Η απελευθέρωση της Αθήνας τη 18η Οκτωβρίου 1944 και ο πανηγυρικός λόγος του Γεωργίου Παπανδρέου στην πλατεία Συντάγματος μπροστά σε μια ξεσηκωμένη ανθρωποθάλασσα αφήνει την ψευδαίσθηση ότι η χώρα βγαίνει από το σκοτεινό τούνελ της Κατοχής, αλλά μέσα στο γενικό ενθουσιασμό κανείς δεν θέλει να πιστέψει πως το τέλος αυτού του τούνελ δεν είναι παρά η αρχή ενός νέου πικρού λαβυρίνθου.
Κι όμως. Ένας ψυχρός παρατηρητής μπορεί να διακρίνει πολλά κενά σε αυτή την ελληνική ευδαιμονία κι αυτός ο παρατηρητής είναι οι Εγγλέζοι, οι οποίοι αξιοποιούν στο έπακρο τα πολιτικά σφάλματα και τη συνήθη έλλειψη στόχου και ορίζοντα των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας.
Η μετακατοχική περίοδος κάθε άλλο παρά ευοίωνη είναι για την Ελλάδα και αυτό δεν αργεί να φανεί σε όλα τα μέτωπα. Η οικονομία έχει ουσιαστικά καταρρεύσει αλλά η σκέψη για την έκδοση νέου νομίσματος, όπου μία δραχμή θα αντιστοιχεί με 50 δισεκατομμύρια παλιές, απορρίπτεται γρήγορα. Ο επισιτισμός του λαού εξαρτάται αποκλειστικά από τις συμμαχικές οργανώσεις και δεν αργεί ακόμα και αυτός να γίνει μέσο εκβιασμού για την επιβολή της νέας μεταπολεμικής πραγματικότητας.
Πολιτικά, το ΕΑΜ είναι παντοδύναμο έχοντας έναν στους τέσσερις υπουργούς στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας δικούς του, οργάνωση και δικτύωση σε όλη τη δημόσια ζωή, αλλά και μεγάλη λαϊκή αποδοχή. Οι προπολεμικοί πολιτικοί μηχανισμοί, αποκομμένοι από τα πολιτικά πράγματα, δείχνουν αμήχανοι μπροστά στην παντοδυναμία του, με στενό συνεργάτη του Γεωργίου Παπανδρέου να λέει για εκείνες τις μέρες:
«Δεν είχαμε τίποτα στη διάθεσή μας. Εγώ, φθάνοντας από την Ιταλία, ήρθα μόνο με τη λεβεντιά μου…». Ο στρατηγός Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος, τότε διοικητής Αθηνών, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εάν επιχειρούσε ο ΕΛΑΣ να καταλάβει την εξουσίαν, και αν ακόμη έδιδα διαταγήν αντιστάσεως εις την εισβολήν, η απόκρουσίς της θα ήτο αδύνατος».
Οι μόνοι που έχουν συνολική γνώση του νέου παγκόσμιου γεωστρατιωτικού χάρτη, που λέει ότι η Ελλάδα «δόθηκε» στην αγγλική σφαίρα επιρροής και ότι οι Σοβιετικοί δεν επεμβαίνουν σε αυτή την υπόθεση γιατί έχουν λάβει τα δικά τους ανταλλάγματα στην Ανατολική Ευρώπη, είναι οι Βρετανοί.
Ο ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ, ζώντας ακόμα στις δάφνες της Εθνικής Αντίστασης, έχουν την αυταπάτη ότι θα τους αποδοθεί αυξημένο μερίδιο εξουσίας και δεν διακρίνουν ότι οι Αγγλοι και η κυβέρνηση ενδυναμώνουν συνεχώς τις στρατιωτικές θέσεις και την πολιτική τους ισχύ. Στις 5 Νοεμβρίου 1944 ο πρωθυπουργός Παπανδρέου και ο Αγγλος αρχιστράτηγος Σκόμπι εκδίδουν μία ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία διατάσσεται μέχρι την 1η Δεκεμβρίου η διάλυση της Πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ και μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου η διάλυση των ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ, με ταυτόχρονη απορρόφηση των αξιωματικών αυτών στο νέο στρατό που θα δημιουργηθεί.
Ο ΕΛΑΣ δέχεται την αυτοδιάλυσή του αρκεί αυτό να γίνει και από τις αντάρτικες ομάδες όλων των παρατάξεων, ενώ από αυτή τη συμφωνία εξαιρεί όσους συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, για τους οποίους ζητά παραδειγματική τιμωρία. Δύο μέρες μετά τη συμφωνία κυβέρνησης – ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στις 27 Νοεμβρίου, για παράλληλο αφοπλισμό των ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, το τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ στον υπουργό Εξωτερικών, Ιντεν, καθορίζει την κυνική πολιτική και τη στρατηγική επιλογή του εμφυλίου πολέμου:
«Περιμένω ανοιχτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε διαλέξει με προσοχή το έδαφος». Πράγματι, οι Αγγλοι επιλέγουν τη γραμμή της κλιμάκωσης ως τη ρήξη και την Αθήνα ως τόπο σύγκρουσης, αφού οι αντάρτες του ΕΛΑΣ δεν είναι συνηθισμένοι σε μάχες μέσα σε πόλεις.
Η ρήξη αρχίζει να αποκτά πρόσωπο όταν ο ΕΛΑΣ αρνείται την 1η Δεκεμβρίου την προγραμματισμένη από την προηγηθείσα συμφωνία διάλυση της πολιτοφυλακής του. Ετσι, την επόμενη μέρα παραιτούνται όλοι οι ΕΑΜικοί υπουργοί της κυβέρνησης, ενώ παράλληλα κηρύσσεται συγκέντρωση διαμαρτυρίας την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου και γενική απεργία την επόμενη μέρα.
Σε αυτό το τεταμένο κλίμα ξημερώνει η μοιραία Κυριακή. Η περιγραφή Αγγλου αξιωματικού δίνει την παγωμένη ατμόσφαιρα εκείνου του πρωινού:
«Η Αθήνα μετετράπη σε παράλυτη πόλη. Δεν υπήρχε νερό, γκάζι ή ηλεκτρικό. Ολα τα μαγαζιά ήσαν κλειστά. Δεν υπήρχαν κινηματογράφοι, θέατρα, ηλεκτρικό ή μέσα συγκοινωνίας για το κοινό. Οι υπάλληλοι του δημαρχείου, των υπουργείων και των τραπεζών είχαν φύγει από τις θέσεις τους. Το προσωπικό των ξενοδοχείων απείργησε σαν ένας άνθρωπος. Η ευγνωμοσύνη προς τους απελευθερωτές πήρε δεύτερη θέση μετά τη νομιμοφροσύνη προς το ΕΑΜ».
Το πλήθος αρχίζει να μαζεύεται στην πλατεία Συντάγματος από τις 10 το πρωί και παρά την απαγόρευση της συγκέντρωσης, ο κόσμος φαίνεται να διασπά εύκολα τα αστυνομικά μπλόκα. Ολα αλλάζουν όμως όταν οι συγκεντρωμένοι φτάνουν στη διασταύρωση Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας, όπου βρίσκεται το αρχηγείο της Αστυνομίας και ακούγονται πυκνοί πυροβολισμοί από διάφορα σημεία.
Παρότι οι αναφορές για το ποιος πυροβόλησε πρώτος είναι αντικρουόμενες, όλα δείχνουν ότι αυτό έγινε μετά από εντολή του τότε αρχηγού της Αστυνομίας Αγγελου Εβερτ, όπως ο ίδιος ανέφερε σε συνέντευξή του 14 χρόνια μετά, ενώ σύμφωνα με μαρτυρία του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, μέλη του ΕΑΜ προσπάθησαν να εισβάλουν στο σπίτι του με χειροβομβίδα. Τελικός απολογισμός της τραγικής εκείνης ημέρας τουλάχιστον 33 νεκροί και 140 τραυματίες, αλλά και μια χτυπημένη θανάσιμα εθνική ενότητα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κόσμος, μη έχοντας ακόμα αντιληφθεί το ρόλο των Βρετανών στα γεγονότα, σπεύδει να προφυλάξει στους Αγγλους στρατιώτες. Ακόμα κι όταν το ίδιο βράδυ ο ΕΛΑΣ επιτίθεται σε δεκάδες αστυνομικά τμήματα, στρατόπεδα και εθνικιστικές οργανώσεις αποφεύγει τη σύγκρουση με βρετανικές δυνάμεις ελπίζοντας στην ουδετερότητά τους. Ενα σύνταγμα μάλιστα του ΕΛΑΣ, που κατεβαίνει οπλισμένο στην Αθήνα για να λάβει μέρος στα γεγονότα που ξεκινούν, παραδίδεται αμαχητί σε αγγλικά τεθωρακισμένα στη Φιλοθέη.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]