι εταιρίες έχουν πλέον την ελευθερία να ξοδεύουν απεριόριστα ποσά (εκατομμύρια δολάρια) στις εκλογές μέσω των λεγόμενων Super PACs, ενώ η μεγαλύτερη δωρεά που μπορεί να κάνει ένας πολίτης είναι $5.000 (το ερώτημα είναι πόσοι πραγματικά έχουν ακόμα και αυτή την οικονομική δυνατότητα).
Αυτή η εξέλιξη όχι μόνο θέτει μεγάλα ηθικά ερωτήματα, καθώς καταργεί στην πράξη την αρχή ένας πολίτης-μια ψήφος, άλλα άνοιξε το παραθυράκι για να εισέλθουν τα «big money» ή αλλιώς τα μεγάλα συμφέροντα στην αμερικανική προεκλογική ζωή, δημιουργώντας έναν έντονο χρηματοδοτικό ανταγωνισμό ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα.
«Είναι σίγουρα έξυπνοι και καλοί επενδυτές. Γιατί σπαταλούν τέτοια υπέρογκα ποσά αν δεν κερδίζουν τίποτα»; αναρωτιόταν ξανά και ξανά ο Σάντερς. Μάλιστα ένας από τους πρωτοπόρους πολιτικούς που ανέδειξαν το θέμα ήταν ο ελληνικής καταγωγής ομοσπονδιακός γερουσιαστής Τζορτζ Σαρμπάνης όταν σε πειραματικό επίπεδο προσπάθησε να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία του μόνο από μικρές δωρεές.
Το Παράδειγμα της Κρίσης του 2008
Οι προεκλογικές συνεισφορές μέσω των Super PACs δεν είναι, όμως, το μοναδικό μέσο επιρροής που διαθέτει το 1%. Οι διάφοροι λομπίστες που εκπροσωπούν τα μεγάλα συμφέροντα βρίσκονται πανταχού παρόν στην Ουάσινγκτον και παρακολουθούν από κοντά τους πολιτικούς προσπαθώντας να επηρεάσουν το περιεχόμενο της νομοθεσίας. Μάλιστα έχουν καταγραφεί και περιπτώσεις που είναι οι λομπίστες και όχι οι πολιτικοί αυτοί που την γράφουν.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τραπεζική κρίση του 2008. Το Κογκρέσο ψήφισε το νομοσχέδιο Dodd-Frank με σκοπό να ρυθμίσει την λειτουργία των τραπεζών και της Wall Street και να σιγουρέψει ότι δεν θα ξανασυμβεί κάτι αντίστοιχο. Αλλά οι μεγάλες τράπεζες αντέδρασαν δυναμικά και φαίνεται πως κέρδισαν.
Ειδικότερα, η τελευταία εκδοχή του κειμένου που τέθηκε προς ψήφιση ήταν αυτολεξεί ίδια με την πρόταση που είχε καταθέσει η Citibank. Το συμπέρασμα; Η Citibank είπε αυτό θέλουμε, και το Κογκρέσο αυτό πέρασε.
Την ίδια στιγμή στην υπόλοιπη Αμερική χάνονταν χιλιάδες δουλείες, ενώ εκατοντάδες σπίτια κατάσχονταν, συνταξιοδοτικοί λογαριασμοί στέρευαν και οι προοπτικές εργασίες για τους νέους εργαζόμενους εξανεμίζονταν.
Στα μάτια του απλού πολίτη η επιπολαιότητα και η απληστία της Wall Street κατέστρεψε την αμερικανική οικονομία, αλλά κανένας δεν τιμωρήθηκε. Και την ίδια ώρα, η κυβέρνηση έσωζε πολλές από τις μεγάλες τράπεζες χρησιμοποιώντας τρισεκατομμύρια δολάρια από τα λεφτά των φορολογούμενων.
Το Φαινόμενο της Περιστρεφόμενης Πόρτας
Για τους επικριτές που πιστεύουν ότι η «στημένη οικονομία» είναι γεγονός, δεν προκαλούν έκπληξη αυτά τα φαινόμενα λόγω της «περιστρεφόμενης πόρτας» που υπάρχει ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και την Wall Street. Ειδικότερα, υπάρχουν πρώην στελέχη της Wall Street που δουλεύουν στην κυβέρνηση και εργάζονται για την ρύθμιση της λειτουργίας των τραπεζών και αντίστοιχα συναντάμε κυβερνητικούς λειτουργούς που αφήνουν τα πόστα τους για να εργαστούν στις επικερδείς θέσεις της Wall Street.
Όλα αυτά τα φαινόμενα και οι εξελίξεις λειτούργησαν συσσωρευτικά με το πέρασμα των χρόνων συμβάλλοντας στην αποδόμηση ή ακόμα και στην απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος στα μάτια ενός μεγάλου τμήματος της αμερικανικής κοινής γνώμης. Ποιος άλλωστε θα μπορούσε να είχε φανταστεί μόλις σχεδόν δέκα χρόνια πίσω πως από ριάλιτι σταρ ο Ντόναλντ Τραμπ θα έκανε το επόμενο βήμα της καριέρας του ως ο 45 πρόεδρος των ΗΠΑ;