Στα τέλη 19ου με αρχές 20ού αιώνα οι υποθέσεις νέων που δίνουν τέλος στη ζωή τους λόγω της αρνητικής παρέμβασης γονέων ή τρίτων στη σχέση τους είναι πάμπολλες, γεμίζοντας τις σελίδες των εφημερίδων με γλαφυρές περιγραφές: «Ο Εδμόνδος Πελεγκέν, νεαρός βλαστός του προξένου της Γαλλίας, εντιμοτάτου Μισέλ Πελεγκέν, αυτοεπυροβολήθη χθες διά περιστρόφου, μη δυνηθείς ν’ ανθέξει τον αποχωρισμόν της αγαπημένης του Ελληνίδος δίδος Χ… δεδομένου ότι ήτο υποχρεωμένος να επιστρέψει εις Παρισίους διά σπουδάς. Οποία οδύνη διά τους τεθλιμμένους γονείς».
Κάποιες φορές τη λύση δίνει η απαγωγή της κοπέλας, με στόχο την παράκαμψη των γονικών αντιρρήσεων. «Δύο ερωτευμένοι, ο ελαιοχρωματιστής Νικ. Δουλούμπας και η 18ετίς μοδιστρούλα Βασιλική Κοσμάτου, απεφάσισαν να αλληλαπαχθούν καταφεύγοντες εις μιαν ερωτικήν φωλέαν, την οποίαν μάτην προσπαθεί η Αστυνομία ν’ ανακαλύψει» γράφει εφημερίδα του 1908, ενώ το 1929 ένας 18χρονος ερωτευμένος κλέβει από τη μητέρα του πέντε… ομολογίες του προσφυγικού δανείου ώστε να ταξιδέψει στη Μυτιλήνη και να απαγάγει την εκεί καλή του, όπως και κάνει. Η σύλληψη δεν αποθάρρυνε τον ερωτευμένο νεαρό, ο οποίος αφού «…προ της βίας και μετά δακρύων εγκατέλειψε την αγαπημένη του, εν συνεχεία ενημερώνει τους αστυνομικούς… ότι ευθύς ως αφεθεί ελεύθερος θα τρέξει και πάλι εις την τρυφεράν αγκάλην της αγαπημένης του, η οποία άλλωστε, συνέχισε, είναι η σύζυγός του και υπολείπεται μόνο η τυπική θρησκευτική ένωσίς των».
Μυθιστορηματική είναι η εξέλιξη ενός παθιασμένου παράνομου έρωτα που εξελίσσεται στην πρωτεύουσα των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Ελαιοχρωματιστής και πατέρας δύο παιδιών παρατηρεί με καχυποψία τις συχνότατες επισκέψεις στο σπίτι και τις διαχύσεις με τη γυναίκα του φίλου και γείτονά του. Σε ερώτηση που κάνει στη σύζυγο, αυτή απαντά ότι την περιτριγυρίζει γιατί θέλει να παντρευτεί την ξαδέλφη της. Για να πειστεί μάλιστα, ο φίλος του πράγματι ζητά σε γάμο την ξαδέλφη της γυναίκας του, κάνοντας έτσι, σύζυγο, ξαδέλφη και εραστές χαρούμενους.
Διαβάστε επίσης: Ποιος πραγματικά ήταν ο Άγιος Βαλεντίνος – Ο θρύλος, οι ερωτευμένοι και η Ορθοδοξία
Οι ψύλλοι όμως δεν εγκαταλείπουν τα αφτιά του ελαιοχρωματιστή, που στήνοντας παγίδα βλέπει σύζυγο και φίλο να ερωτοτροπούν. Χωρίς να πει τίποτα, όταν βρίσκονται οι τρεις τους στο σπίτι, μετά από πολύ ποτό, αρχικά τους λέει πως θα τους κάνει μια έκπληξη και εν συνεχεία βυθίζει στην κοιλιά του ένα μαχαίρι. Τις ημέρες που χαροπαλεύει στο νοσοκομείο, το παράνομο ζευγάρι διαδίδει ότι επρόκειτο για απόπειρα αυτοκτονίας λόγω του ποτού, ενώ ο φίλος του παραλίγο αυτόχειρα επισπεύδει τον γάμο με την ξαδέλφη της ερωμένης του, λαμβάνοντας μάλιστα και μια καλή προίκα, ενώ συνεχίζουν κανονικά τη σχέση τους… Τα σχέδια των εραστών αλλάζουν και πάλι όταν ο σύζυγος, μετά από μάχη με τον θάνατο, διασώζεται με αποτέλεσμα να τους απειλεί με φόνο όταν βγει από το νοσοκομείο. Το ερωτευμένο ζευγάρι πουλάει άμεσα τα έπιπλα των δύο σπιτιών, παίρνει την προίκα της ξαδέλφης της συζύγου και εξαφανίζεται, αφήνοντας τον μαχαιρωμένο σύζυγο μόνο του στο σπίτι με δύο παιδιά και τη μόλις μία εβδομάδα παντρεμένη ξαδέλφη σε ένα σπίτι χωρίς έπιπλα και χωρίς προίκα…
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μια περίπτωση απαγωγής ερωτευμένων το 1908, με την Αστυνομία να παίζει διπλό ρόλο, αφού αρχικά συλλαμβάνει τους δράστες και εν συνεχεία τους παντρεύει… Ολα ξεκινούν όταν μια 17χρονη πιέζει τους γονείς της να την αφήσουν να παντρευτεί τον 22χρονο φίλο της: «”Μα τον αγαπώ!” τους έλεγε καθημερινώς. “Να τον… ξαγαπήσεις!” απαντούν τα σκληρά γερόντια», αναφέρει η γλαφυρή περιγραφή της εφημερίδας η οποία παρουσιάζει με άκομψο τρόπο τους γονείς της κοπέλας: «…όταν μάλιστα ο μπαμπάς έχει μπαρμπέτες (σ.σ.: φαβορίτες) και η μαμά… μουστάκια».
Μπροστά στη γονική άρνηση ο νεαρός απήγαγε την ανήλικη αλλά, μόλις δύο μέρες μετά, το ζεύγος συλλαμβάνεται από την Αστυνομία, με την κατάληξη της ιστορίας να θυμίζει «χάπι εντ» ελληνικής ταινίας. Ο διευθυντής του αστυνομικού τμήματος ανακρίνει το νεαρό ζευγάρι και όταν αυτοί τού απαντούν ότι αγαπιούνται, εκείνος δίνει την ευχή του, μπροστά στους έκπληκτους γονείς: «”Αφού τον αγαπάς και σε λατρεύει, παρθείτε τότε!”. “Μα…” τολμούν να πουν τα γερόντια. “Τι μα και ξεμά”, απαντά ο κ. Δαμηλάτης. Και ο γάμος έγινε χθες το απόγευμα, εις την διεύθυνσην της Αστυνομίας, παρισταμένων αστυνόμων, δημοσιογράφων κ.λπ.».
Αντίθετα με την παραπάνω ευτυχή κατάληξη, τραγικό τέλος έχει άλλος έρωτας νεαρού ζευγαριού, πάλι το 1908. Εφηβος ερωτεύεται αρσακειάδα, αλλά αυτή τη φορά το πρόβλημα δεν είναι οι γονείς της κοπέλας που δεν συναινούν στον δεσμό, αλλά οι γονείς του νεαρού που τον απειλούν ότι αν την παντρευτεί, θα τον αποκληρώσουν. Το ζευγάρι συνεχίζει να ζει τον έρωτά του αλλά ο νεαρός δεν αντέχει την ασφυκτική πίεση του πατέρα του και με 25 δρχ. που του δίνει η μητέρα του, αγοράζει περίστροφο με το οποίο αυτοκτονεί σε δωμάτιο κεντρικού ξενοδοχείου. Οι υπάλληλοι, που στο άκουσμα του πυροβολισμού σπάνε την πόρτα του δωματίου, ακούν τον αυτόχειρα να λέει με σβησμένη φωνή τα τελευταία του λόγια: «Ο πατέρας μου φταίει δι’ αυτό που έκαμα».
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Τον Φεβρουάριο του 1929 τα βέλη του θεού έρωτα χτυπούν τενόρο του ελαφρού μουσικού θεάτρου και νεαρή και ωραία σύζυγο γνωστού δικηγόρου της πρωτεύουσας ο οποίος, φυσικά, αγνοεί τα πάντα. Το παράνομο ζευγάρι γνωρίζεται μάλιστα μέσω της αδελφής του συζύγου που, ως συνάδελφος του τενόρου, καλεί τη νεαρή νύφη της στις παραστάσεις όπου και συναντά τον θυελλώδη έρωτά της. Ενα ταξίδι του δικηγόρου στο εξωτερικό φέρνει πιο κοντά τους εραστές, οι οποίοι μάλιστα εγκαθίστανται στο σπίτι της μητέρας της και πεθεράς του συζύγου. Φορτωμένη με τύψεις, ως υπεύθυνη της γνωριμίας τους, η αδελφή του δικηγόρου τού στέλνει γράμμα στο οποίο αναλύει αυτό που είναι γνωστό ως σήμερα «ο σύζυγος το μαθαίνει τελευταίος».
Ο κερασφόρος σύζυγος επιστρέφει εσπευσμένα στην Αθήνα όπου τον περιμένουν νέες άσχημες εκπλήξεις, αφού ξυλοκοπείται, εναλλάξ, από σύζυγο, εραστή και πεθερά, δικαιώνοντας έτσι άλλο ένα γνωστό ρητό: «Κερατάς και δαρμένος».
Διπλή αυτοκτονία στη Θεσσαλονίκη
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η Θεσσαλονίκη συγκλονίζεται από την είδηση της αυτοκτονίας με φώσφορο δύο νεαρών Εβραίων της πόλης. Ο Ελί και η Ρασέτ είναι γειτονόπουλα στην εβραϊκή συνοικία, η σχέση τους έχει την έγκριση των δύο οικογενειών και όλα δείχνουν ότι ο έρωτάς τους θα ολοκληρωθεί με γάμο που θα γίνει σε μερικούς μήνες. Ομως, λίγες ημέρες πριν από την τέλεση του μυστηρίου, οι μελλοντικοί συμπέθεροι διαφωνούν έντονα στο ποσό της προίκας του κοριτσιού με αποτέλεσμα να ζητήσουν από το νεαρό ζευγάρι τη διακοπή της σχέσης τους. Οι τελευταίοι, αρνούμενοι να αποδεχτούν το γονικό τελεσίγραφο, αποφασίζουν να δώσουν τέλος στη ζωή τους με τραγικό τρόπο.
Αναφέρει η εφημερίδα της εποχής: «Χωρίς καν να τους τρομάξει ο θάνατος, εν κοινή συμφωνία καθόρισαν ως ημέραν αυτοκτονίας την Τετάρτην. Αγόρασαν από κάποιο φαρμακείο δισκία φωσφόρου. Ο Ελί έτριψεν το τεμάχιον φωσφόρου ενώ η νέα παρασκεύασε το δείπνο: Σούπα φιδέ. Ο νέος ρίπτει το υγρόν του θανάτου εντός της χύτρας και η νέα αφού το ανεκίνησεν αρκετά το σερβίρει. – Ελί! – Ρασέτ! Ησαν τα τελευταία λόγια των και με σφικτόν ενηγκαλισμόν ηνώθησαν για τελευταία φορά τα χείλη των. Ακολούθως επιδόθηκαν με εξαιρετικήν λαιμαργίαν εις το φαγητόν και ενός ολίγου τα πινάκιά των ήσαν κενά». Οι ερωτευμένοι αυτόχειρες δείχνουν στην αποχαιρετιστήρια επιστολή ως υπεύθυνους της πράξης τούς γονείς τους: «Αυτοκτονούμε εκ συμφώνου διότι αρνούνται να μας ενώσουν. Τους συγχωρούμεν».
Δείτε τα δημοσιεύματα της εποχής:
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής