Ο Γερμανός αντιπτέραρχος, στρατιωτικός διοικητής Νοτίου Ελλάδος Χέλμουτ Φέλμυ δηλώνει ότι τα γερμανικά στρατεύματα αποσύρονται από την Αθήνα που έχει κηρυχθεί ανοχύρωτη πόλη. Το ίδιο κάνουν και τα συνεργαζόμενα με τους κατακτητές Τάγματα Ασφαλείας τα οποία κλείνονται στο στρατόπεδο στο Γουδί. Μικρό γερμανικό απόσπασμα παραμένει στον Πειραιά για να διενεργήσει καταστροφές.
Πριν ακόμα οι τελευταίοι Γερμανοί εκκενώσουν την πόλη, ο αθηναϊκός λαός ξεχύνεται στους δρόμους σε ένα αυθόρμητο ξέσπασμα και η Αθήνα κατακλύζεται από ελληνικές και συμμαχικές σημαίες (αγγλικές, σοβιετικές, αμερικανικές).
«Ήταν ένα κάρο φορτωμένο νέους και νέες που ξεφωνίζανε. Στο άλογο που τραβούσε το κάρο καθότανε καβάλα μια γυναίκα μελαχρινή σα γύφτισσα που είχε στο κεφάλι και στους ώμους ένα σάλι επαναστατικά κατακόκκινο. Φορούσε κίτρινο φουστάνι κι είχε διάφορα χαϊμαλιά στο στήθος, κρατούσε μια ελληνική σημαιούλα και ξεφώνιζε τραγουδώντας: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη…». Μια παρέα μάγκες γυρίζανε με ένα χαρτονένιο Χίτλερ κρεμασμένο σε ένα κοντάρι και φωνάζανε ρυθμικά «Εμπατίρησε»(καινούργια λέξη argot).. Πολλά τραμ και καμιόνια ανεβοκατέβαιναν τους κεντρικούς δρόμους φορτωμένα παιδιά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που φωνάζανε συνθήματα των οργανώσεών τους. Είδα και μια παρέλαση πιτσιρίκων με ξύλινα τουφέκια, του «παιδικού μετώπου» του ΕΑΜ», γράφει ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς για τη «μεγάλη ημέρα» (Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια Ημερολογίου, Αθήνα: Εστία).
Ο Κώστας Παράσχος, δημοσιογράφος, ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίους που συρρέουν στο κέντρο της πόλης, περιγράφει την πρωτόγνωρη εμπειρία που έζησε:
«Μπήκα άθελά μου στο ρυθμό που επικρατούσε γύρω μου. Τι κάναμε δηλαδή; Μα απλό πράγμα: χαιρόμαστε και δεν ξέραμε πώς να εκφράσουμε τον ενθουσιασμό μας […] Τώρα μας ενδιέφερε να ζήσουμε τη μεγάλη μέρα» (Κώστας Παράσχος, Η απελευθέρωση, Αθήνα: Ερμής 1983)
«Σε κάθε γωνιά βουίζουν τα χωνιά (…). Ανεβασμένοι στ” αυτοκίνητα ρίχνουν οι ΕΑΜίτες τα συνθήματα που τ” αρπάζει με μια φωνή ο κόσμος και τα κάνει βουή και σάλπισμα για να φτάσουν απ” άκρη σ” άκρη της Ελλάδας: Κανένα άσυλο στους προδότες! Λευτεριά- Λαοκρατία!», διαβάζουμε στην ανταπόκριση του Ριζοσπάστη που κυκλοφορεί ύστερα από 8 χρόνια ελεύθερα πλέον στο κέντρο της πρωτεύουσας (Ριζοσπάστης, 13 Οκτωβρίου 1944). Για τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων, η Απελευθέρωση αποτελεί μια πρωτόγνωρη εμπειρία καθώς έβγαιναν από μια μακρόχρονη περίοδο διώξεων και παρανομίας.
Τη 12η Οκτωβρίου κυριαρχούν οι αυθόρμητες εκδηλώσεις του αθηναϊκού λαού για την απελευθέρωση της πόλης. Σε όλη τη διάρκεια των πανηγυρισμών επικρατεί απόλυτη τάξη σε αντίθεση με ότι συνέβη σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Διασκεδάζοντας τους φόβους των πολιτικών του αντιπάλων για «λουτρό αίματος» και παρά τη διάχυτη επιθυμία για εκδίκηση απέναντι στους συνεργάτες των κατακτητών η ηγεσία του ΕΑΜ τήρησε τις υποχρεώσεις της απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας τιθασεύοντας τη μεγάλη δύναμή του κινήματος. Το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ στην Αθήνα παρόλο που θα μπορούσε να προχωρήσει σε κατάληψη του συνόλου της πόλης, καθώς απουσίαζε μια οργανωμένη επαρκής ένοπλη δύναμη, όχι μόνο πρωτοστάτησε στην τήρηση της τάξης αλλά περιφρούρησε και προστάτευσε τις υποδομές της Αθήνας και του Πειραιά. Τμήματα μηχανικού του ΕΛΑΣ έκοψαν τα σύρματα των υπονομεύσεων στο αεροδρόμιο του Ελληνικού (Χασανίου), στο φράγμα του Μαραθώνα ενώ δυνάμεις της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Αττικής συγκρούστηκαν με τους υποχωρούντες Γερμανούς στο Κακοσάλεσι (Β. Μπαρτζιώτας, Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1984)
Ο Βρετανός συνταγματάρχης της SOE, Ρ. Σέπαρντ, σύνδεσμος του Στρατιωτικού Διοικητή με το Βρετανικό Στρατηγείο, ο οποίος επισκέφθηκε το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου τις συνοικίες της πόλης και τις περιοχές που έλεγχε το ΕΑΜ διαπίστωσε απόλυτη ησυχία παντού, ενώ ο ΕΛΑΣ και άλλες οργανώσεις περιπολούσαν με πειθαρχία στους σχεδόν έρημους δρόμους (Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944. Από τα έγγραφα του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών Foreign Office 371 Τόμος Β 1944, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών 2004).
Την ίδια ημέρα μονάδα Βρετανών αλεξιπτωτιστών ρίπτεται στα Μέγαρα. Η μονάδα αυτή από κοινού με τη Βρετανική Ταξιαρχία, που θα αφιχθεί στις 14 Οκτωβρίου, θα κινηθεί προς την Αθήνα μαζί με τις άλλες βρετανικές μονάδες της επιχείρησης ΜΑΝΝΑ οι οποίες θα αρχίσουν να φτάνουν στις 15 του μηνός.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Η απελευθέρωση της Ελλάδας έθετε στο επίκεντρο το ζήτημα της δομής της μεταπολεμικής εξουσίας. Η Αντίσταση κατά των αρχών κατοχής είχε αναδείξει νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οι οποίες με προεξάρχον το ΕΑΜ ασκούσαν εξουσία σε εκτεταμένες περιοχές της ορεινής Ελλάδας. Επιπρόσθετα, διέθεταν αξιόμαχο στρατό, τον ΕΛΑΣ, το δεύτερο μεγαλύτερο αντάρτικο στρατό στην Ευρώπη, ο οποίος είχε επιδείξει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής. Το ΕΑΜ, λαμβάνοντας υπόψη του τη διεθνή συγκυρία, παράλληλα με τη δημιουργία της Κυβέρνησης του Βουνού υπέγραψε το Εθνικό Συμβόλαιο του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944), προσχώρησε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου (2 Σεπτεμβρίου 1944) και στην Καζέρτα συμφώνησε στην υπαγωγή των αντάρτικων δυνάμεων στη συμμαχική διοίκηση (26 Σεπτεμβρίου 1944).
Ο παλαιός πολιτικός κόσμος, συσπειρωμένος γύρω από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου σχεδίαζε την επιστροφή του στην πολιτική σκηνή. Μία επιστροφή η οποία θα στηρίζονταν στη βρετανική διπλωματία και στα βρετανικά όπλα. Η επιχείρηση ΜΑΝΝΑ προέβλεπε την απόβαση βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα αμέσως μετά την υποχώρηση των Γερμανών με επίκληση την «τήρηση του νόμου και της τάξης» αλλά κατ’ ουσία για την εξασφάλιση του πολιτικού ελέγχου.
Στη χώρα παρέμεναν και τα Τάγματα Ασφαλείας, στρατιωτικά σώματα τα οποία οργανώθηκαν από τις δοσιλογικές κυβερνήσεις και εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς και τα οποία επανειλημμένως είχαν καταδικάσει η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και οι Βρετανοί.
Οι τελευταίες γερμανικές ωμότητες
Οι τελευταίες ημέρες της Κατοχής δεν ήταν αναίμακτες. Με στοχευμένες επιθέσεις δύο μέρες πριν την υποχώρησή τους Γερμανοί και Τάγματα Ασφαλείας εκτέλεσαν 47 άτομα και πυρπόλησαν 400 σπίτια στο Κορωπί, στο δρόμο προς την πρωτεύουσα από τα ανατολικά παράλια της Αττικής, από όπου οι Βρετανοί προωθούσαν οπλισμό στον Στρατιωτικό Διοικητή Αττικής Π. Σπηλιωτόπουλο για την ενίσχυση της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής αλλά και των αντικομμουνιστικών οργανώσεων, όπως η Χ. Την παραμονή της Απελευθέρωσης Γερμανοί επιτέθηκαν στην προσφυγική Καισαριανή, προπύργιο του ΕΑΜ, δολοφονώντας με απαγχονισμό τους αγωνιστές που συνέλαβαν.
Ακόμα και την ίδια στιγμή που χιλιάδες άτομα γιόρταζαν την Απελευθέρωση οι Γερμανοί προσπάθησαν να υπονομεύσουν και να καταστρέψουν βιομηχανικές υποδομές γύρω από την Αθήνα. Η σημαντικότερη απόπειρα έγινε στον Πειραιά στις λιμενικές εγκαταστάσεις της Ηλεκτρικής Εταιρείας. Η «Μάχη της Ηλεκτρικής» που έδωσε ο ΕΛΑΣ έσωσε το εργοστάσιο από την καταστροφή η οποία θα βύθιζε για μήνες την περιοχή της πρωτεύουσας στο σκοτάδι και διαφύλαξε το αγαθό του ηλεκτρισμού για τους κατοίκους της. Το λιμάνι του Πειραιά δε γλίτωσε ωστόσο την «υπογραφή του κτήνους» (Ελευθερία, 14 Οκτωβρίου 1944). «Την 5.30 απογευματινήν της 12ης Οκτωβρίου ήρχισαν αι τρομακτικαί ανατινάξεις και εξηκολούθησαν μέχρι νυκτός. Κόπος και μόχθος γενεών κατεστρέφετο», γράφει ο Θεμιστοκλής Τσάτσος (Θεμιστοκλής Τσάτσος, Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως (1944), Αθήνα: Ίκαρος 1973). Η πρακτική της «καμένης γης» θα συνεχιστεί σε όλες τις πόλεις από τις οποίες υποχώρησαν οι Γερμανοί.
Με την πλήρη αποχώρηση των Γερμανών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τριμελές κλιμάκιο της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας από τους υπουργούς Φ. Μανουηλίδη, Γ. Ζεύγο και Θ. Τσάτσο για να αναλάβει την εξουσία των απελευθερωμένων περιοχών ενώ η Αστυνομία, που τελούσε υπό τις διαταγές του Άγγελου Έβερτ, συνέλαβε τον τελευταίο κατοχικό πρωθυπουργό Ι. Ράλλη ο οποίος είχε παραμείνει στην Μητρόπολη καθ’ όλη τη διάρκεια της 12ης Οκτωβρίου. Την ίδια τύχη είχε και ο πρώτος δωσίλογος πρωθυπουργός Γ. Τσολάκογλου και οι υπουργοί της κυβέρνησής του αλλά και διευθυντές εφημερίδων που είχαν συνεργαστεί ανοιχτά με τους Γερμανούς (Ελευθερία, 13 Οκτωβρίου 1944).
Οι τρεις υπουργοί της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας ύστερα από δοξολογία στη Μητρόπολη της Αθήνας απηύθυναν ομιλία στο πλήθος που είχε κατακλύσει την πλατεία Συντάγματος. Ακολούθησε είσοδος στην πόλη και παρέλαση 700 Βρετανών καταδρομέων και 400 Ιερολοχιτών. Τα τμήματα αυτά κατέληξαν στην πλατεία Συντάγματος όπου τα επιθεώρησε ο διορισμένος από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας Στρατιωτικός Διοικητής Αττικής Π. Σπηλιωτόπουλος και κατέθεσαν στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη. «Στην πόλη επικρατεί τεράστιος ενθουσιασμός», σημείωναν τα τηλεγραφήματα που έστελναν οι βρετανοί σύνδεσμοι.
Την επόμενη της Απελευθέρωσης τους αυθόρμητους πανηγυρισμούς του αθηναϊκού λαού διαδέχθηκαν διαδηλώσεις των οργανώσεων με έντονα συμβολικά στοιχεία. Στις 13 και τις 14 Οκτωβρίου το ΕΑΜ κατέβασε συντεταγμένα τις δυνάμεις του στο κέντρο της Αθήνας με συνθήματα υπέρ των Συμμάχων, της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και της Λαοκρατίας.