Μετά, λοιπόν, την αποχώρηση όλων των Ελλήνων στρατιωτικών από τη Μικρά Ασία, είναι ανάγκη να γίνει ένας απολογισμός της μεγάλης ελληνικής τραγωδίας. Τα στοιχεία τα οποία έχουμε στα χέρια μας από το Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) και από διάφορους συγγραφείς δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Βέβαια, σοβαρά λαμβάνουμε υπόψη και τα στοιχεία τα οποία έχει παραθέσει και ο στρατηγός Παναγάκος από τα αρχεία της στρατιάς. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία, την 13/26 Αυγούστου 1922, ημέρα της μεγάλης τουρκικής επίθεσης, το σύνολο του στρατού της Μικράς Ασίας ανήρχετο σε 210.000 άνδρες. Οι νεκροί και οι αιχμάλωτοι ανήλθαν σε 80.000 άνδρες. Συνεπώς διεσώθησαν 130.000, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία τα οποία κρίνονται ως αντικειμενικά. Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι με την έναρξη της μεγάλης επίθεσης υπήρχαν 418 πυροβόλα. Εξ αυτών διεσώθησαν 222, οπότε απωλέσθησαν 196 πυροβόλα.
Είναι ανάγκη εδώ να πούμε και ποιες από τις στρατιωτικές μονάδες της Μικράς Ασίας είχαν τις μεγαλύτερες απώλειες. Ετσι, πρώτη έρχεται η 11η Μεραρχία του Γ’ Σώματος Στρατού, η οποία από 13.500 άνδρες έχασε 10.000 άνδρες, μαζί 32 από 38 κανόνια, τα οποία υπήρχαν στη μονάδα. Ακολουθεί η 13η Μεραρχία του Β’ Σώματος, που είχε απώλειες 9.000 άνδρες, από τις 10.000 που υπηρετούσαν στη μονάδα αυτή. Στη συνέχεια ακολουθεί η 12η Μεραρχία του Α’ Σώματος Στρατού που έχασε 8.500 άνδρες από τους 11.000 άνδρες που υπηρετούσαν στη μονάδα αυτή.
Αντίθετα, τις μικρότερες απώλειες είχαν οι εξής μονάδες: Η 5η Μεραρχία του Α’ Σώματος Στρατού, όπου διεσώθησαν 8.500 άνδρες από τους 12.500 που ήταν το σύνολο. Η 2η Μεραρχία του Β’ Σώματος Στρατού, η οποία διέσωσε 17.000 άνδρες επί συνόλου 18.000 ανδρών. Η 10η Μεραρχία του Γ’ Σώματος Στρατού, η οποία διέσωσε 9.500 άνδρες επί συνόλου 10.500. Τέλος, η Ανεξάρτητη Μεραρχία διέσωσε 7.000 άνδρες από τους 8.000 που υπηρετούσαν σε αυτήν.
Το δράμα του ελληνικού στρατού με τις μεγάλες απώλειες που περιγράψαμε παραπάνω τελείωσε στις 25 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου 1922. Ομως το δράμα και η τραγωδία που ζούσαν οι Ελληνες της Μικράς Ασίας με επίκεντρο την ελληνική Σμύρνη, την «γκιαούρ Ισμίρ», δεν είχε τελειωμό. Σε προηγούμενα κεφάλαια αναφέραμε πολλά από τα δεινά που υπέστησαν οι Ελληνες της Μικράς Ασίας μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τα εδάφη της Μικράς Ασίας. Το πρώτο κτύπημα το δέχθηκαν οι Ελληνες της Μικράς Ασίας όταν στις 15/28 Αυγούστου 1922 πληροφορήθηκαν το επίσημο ανακοινωθέν της στρατιάς για εκκένωση του Αφιόν Καραχισάρ. Αμέσως μετά έφθαναν διάφορες πληροφορίες που έλεγαν ότι το μέτωπο της Μικράς Ασίας είχε πλέον διασπασθεί και ότι οι Ελληνες με μεγάλες απώλειες υποχωρούσαν σε όλα τα μέτωπα. Τότε άρχισαν μαζί με τον ελληνικό στρατό να φεύγουν οι Ελληνες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και να κατευθύνονται προς τη Σμύρνη. Η επιλογή της Σμύρνης δεν ήταν τυχαία. Είχε διαδοθεί ότι οι υποχωρούντες Ελληνες θα συγκεντρώνονταν στη Σμύρνη, όπου θα οργάνωναν μεγάλη άμυνα μαζί με τις ενισχύσεις που αναμένονταν από τη Θράκη, ώστε η Σμύρνη και η περιοχή να παραμείνουν ελληνικές. Ομως οι ελπίδες των Ελλήνων της Σμύρνης διαψεύστηκαν, διότι ο ελληνικός στρατός που έφθανε στη Σμύρνη έδειχνε όχι οργανωμένο στρατό αλλά «συρφετό φυγάδων», ανίκανο πλέον να πολεμήσει. Τότε οι ελπίδες των Ελλήνων της Σμύρνης εστράφησαν προς τον ελληνικό στρατό που θα ήρχετο από τη Θράκη και θα ήταν αξιόμαχος. Πράγματι, στις 23 Αυγούστου/5 Σεπτεμβρίου κατέπλευσε στο λιμάνι της Σμύρνης η Μεραρχία Αδριανουπόλεως. Ομως οι ελπίδες των Ελλήνων της Σμύρνης αποδείχθησαν απατηλές. Και τούτο διότι οι στρατιώτες της Μεραρχίας της Αδριανουπόλεως που κατέπλευσαν στο λιμάνι της Σμύρνης αρνήθηκαν να αποβιβασθούν και άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα και να ζητούν τον απόπλου των πλοίων. Βέβαια, όσοι πολίτες και αξιωματικοί της μικρασιατικής αμύνης κυκλοφορούσαν στο λιμάνι της Σμύρνης απογοητεύθηκαν από το θέαμα αυτό και τότε ο καθένας άρχισε να φροντίζει μόνος του και να ετοιμάζεται για την αναχώρησή του.
Ετσι άρχισε να κυριαρχεί μεγάλη απελπισία μεταξύ του Ελληνικού πληθυσμού που είχε συγκεντρωθεί στη Σμύρνη. Η μόνη τους ελπίδα ήταν η άφιξη πολεμικών συμμαχικών πλοίων, τα οποία είχαν έλθει στη Σμύρνη για να προστατεύσουν τους δικούς τους υπηκόους από τους Τούρκους, οι οποίοι αναμένονταν να εισέλθουν στην πόλη της Σμύρνης. Το χειρότερο όμως όλων για τους Ελληνες της Σμύρνης ήταν η πληροφορία που είχε διαρρεύσει ότι όλος ο ελληνικός στρατός θα έφευγε προς την Ερυθραία. Τότε η λέξη «εγκατάλειψη» εσημειώθη στη συνείδηση όλων και όλοι άρχισαν να συρρέουν στις παραλίες με ό,τι πρόχειρα διέθεταν με αντικειμενικό σκοπό να επιβιβασθούν σε οτιδήποτε πλωτό μέσον. Στην παραλία είχαν καταπλεύσει πολλά εμπορικά πλοία, τα οποία παρελάμβαναν Ελληνες πολίτες για Πειραιά, Μυτιλήνη, Σάμο, Χίο κ.λπ. Ομως η μεγάλη μάζα των προσφύγων παρέμεινε στοιβαγμένη στις παραλίες και στους δρόμους.
Γιατί όμως συνέβησαν όλα αυτά τα γεγονότα, τα οποία ταλαιπώρησαν πάρα πολύ τον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας; Γιατί δεν είχε προπαρασκευασθεί νωρίτερα η αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού; Ολοι εστράφησαν εναντίον του ύπατου αρμοστή Στεργιάδη, τον οποίο θεωρούσαν υπεύθυνο για όλα αυτά τα γεγονότα. Ορισμένοι μάλιστα συγγραφείς έφθασαν στο σημείο να του αποδώσουν και προσωπικό μίσος εναντίον των κατοίκων της Σμύρνης και των ηγετών της, διότι τους απαγόρευσε την έγκαιρη αναχώρησή τους.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Ο Στεργιάδης όμως δεν είχε παύσει να εκτελεί τις εντολές της κυβερνήσεως. Μέχρι όμως τότε η κυβέρνηση δεν είχε πάρει καμία σχετική απόφαση, διότι δεν είχε πεισθεί ότι ήταν δυνατόν να κρατηθούν η Σμύρνη και η περιοχή της υπό την ελληνική κυριαρχία. Κατόπιν όλων αυτών η κυβέρνηση δεν μπορούσε να δώσει εντολή για να φύγει ο ελληνικός πληθυσμός. Ετσι ο Στεργιάδης δεν μπορούσε να πάρει πρωτοβουλία και να επιτρέψει την αναχώρηση των Ελλήνων από τη Σμύρνη. Πέραν των ανωτέρω, για να φύγει όλος αυτός ο κόσμος εχρειάζοντο και πλοία, τα οποία μόνον η ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να στείλει.
Ιδιαίτερη αξία έχει κάτι το οποίο έγραψε την περίοδο εκείνη ο υποπλοίαρχος Τ. Λυκουρέζος, ο οποίος υπηρετούσε ως υπασπιστής εις τον υπουργό Εσωτερικών Ν. Στράτου. Γράφει, λοιπόν, ο Τ. Λυκουρέζος τα εξής: «Υπηρετών τότε ως υπασπιστής υπουργού, έλαβα διαταγήν να συνοδεύσω το αείμνηστον Νικόλαον Στράτο εις το ιστορικό εκείνο ταξείδι του εις Σμύρνην. Ανέμενα διαταγάς εις το Υπασπιστήριον της στρατιάς του αρχιστράτηγου, κατά το πολύωρον εκείνο Συμβούλιον και δεν είχαν παρέλθει 15 λεπτά ότε ο Νικόλαος Στράτος εξήλθε δι’ ολίγον κάτωχρος εκ συγκινήσεως και μου υπαγόρευσε δύο τηλεγραφήματα διά να τα μεταβιβάσω εις τα Αθήνας. Το εν απευθυνόμενον προς τον πρωθυπουργόν, τον επληροφόρει ότι η κατάστασις ήτο απελπιστική και συνεβούλευε να αρχίσει αμέσως η εκκένωσις. Το άλλο δι’ ειδικού κώδικος με τον οποίον κατά διαταγήν του είχα εφοδιασθεί, απηύθυνε προσωπικώς προς τον υπουργόν Ναυτικών Ιωάννην Λεωνίδαν και τον διέτασσε να επιτάξει επειγόντως άπαντα τα εις ελληνικούς λιμένας ναυλοχώντα πλοία και να τα αποστείλει εις Σμύρνην προς εκκένωσιν του πληθυσμού. Καθιστών αυτόν υπεύθυνον διά την εκτέλεσιν, ακόμη και αν αι αποφάσεις της κυβερνήσεως ήσαν αντίθετοι. Τη νύκτα της ίδιας ημέρας επιστρέφοντας προς Πειραιά, ελάβομεν την απάντησιν του πρωθυπουργού (Π. Πρωτοπαδάκη) διαφωνούντος με την έναρξιν εκκενώσεως, προς αποφυγήν πανικού».
Μετά την αποχώρηση της στρατιάς και των στρατιωτικών διοικήσεων, άρχισε η αναχώρηση των πολιτικών υπαλλήλων και την 25 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου 1922 ολοκληρώθηκε η εγκατάλειψη. Τελευταίος αποχώρησε από το λιμάνι της Σμύρνης ο ελληνικός στόλος με το καταδρομικό «Ελλη». Ετσι έμεινε μοναδικός εκπρόσωπος της ελληνικής εξουσίας ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης.
Το ίδιο απόγευμα της 25 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου 1922 έφυγε και ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης με το Ααγγλικό θωρηκτό «Αϊρον Ντιουκ». Ομως κατά τη μετάβασή του στην προκυμαία, τον αντελήφθη το πλήθος των προσφύγων και επιχείρησε να τον λιντσάρει. Για την ημέρα εκείνη ο Επ. Λοβέρδος μεταξύ άλλων γράφει και τα εξής: «Ο ύπατος αρμοστής επιχειρών να αναχωρήσει αναχαιτίζεται υπό του εξαγριωμένου πλήθους. Αγγλικόν άγημα εξασφαλίζει την επιβίβασίν του επί του “Aϊρον Ντιουκ”. Τελευταίοι δημόσιοι αναχωρούν ο πρύτανης Ν. Καραθεοδωρής και ο ταμίας Κ. Ρεβελής, συναποκομίζοντες όλα τα περιουσιακά στοιχεία της υπηρεσίας των. Αποπλέουν τα τελευταία πλοία κατάφορτα προσφύγων. Χιλιάδες χριστιανών παραμεινάντων ελλείψει μεταγωγικών μέσων ευρίσκουν καταφύγιον εις οικίας Ευρωπαίων και στο προαύλιον του ναού της Αγίας Φωτεινής».
Την επομένη, ο Στεργιάδης επιβιβάστηκε στο ρουμανικό πλοίο της γραμμής για την Κωνσταντινούπολη, συνοδευόμενος από τις κατάρες και το ακόρεστο μίσος των προσφύγων που έμειναν πίσω.
Από την έντυπη έκδοση