Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος
Χωρίς να θεωρούμε σωστό να συγκρίνουμε τους ήρωες (σημ. Οι Ελληνες ρέπουμε σε αυτό) είναι αληθές ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν διακρίθηκε βαθμηδόν στα χρόνια της Επανάστασης. Είχε αρχίσει να πολεμάει τους Τούρκους πριν από το 1821, προερχόταν από οικογένεια ηρώων, που πολλοί από αυτούς, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του Κωνσταντής, σκοτώθηκαν πολεμώντας τους Τούρκους.
Ο ίδιος, έτοιμος από πολύ καιρό, ηγείται αμέσως της Επανάστασης. Στις 23 Μαρτίου 1821 μπαίνει ελευθερωτής στην Καλαμάτα, στις 13 Μαΐου 1821, με καθόλου μαθημένους σε μάχες Ελληνες και με πτωχά πολεμικά μέσα, επιτυγχάνει την πρώτη μεγάλη νίκη της Επανάστασης στο Βαλτέτσι, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821 καταφέρνει την κατάληψη της Τριπολιτσάς, στις 26 Ιουλίου 1822 συντρίβει τη στρατιά του Δράμαλη στα Δερβενάκια…
Αντίθετα, για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ο Παπαρρηγόπουλος σημειώνει πως ο χαρακτήρας του και η ηγετική και στρατηγική δεξιότητά του διαμορφώθηκαν στο μέσον της Επανάστασης και διά της τριβής στις συγκρούσεις με τους Τούρκους πέτυχε να αυξήσει και να βελτιώσει αυτές τις ικανότητες. Μέχρι το 1825 ήταν ένας των κλεπτών και αρματολών που συμμετείχαν στην Επανάσταση και που εξεδήλωνε περισσότερο τα ελαττώματά του από τα πολλά του προτερήματα. «Οι τρόποι του ήσαν βάναυσοι, οι λόγοι του πολλάκις αισχροί, η ηθική αξία της κυβερνητικής του έθνους ενότητος ακατάληπτος έτι αυτώ. Η όλη φιλοτιμία του περιορίζεται εις το να λάβη το αρματωλίκιον των Αγράφων», γράφει ο Κων. Παπαρρηγόπουλος (Αυτ. σελ. 18).
Αλλά, σημειώνει ο ιστορικός μας, περί το 1825 ο ίδιος άνθρωπος «ανυψούται βαθμηδόν υπέρ το κοινόν μέτρον των κατά την Ρούμελην συναδέλφων του… Λαβών το της γενικής αρχηγίας δίπλωμα… κατορθώνει να συμπυκνώση περί εαυτόν τα λείψανα των Ρουμελιωτικών σωμάτων, εμψυχώνει την φρουράν των Αθηνών, επιχειρεί την ένδοξον αυτού στρατείαν, καταπείθει και αυτούς τους αγερώχους Σουλιώτας να υποταχθώσιν εις αυτόν, αναδείκνυται νικηφόρος εις Ράχοβαν (σημ. Αράχωβα), εις Τουρκοχώριον, εις Δίστομον, ανυψοί την καταπεπτωκυίαν Ελληνικήν σημαίαν μέχρι Μακρυνόρους, επανέρχεται εις την Αττικήν, συγκροτεί ενταύθα το μέγιστον των στρατοπέδων όσα επί της Επαναστάσεως συνεκροτήθησαν, και, προς μυρίας ηθικάς και υλικάς αντιπαλαίων δυσχερείας, αναφαίνεται επί τοσούτον κρείσσων της ειμαρμένης, ώστε ότε επί τέλους, εν ημέρα αποφράδι, κατεβλήθη αίφνης υπ’ αυτής, η Ελλάς σύμπασα, ήτις προ διετίας μόλις εγίνωσκε το όνομά του, εθεώρησεν ήδη τον θάνατον αυτού ως την καιριωτέρων των πληγών όσας εδύνατο να λάβη» (Αυτ. σελ. 19).
Και ο Παπαρρηγόπουλος συμπεραίνει: «Πρόδηλον άρα ότι ο υπέρ της ανεξαρτησίας αγών διέπλασε κατά μικρόν τον άνδρα και ότι ο Καραϊσκάκης, τα μεν ελαττώματα αυτού παρέλαβεν από της ανατροφής, τα δε προτερήματα, τα ευγενέστερα τουλάχιστον των προτερημάτων, οφείλει εις το πνεύμα της Επαναστάσεως, το επιφυσήσαν επ’ αυτού και αλλοιώσαν και εξευγενίσαν τον άνθρωπον τούτον» (Αυτ. σελ. 19).
Το ματωμένο «βασίλειο» των Ασαντ: Μισός αιώνας σκληρής δικτατορίας στη Συρία
Οι πρώτες βιογραφίες του Γ. Καραϊσκάκη γράφτηκαν χρονικά κοντά από το θάνατό του. Πρώτος ο Γεώργιος Γαζής, λόγιος και αγωνιστής, από το Δελβινάκι της Ηπείρου, έγραψε στην Αίγινα, το 1828, τη «Συνοπτική Ιστορία του Γεωργίου Καραϊσκάκη». Ακολούθησε, το 1834, η από πρώτο χέρι «Βιογραφία του Στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη», του Δημητρίου Αινιάνα, συμμαχητού και εμπίστου γραμματέως του ήρωα. Η Βιογραφία είχε Β’ Εκδοση το 1903, με πρόλογο και σχόλια του Γιάννη Βλαχογιάννη.
Ο Γαζής δεν γράφει σχεδόν τίποτε για τη γέννηση και τα παιδικά χρόνια του Καραϊσκάκη: «Κατήγετο από την Αρταν (εξ Αμφιλοχίας) από χωρίον Σκουληκαρυιάν, από γονείς καλούς. Η μητέρα του ήτον αδελφή του Κώνστα Διμισκή και πρώτη εξαδέλφη του καπετάν Γώγου Μπακόλα. Ανετράφη εις την Αυλήν του Αλή Πασά…». Αυτά γράφει ο άνθρωπος που γνώρισε από κοντά τον ήρωα και πολέμησε μαζί του και που απέκρυψε την αλήθεια, ωσάν αυτή, αν γραφόταν, να έθιγε την αξία του.
Αντιθέτως, ο επίσης κοντινός του ήρωα Αινιάν γράφει για τη γέννηση και τα παιδικά χρόνια του:
«Ο Καραϊσκάκης εγεννήθη εις το 1782. Η μήτηρ του ήτον καλογραία γεννημένη εις το χωρίον Σκωληκοκαριά της Επαρχίας Αρτης. Μη ακολουθούσα αυστηρώς τους κανόνας του βίου εις τον οποίον είχεν αφιερωθεί, συνέλαβεν τον Καραϊσκάκην. Δεν έλαβεν όμως την σκληρότητα και ανοησίαν του να ζητήσει να κρύψει το εν σφάλμα πίπτουσα εις άλλον μεγαλύτερον και σκληρότερον. Εγέννησε τον Καραϊσκάκην, τον ανέθρεψε όμως καθώς ήτον επόμενον εις γυναίκα η οποία περιήρχετο τας επαρχίας διά να πορίζεται τα προς το ζην. Επειδή δε διά την τολμηρότητά της και διά την γλώσσαν της είχε γίνει γνωστή εις πολλάς επαρχίας, ο Καραϊσκάκης εγνωρίζετο πολλάκις με την επωνυμίαν “ο υιός της Καλογραίας”. Μόλις ο Καραϊσκάκης έφθασεν εις ηλικίαν να φέρει όπλα αμέσως συγκατετάχθη εις εν σώμα κλεπτών…».
Ενα επεισόδιο που πρωταγωνίστησε ο Καραϊσκάκης πλάι στον περίφημο Κατσαντώνη και που διηγείται ο Γ. Τερτσέτης (Απαντα, τομ. Β’, σελ. 21) ήταν που σκότωσε τον Βεληγκέκα, τον φοβερό σωματάρχη του Αλή Πασά. Στο ελληνικό θέατρο σκιών, με πρωταγωνιστή τον Καραγκιόζη, ανάμεσα στις φιγούρες είναι ο Βεληγκέκας, που είναι το δεξί χέρι του Πασά, που βασανίζει τους Ελληνες και που βρίσκει πάντα τον μπελά του και τις «τρώει» από τον Μπαρμπαγιώργο….
Για τις σχέσεις του Καραϊσκάκη με τις γυναίκες ο Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι ο ήρωας «ήταν προσηλωμένος εις την γυναίκα του και ο τρόπος που την διέσωσε από τα νύχια του Αλή Πασά ηύξησεν έτι μάλλον την προ καιρού περί της τόλμης του ανδρός επικρατήσασαν μεταξύ των συναγωνιστών του υπόληψιν». Ο Καραϊσκάκης θεωρούσε ότι η γυναίκα του Γκόλφω Σκυλοδήμου, από αρματολική γενιά, ήταν «εκ των πολυτιμοτέρων αγαθών της ζωής του». Και σε τρίστιχο εξηγεί: «Νέος υπανδρεύθηκα, ωραίαν γυναίκα πήρα, ζεύκια (φαγοπότια) πολλά έκαμα, δόξαν μεγάλην ηύρα και γρόσια εκαζάντησα (κέρδισα) όσα μου ήταν χρεία» (Αυτ. σελ. 160). Εκαμε μαζί της τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια [βλ. σχ. Θεμ. Πέτρου «Καραϊσκάκης», Εκδ. Ι.Μ. Αγ. Γεωργίου Μαυρομματίου Καρδίτσης («Καραϊσκάκη»), 1973, σελ. 67].
Οταν βρισκόταν στην Ελευσίνα, το 1826, πληροφορήθηκε πως η γυναίκα του απεβίωσε στο νησάκι Κάλαμος Λευκάδας, αφήνοντας μωρό τον Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη και μικρά τα άλλα τρία παιδιά τους. Προς στιγμήν σκέφθηκε να αφήσει την αρχηγία και να τρέξει σ’ αυτά, αλλά δεν το έκαμε. Εγραψε στη διοίκηση: «Απέθανεν η σύζυγός μου και ήθελον να υπάγω να οικονομήσω τα παιδιά μου, αλλά δεν αφήνω την Πατρίδα». Πρόκειται για ένα από τα πολλά δείγματα της φιλοπατρίας του ήρωα και της συναίσθησης της ευθύνης του έναντι του έθνους μας.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr