Η τελευταία, βρίσκεται στην Αθήνα το 1889 σε ηλικία μόλις 19 ετών, ώστε να αποτελέσει την νταντά του, αγέννητου ακόμα, πρίγκιπα Γεωργίου. Η Βέμπερ, κόρη αυστηρού πρώσου συνταγματάρχη της αυτοκρατορικής φρουράς, με άκαμπτες συντηρητικές κοινωνικές και θρησκευτικές αντιλήψεις, από τον πρώτο κιόλας χρόνο παρουσίας της στη πρωτεύουσα, γοητεύεται από τον 22χρονο δόκιμο ανθυπίατρο Μιχαήλ Μιμίκο που είναι τόσο όμορφος που φίλοι και γνωστοί τον αποκαλούν Μιχαλάγγελο.
Ο έρωτας των δύο νέων είναι κεραυνοβόλος, θυελλώδης, αλλά και ρομαντικός. Παρά τους αυστηρούς περιορισμούς από το παλάτι και τη βαριά σκιά του πατέρα, το παράνομο ζευγαράκι συναντιέται τα απογεύματα σε καφενείο στην πλαγιά του Λυκαβηττού, όπου σχεδιάζουν το μέλλον τους. Όταν ο πατέρας συνταγματάρχης πληροφορείται τη σχέση, απειλεί τον Μιμίκο ότι αν ξαναπλησιάσει την κόρη του θα δοκιμάσει την οργή του, ενώ σε αυτή ζητά να παραιτηθεί από τα ανάκτορα ώστε επιστρέψει άμεσα στο Βερολίνο όπου την περιμένει ο εκλεκτός, κατά τον ίδιο, σύζυγος.
Σε αυτό το σημείο οι εκδοχές της ιστορίας διαφέρουν. Άλλοι λένε ότι ο Μιμίκος καλεί σε μονομαχία τον υποψήφιο πεθερό του, άλλοι υποστηρίζουν ότι ο διάλογος πατέρα– κόρης γίνεται μέσω αλληλογραφίας την οποία αυτή αποκρύβει από τον Μιμίκο. Οι δύο ερωτευμένοι κανονίζουν να συναντηθούν στην Ακρόπολη, ώστε να επαναχαράξουν τη στάση τους, ή ακόμα και να παντρευτούν κρυφά στον Άγιο Νικόλαο θέτοντας έτσι τον άκαμπτο πατέρα προ τετελεσμένων.
Όμως, μια επιδημία ασιατικής γρίπης που πλήττει τότε την πρωτεύουσα. στέλνει τον Μιμίκο στο νοσοκομείο και την Μάριχεν στην απόγνωση, αφού αγνοεί την ασθένεια του αγαπημένου της. Πιεσμένη από τον πατέρα της και βιώνοντας απόρριψη από τον αγαπημένο της η νεαρή Μάριχεν ανεβαίνει στις 24 Φεβρουαρίου 1893 στις 11 το πρωί στην Ακρόπολη, πλησιάζει μια πλαγιά του ιερού βράχου και παρουσία δύο τουριστών, ενός έλληνα αρχιτέκτονα και του φύλακα ασφαλείας που προσπαθεί να την αποτρέψει φωνάζοντας «Για όνομα του Θεού παιδί μου σταμάτησε», πέφτει στο βάραθρο.
Η είδηση της αυτοκτονίας συγκλονίζει την Αθήνα, φτάνει γρήγορα στο νοσοκομείο που αναρρώνει ο Μιμίκος, που στο άκουσμα της εντυπωσιάζει με την ψυχραιμία του λέγοντας :«Και αυτό θα περάσει αφού η ζωή πάει μπροστά». Φεύγει ήρεμος από το νοσοκομείο δίνοντας στη νοσηλεύτρια Ελένη Αντύπα 200 χρυσές δραχμές, την ασημένια ταμπακέρα του και τον μαλαματένιο σταυρό που του έχει χαρίσει η Μάριχεν. Το ίδιο βράδυ βρίσκεται με φίλους σε ταβέρνα της Πλάκας, όπου πίνει, κερνάει τους θαμώνες, τραγουδάει «Σε είδα πρωί με μαλλιά ξεπλεγμένα, στους ώμους ριγμένα, γελούσε η σιγή» και τελικά αυτοπυροβολείται στον κρόταφο.
Ακολούθησε το eleftherostypos.gr στο Google News και μάθε πρώτος όλες τις ειδήσεις
Ειδήσεις σήμερα
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr