Η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λιόν, από τους απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς, υποπλοίαρχο Απόστολο Τσερέπη και υπολοχαγό Γεώργιο Κυριάκη, σε συνδυασμό με το τοξικό κλίμα του Εθνικού Διχασμού μεταξύ υποστηρικτών Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’, ανοίγει διάπλατα την, έτσι κι αλλιώς ορθάνοιχτη, πόρτα του νεοελληνικού φρενοκομείου.
Φήμες
Οι πρώτες συγκεχυμένες πληροφορίες που φθάνουν στην πρωτεύουσα το πρωί της 31ης Ιουλίου μιλούν για δολοφονία και όχι για απόπειρα. Η κυβέρνηση, επιχειρώντας να διαχειριστεί τη ροή της ενημέρωσης, αφήνει να διαρρέουν ανυπόστατες φήμες, οι οποίες λειτουργούν ως αναμμένο σπίρτο σε αχυρώνα. Οταν τελικά η είδηση ανακοινώνεται επίσημα στις 13.30 και τοιχοκολλείται σε δημόσια κτίρια της οδού Σταδίου, είναι ήδη αργά.
Μεμονωμένες ομάδες αγανακτισμένων βενιζελικών δημιουργούν αυτοσχέδιες συγκεντρώσεις και πορείες στο κέντρο της πρωτεύουσας, εκτοξεύοντας ύβρεις και κατάρες κατά των δολοφόνων, και ζητωκραυγές υπέρ του Βενιζέλου. Σε αυτούς αναμιγνύονται στρατιώτες, ναύτες, αξιωματικοί κρατώντας ραβδιά και λοστούς. Ο βενιζελισμός στήνει το δικό του γαϊτανάκι τρόμου και μίσους, αναζητώντας ξέσπασμα, που, μέσα στο κλίμα παραφροσύνης, δεν είναι δύσκολο να βρεθεί.
Πρώτος, ευκολότερος και… συνηθισμένος στόχος είναι εφημερίδες και δημοσιογράφοι. Ολος ο αντιπολιτευόμενος Τύπος -«Νέα Ημέρα», «Αθηναϊκή», «Εσπερινή», «Πολιτεία», «Καθημερινή», «Ριζοσπάστης», «Εφημερίς του Χρηματιστηρίου» και «Σκριπτ»- δέχεται μαζικές επιθέσεις του όχλου, που σπάει γραφεία, τυπογραφικές και λινοτυπικές μηχανές, κόβει τους ιμάντες των πιεστηρίων, πετά ρολά χαρτιού στον δρόμο και τους βάζει φωτιά, καίει λογιστήρια και αρχεία εφημερίδων. Πολλές φορές, από τους εμπρησμούς των εγκαταστάσεων κινδυνεύουν να γίνουν παρανάλωμα του πυρός ολόκληρα κτίρια στο κέντρο της πόλης. Εκδότες, διευθυντές εφημερίδων και δημοσιογράφοι συλλαμβάνονται ή καταζητούνται με φαιδρές κατηγορίες, όπως η δημοσίευση «εξερεθιστικών άρθρων» ή με δήθεν σοβαρά στοιχεία συμμετοχής σε συνωμοσία ανατροπής της κυβέρνησης. Είναι τέτοιο το μέγεθος των καταστροφών, που οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες δεν κυκλοφορούν για πολλές ημέρες, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να «υποχρεωθεί» να δηλώσει ότι όχι μόνο επιτρέπεται η έκδοση αυτών των εφημερίδων, αλλά ότι θα εξασφαλίσει την ασφάλεια γραφείων και εργαζομένων σε αυτά.
Μια ομάδα κρούσης κατευθύνεται στο Θέατρο Κοτοπούλη στην Ομόνοια, αφού όλοι γνωρίζουν τον πολυετή δεσμό της μεγάλης πρωταγωνίστριας με τον δηλωμένο αντιβενιζελικό Ιωνα Δραγούμη. Παρότι το θέατρο είναι από τους ελάχιστους στόχους που φυλάσσεται από μεγάλη αστυνομική δύναμη, το μένος του πλήθους είναι τέτοιο, που έξω απ’ αυτό διεξάγονται μάχες σώμα με σώμα με στόχο την κατάληψη του χώρου. Μπορεί ο αστυνομικός κλοιός της εισόδου να μην κάμπτεται, αλλά κάποιοι διαδηλωτές, μέσω της οδού Σατωβριάνδου, σκαρφαλώνουν σε γειτονικές στέγες και ταράτσες, καταφέρνοντας τελικά να εισβάλουν στο θέατρο, προκαλώντας του σημαντικές ζημιές.
Στόχοι επιθέσεων στο κέντρο της πόλης καθώς και σε συνοικίες -Ψυρρή, Πλάκα, Νεάπολη κ.λπ.- γίνονται δεκάδες μαγαζιά υποστηρικτών του έκπτωτου βασιλιά Κωνσταντίνου, όπως τα καφενεία «Νέον Αθήναιον», «Αντωνιάδη», «Ντορέ», το ζυθοπωλείο του Κεσάτη, καθώς και κάθε άλλο κατάστημα θεωρείται ότι ανήκει σε φιλοβασιλικούς. Το μένος των διαδηλωτών θυμίζει περισσότερο ξεκαθάρισμα λογαριασμών παρά πολιτική διαφωνία. Είναι τέτοιο το χάος που προκαλείται από το ανεξέλεγκτο πλήθος, που με έκτακτη αστυνομική διαταγή επιβάλλεται το κλείσιμο όλων των καταστημάτων της πρωτεύουσας μετά τις 7 το απόγευμα.
Αποκρουστικότερες όλων είναι οι επιθέσεις σε σπίτια πολιτικών αντιπάλων. Στη συνοικία Μακρυγιάννη, στην οικία του υποψήφιου δολοφόνου του πρωθυπουργού Απόστολου Τσερέπη «…ομάς πολιτών εισήλθεν εντός αυτής και ενέτρεψεν παν το πρόστυχον, καύσασα τα έπιπλα και τα λοιπά σκεύη της οικίας, τα οποίαν επυρπόλησε εις την οδόν». Στην οδό Αχαρνών μπαίνουν στο σπίτι του βουλευτή, πρώην υπουργού Γεωργίου Μπαλτατζή -που δύο χρόνια μετά καταδικάζεται στη «δίκη των 6» και εκτελείται στου Γουδή- και καίνε τα έπιπλά του. Την ίδια τύχη έχει το σπίτι του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη, στο οποίο το πλήθος καταστρέφει έπιπλα, καθρέφτες, αγάλματα, καθώς και εικόνες του έκπτωτου βασιλιά Κωνσταντίνου.
«Επίσης και άλλαι οικίαι ανήκουσα εις πρόσωπα της αντιθέτου μερίδος υπέστησαν την αυτήν τύχην», σημειώνει σε μονόστηλο της συμπολιτευόμενη εφημερίδας της επόμενης ημέρας. Χωρίς αντιπολιτευόμενο, ο φιλοκυβερνητικός ξεσαλώνει, άλλοτε υποτιμώντας τα επεισόδια, άλλοτε χαρακτηρίζοντας την οργή των διαδηλωτών δικαιολογημένη: «Πλήρης η δικαιολογία των βιαιοτήτων. Προήλθαν εκ της ακατασχέτου, της ακρατήτου, της ορμητικής ως λαίλαψ λαϊκής αγανακτήσεως εις το άκουσμα της στυγερής δολοφονικής απόπειρας κατά του λατρευτού Αρχηγού της Φυλής».
Οι δοξολογίες της οργής
Στις 6 το απόγευμα της ίδιας ημέρας χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών της Αθήνας, καλώντας τους πιστούς σε δοξολογία για τη διάσωση του Βενιζέλου στη Μητρόπολη, με τα πλήθη να συρρέουν από κάθε συνοικία της πόλης. Κρατούν σημαίες του Κόμματος των Φιλελευθέρων και λάβαρα, και ενώνονται με συγκεντρώσεις σωματείων, επαγγελματικών φορέων που σχηματίζουν μια νέα μεγάλη φιλοκυβερνητική διαδήλωση από την οποία ακούγεται για αντιβασιλική βουή.
Ακούγονται φήμες περί εκτέλεσης του Ιωνα Δραγούμη, αλλά το πλήθος θέλει και άλλους νεκρούς, φωνάζοντας: «Και τους δεκαέξι», «Οι δεκαέξι έγιναν δεκαπέντε». Πράγματι ο Δραγούμης είχε δολοφονηθεί λίγες ώρες πριν κοντά στο σημερινό Χίλτον, όταν, αψηφώντας τις παραινέσεις της Μαρίκας Κοτοπούλη, επιστρέφοντας στην Αθήνα από την Κηφισιά ώστε να γράψει καταδικαστικό της απόπειρας δολοφονίας άρθρο, συνελήφθη σε μπλόκο. Οι περισσότεροι υποστηρικτές του είναι πιο προσεκτικοί και κρύβονται.
Πολλά στελέχη της αντιπολίτευσης συλλαμβάνονται και μεταφέρονται με αυτοκίνητα στις φυλακές Συγγρού. Ενδεικτικό του κλίματος παραλογισμού που επικρατεί είναι ότι, επειδή σε αντίστοιχη δοξολογία για τη διάσωση του πρωθυπουργού στην Πάτρα απουσιάζει ο δήμαρχος της πόλης, παύεται την ίδια ημέρα με απόφαση του υπουργού Εσωτερικών. Φυσικά, ο φιλοκυβερνητικός Τύπος υπερθεματίζει: «Ο πρώτος πολίτης μιας πόλεως, εκλεγείς διά την ψήφο όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως κομματικής χροιάς, δεν δύναται να χαρακτηρίζει εαυτόν ως αντιπρόσωπον μιαν μόνο μερίδας, και έχει καθήκον να εκπροσωπεί την πόλη και όχι την γνώμην του».
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr