Μπορεί στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Απόκριες στην Πάτρα να μη γιορτάζονταν με τον τρόπο που γνωρίζουμε σήμερα, αλλά είναι σίγουρο ότι η πόλη, λόγω του λιμανιού της, είναι κοντύτερα από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της χώρας στις καρναβαλικές εκδηλώσεις που γίνονται την ίδια περίοδο σε Επτάνησα και Ιταλία.
Το 1829 υπάρχει η πρώτη καταγραφή αποκριάτικου χορού στην Πάτρα, προς τιμήν των γαλλικών στρατευμάτων που απελευθερώνουν την πόλη από τους Οθωμανούς, στο σπίτι του πλούσιου σταφιδέμπορου Μωρέττη.
Μπορεί να μην υπάρχουν ακόμα μάσκες ή μεταμφιεσμένοι παρά μόνο ένα βιολί και δύο κιθάρες, αλλά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του νεαρού Γάλλου αξιωματικού Μανζάρ, που βρίσκεται εκεί μαζί με πολλούς συμπατριώτες του και περίπου δεκαπέντε Ελληνες, η βραδιά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
«Δεν έλειπε τίποτα σε αυτή την εσπερίδα. Κι επιπλέον, μπορούσαμε να καπνίσουμε κι η κυρία Μωρέττη η ίδια μας πρόσφερε επανειλημμένως μακριές πίπες από γιασεμί, γεμάτες από το μυρωδάτο καπνό της Ανατολής. Δεν εθεωρείτο καθόλου απρεπές να καπνίζεις ανάμεσα στις χαριτωμένες εκείνες καλλονές που μας περιτριγύριζαν».
Δύο χρόνια μετά, στην ίδια πόλη, γίνεται ο πρώτος επίσημος καρναβαλικός χορός προς τιμήν του κυβερνήτη της χώρας Ιωάννη Καποδίστρια, όπου ακούγονται δυτικοί ρυθμοί, χορεύεται μαζούρκα και πόλκα, κάτι που προκαλεί τη χλεύη των παρευρισκομένων αγωνιστών του Αγώνα που αντιδρούν με αυτό τον τρόπο στην εξάπλωση των «φράγκικων», όπως τα χαρακτηρίζουν, εθίμων.
Για σχεδόν ακόμα μισό αιώνα ο εορτασμός της Αποκριάς στην Πάτρα, δεν απέχει πολύ απ’ ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες μεγάλες πόλεις της χώρας: Μικρά οικογενειακά γλέντια με χορούς σε σπίτια ή ταβέρνες, με δημοτικά τραγούδια στις λαϊκές συνοικίες, ενώ στις αστικές συναθροίσεις ακούγονται καντρίλιες και οι ευρωπαϊκοί ρυθμοί της εποχής. Παράλληλα, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους μασκαράδες στους δρόμους με περιπαικτική διάθεση.
Η άνθηση του λιμανιού της πόλης μαζί με τους πολλούς Επτανήσιους που φτάνουν σε αυτή, μετά την ενσωμάτωση της Επτανήσου στην Ελλάδα, μεταφέροντας τις ιταλικές επιρροές του καρναβαλιού, συντελούν, γύρω στο 1870, στις πρώτες παρελάσεις, με τα αρχικά άρματα να είναι κάρα, άμαξες και αυτοσχέδιες κατασκευές. Σταδιακά, η διοργάνωση εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία, τα περισσότερα εκ των οποίων διατηρούνται μέχρι σήμερα. Το 1894 φτάνει από την Τεργέστη ο χαρτοπόλεμος, με τους Πατρινούς να δημιουργούν μηχάνημα που βάζει το κομφετί μέσα σε κέρινα αβγά τα οποία εν συνεχεία πετούν ο ένας στο άλλον.
Την ίδια εποχή οι πέτρες και οι λεμονόκουπες που πετούν τα χαμίνια μετατρέπονται σε σοκολατοπόλεμο, εμφανίζονται οι παιδικοί χοροί στα σπίτια, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα οργανώνονται γλέντια σε μεγάλους κλειστούς χώρους όπως κινηματογράφοι και θέατρα.
Το πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα το Πατρινό Καρναβάλι ζει την εποχή της παρακμής και οι λόγοι είναι προφανείς, αφού αυτά τα χρόνια η χώρα περνά δύο Παγκόσμιους και δύο Βαλκανικούς πολέμους, την περιπέτεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας που καταλήγει στην εθνική καταστροφή, έναν εθνικό διχασμό, μια χρεοκοπία, δύο δικτατορίες, κινήματα…
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘30 γίνεται προσπάθεια αναθέρμανσής του με πολύ καλά αποτελέσματα, όπως σημειώνει το 1939 ο τοπικός Τύπος: «Πλέον το Πατρινό Καρναβάλι γίνεται νέα παράδοσις και καθήκον επιβεβλημένον όλων των αρμοδίων είναι να συνεχίσουν συστηματικώς μέχρις ότου η Πατρινή Αποκριά ξαναπάρει όλην την παλαιάν της λάμψιν».
Την ίδια χρονιά τον Πρίγκιπα του Καρναβαλιού που στο τέλος καιγόταν στην πυρά («Αναμιμνησκόμενος, φαίνεται, της αχαριστίας των υπηκόων του, απεφάσισε να… μην αναγεννηθή εκ της τέφρας του και έτσι η δυναστεία του Καρναβάλου έμεινεν ορφανή από άρρενας βλαστούς»), αντικαθιστά η Βασίλισσα που επιλέγεται μέσα από τις μαθήτριες της πόλης και το όνομά της παραμένει μυστικό μέχρι την έναρξη της παρέλασης.
Στο σημαντικότερο χορό εκείνης της χρονιάς την παράσταση κλέβει η απαστράπτουσα έφηβη Μελίνα Μερκούρη ως σύζυγος Χαροκόπου: «Η κ. Χαροκόπου, παρεπιδημούσα, το γένος Μερκούρη, γίνεται το μεγάλο ερωτηματικό της βραδιάς. Εχει στιλ Αμερικανίδος αριστοκράτισσας και στα μάτια σπάνια σμαράγδια.
Χορεύουν με τον άνδρα της και χίλια μάτια καμαρώνουν το κομψό ζευγάρι που φιλοξενεί η πόλις μας». Φυσικά όλη η προσπάθεια αναβίωσης του Καρναβαλιού πέφτει στο κενό, αφού αμέσως μετά η τριπλή κατοχή και ο Εμφύλιος σαρώνουν τα πάντα στη χώρα.
Από τη δεκαετία του ‘50 μέχρι σήμερα το Πατρινό Καρναβάλι διανύει τη… χρυσή του εποχή και γίνεται διεθνές αποτελώντας σημείο αναφοράς στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της πόλης. Την Παρασκευή της Αποκριάς κυριαρχεί ο χορός των Μαύρων Ντόμινο στο θέατρο Απόλλων, με μόνο επίσημους προσκεκλημένους.
Οι γυναίκες φορούν όλες μαύρα ντόμινο και μάσκα, ενώ οι άνδρες επίσημη ενδυμασία με φράκο και μπορεί να χορέψουν όλοι με όλους με μοναδική προϋπόθεση οι γυναίκες να διατηρήσουν την ανωνυμία τους και να μη βγάλουν τη μάσκα.
Την επόμενη ημέρα, στο ίδιο θέατρο, έχουμε τα Μπουρμπούλια (με ελεύθερη είσοδο) όπου οι μασκαράδες χορεύουν μέχρι το πρωί με τις γυναίκες να είναι αυτές που έχουν την πρωτοβουλία επιλογής του συνοδού τους στο χορό. Μετά τα μεσάνυχτα φουντώνει ο αβγοπόλεμος από θεωρείο σε θεωρείο, ενώ στον ίδιο χώρο μοιράζονται τοπικές σατιρικές εφημερίδες που κυκλοφορούν αποκλειστικά αυτές τις ημέρες.
Η νέα πινελιά ανανέωσης του Πατρινού Καρναβαλιού έρχεται το 1966 με το «Κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού», ενώ αργότερα, οι καρναβαλιστές κατεβαίνουν από τα άρματα, χορεύουν γύρω από αυτά και γίνονται ένα με το κοινό.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής