Γράφει ο Δημήτρης Κατσάκος
Πρόσφατα, η Άνγκελα Μέρκελ ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μην είναι υποψήφια για την καγκελαρία, ενώ αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και για την αποχώρησή της από την ηγεσία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης.
Η Άνγκελα Μέρκελ διανύει την τέταρτη θητεία της στην καγκελαρία της Γερμανίας, καθώς εκλέγεται ανελλιπώς τα τελευταία 13 χρόνια. Στις 22 Νοεμβρίου του 2005 έγινε η πρώτη γυναίκα καγκελάριος της Γερμανίας από την ίδρυση του Ομοσπονδιακού Κράτους το 1871, ενώ επίσης είναι η πρώτη πρώην πολίτης της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας που έγινε ηγέτης της επανενωμένης Γερμανίας.
Στο νέο ΕΤ Magazine του EleftherosTypos.gr κάνουμε μια αναδρομή στην πολιτική σταδιοδρομία της Μέρκελ, πιστώνοντάς της όποια θετικά, αλλά και χρεώνοντάς της όσα αρνητικά.
Το who is who – Η Ανατολική Γερμανία και οι σπουδές
Η κόρη του λουθηριανού πάστορα Χορστ Κάσνερ και της δασκάλας Χέρλιντ Κάσνερ γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1954 στο Αμβούργο. Λίγο μετά τη γέννησή της, ο πατέρας της ανέλαβε θέση σε εκκλησία της Ανατολικής Γερμανίας. Έτσι η οικογένεια μετακόμισε στο Τεμπλίν, 80 χιλιόμετρα περίπου βόρεια του Βερολίνου. Η Άνγκελα Μέρκελ έζησε μέχρι το 1990 στη σοσιαλιστική Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία.
Όπως οι περισσότεροι μαθητές, έτσι και η Μέρκελ ήταν μέλος της επίσημης νεολαίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, της Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας (FDJ). Αργότερα έγινε μέλος περιφερειακού προεδρείου και γραμματέας αγκίτ-προπ της οργάνωσης, που έμεινε μέχρι το 1984. Από το 1973 μέχρι το 1978 σπούδασε Φυσική στην Λειψία. Στο διάστημα αυτό (το 1977) παντρεύτηκε τον συμφοιτητή της Ούλριχ Μέρκελ. Ο γάμος αυτός διήρκεσε μέχρι το 1982. Από το 1978 μέχρι το 1990 εργάστηκε στο Κεντρικό Ινστιτούτο Φυσικής Χημείας (ZIPC) στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου γνώρισε τον χημικό Γιοάχιμ Ζάουερ, τον οποίο παντρεύτηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1998.
Τα πρώτα βήματα μετά το Τείχος
Το Δεκέμβριο του 1989, λίγες εβδομάδες μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, η Μέρκελ προσχώρησε στη Δημοκρατική Aφύπνιση (Demokratischer Aufbruch, DA), δημοκρατικό πολιτικό κόμμα της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας, που είχε ιδρυθεί πρόσφατα από τους πάστορες Ράινερ Έπελμαν, Φρίντριχ Σορλέμερ και τον δικηγόρο Βόλφγκανγκ Σνουρ. Δυο μήνες αργότερα έγινε υπεύθυνη ενημέρωσης τύπου του DA, το οποίο, ακολουθώντας την πορεία του δυτικογερμανικού CDU, είχε ως κύριους στόχους την επανένωση των γερμανικών κρατών και την εγκατάσταση της ελεύθερης οικονομίας στην Ανατολική Γερμανία. Αφού το DA πήρε στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1990 στην Ανατολική Γερμανία μόλις 0,9% των ψήφων, ο πρόεδρος του συμμαχικού ανατολικογερμανικού CDU Λόταρ ντε Μεζιέρ, του κόμματος που είχε βγει πρώτη δύναμη του νέου κοινοβουλίου, διόρισε τη Μέρκελ Κυβερνητική Εκπρόσωπο, ενώ ο ίδιος διατέλεσε τελευταίος Πρωθυπουργός του κράτους.
Η προσχώρηση στο CDU και το «κορίτσι» του Κολ
Η Άνγκελα Μέρκελ θεωρείτο πολιτικό «παιδί» του Χέλμουτ Κολ, με τη σχέση τους να ξεκινά με τις πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις, καθώς το κορίτσι, τότε, από την Ανατολική Γερμανία κέρδισε από την αρχή την εκτίμηση του τότε καγκελάριου, ο οποίος έγινε ο μέντοράς της και η νεαρή Μέρκελ ακολουθούσε πιστά τις συμβουλές του.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Με την επανένωση των γερμανικών κρατών τον Οκτώβριο του ίδιου έτους χάθηκε μαζί με το κράτος της Ανατολικής Γερμανίας και η θέση της Μέρκελ. Το DA, που είχε ενωθεί με το ανατολικό CDU, τώρα προσχώρησε στο δυτικό αντίστοιχό του. Με προώθηση του τότε καγκελαρίου της ενωμένης Γερμανίας, Χέλμουτ Κολ (CDU), δόθηκε η ευκαιρία στον ντε Μεζιέρ, ο οποίος διορίστηκε υπουργός ιδιαιτέρων καθηκόντων και μαζί του στη Μέρκελ να συμβάλλουν στην πολιτική της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Μέλος του CDU πλέον, η Μέρκελ υπέβαλλε υποψηφιότητα σε εκλογική περιφέρεια του κρατιδίου του Μεκλεμβούργου-Προπομερανίας στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 1990. Ο ενθουσιασμός για την επανένωση και ειδικά οι ανατολικές ψήφοι εξασφάλισαν στον Κολ θριαμβευτική νίκη και στον αντίπαλό του Όσκαρ Λαφοντέν (τότε SPD) το χειρότερο αποτέλεσμα του κόμματός του μετά το 1957. Έτσι ένα χρόνο μετά την προσχώρησή της στο DA και μετά από έξι μήνες περίπου συμμετοχή ως μέλος στο CDU, η Άνγκελα Μέρκελ έγινε ομοσπονδιακή υπουργός Γυναικείων Υποθέσεων και Νεολαίας. Ήταν η μικρότερη σε ηλικία υπουργός στην ιστορία της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και ορκίστηκε στις 18 Ιανουαρίου 1991.
Η «πισώπλατη μαχαιριά» στον Κολ και η άνοδος
Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1998 το CDU απέσπασε με 35,2% των ψήφων, το χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία του. Ενώ ο Γκέρχαρντ Σρέντερ (SPD) ανέλαβε την καγκελαρία, το κόμμα της Μέρκελ έπεσε σε βαθιά κρίση. Με την παραίτηση του Χέλμουτ Κολ από πρόεδρο του κόμματος άρχισαν μεγάλες εσωκομματικές διαμάχες. Το διάστημα αυτό, με πρόταση του νέου προέδρου, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, η πρώην υπουργός, Άνγκελα Μέρκελ έγινε Γενική Γραμματέας του κόμματος (Νοέμβριος 1998). Η θέση της αυτή στο ομοσπονδιακό κόμμα ήταν σημαντική στα πλαίσια του νέου αντιπολιτευτικού ρόλου του CDU.
Η αποκάλυψη του σκανδάλου των «μαύρων λογαριασμών» του CDU τον Νοέμβριο του 1999 σημάδεψε την πολιτική ζωή της χώρας το 2000 και αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στη σταδιοδρομία της Μέρκελ. Αποκαλύφθηκε ένα σύστημα παράνομης χρηματοδότησης της κομματικής οργάνωσης μέσω λογαριασμών στην Ελβετία. Οι ανώνυμες αυτές «δωρεές» ανέρχονταν συνολικά στα 6,1 εκατομμύρια περίπου ευρώ, ενώ ο Χέλμουτ Κολ κατηγορηματικά αρνιόταν να προβεί σε οποιαδήποτε αποκάλυψη σχετικά με την προέλευση των παράνομων δωρεών. Τον Δεκέμβριο του 1999 η Μέρκελ δημοσίευσε άρθρο στην γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), όπου (δίχως να έχει συμβουλευτεί πριν τον πρόεδρο Σόιμπλε) απαίτησε στο όνομα του κόμματος την ανεξαρτητοποίηση από τον Κολ. Η ανοιχτή αυτή αποστασιοποίηση του «κοριτσιού του Κολ» από τον παλιό της υποστηρικτή εξέπληξε τον γερμανικό πληθυσμό. Επίσης στο άρθρο της FAZ παρουσίασε τον εαυτό της ως μέλος του προεδρείου, που ήταν αποφασισμένο όπως κανένα άλλο να θέσει ένα τέλος στο «σύστημα Κολ», παραπέμποντας έτσι στη διστακτικότητα του Σόιμπλε.
Σχετικά με την αποστασιοποίηση από τον Κολ θα πει αργότερα σε συνέντευξη: «Εμείς οι Ανατολικογερμανοί μάθαμε να συμβιβαζόμαστε με τους εξουσιαστές, δίχως όμως να δημιουργούμε απόλυτες δεσμεύσεις». Στις 18 Ιανουαρίου 2000 ο Χέλμουτ Κολ παραιτήθηκε από το αξίωμα του επίτιμου προέδρου της παράταξης (αξίωμα που του εξασφάλιζε μεταξύ άλλων θέση στο κομματικό προεδρείο) μετά τις πιέσεις και τις κατηγορίες που δέχτηκε από συμπολίτευση και αντιπολίτευση. Στις 16 Φεβρουαρίου παραιτήθηκε και ο διάδοχος του Κολ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, από την ηγεσία του κόμματος και της κοινοβουλευτικής ομάδας, αφού πριν παραδέχτηκε ότι και αυτός είχε δεχτεί παράνομη δωρεά για το κόμμα από εκπρόσωπο της πολεμικής βιομηχανίας. Στις 10 Απριλίου η Μέρκελ εκλέχτηκε στο συνέδριο του Έσσεν ομοσπονδιακή πρόεδρος του CDU. Ωστόσο η προέλευση των παράνομων δωρεών έμεινε άγνωστη μέχρι σήμερα.
Αμέσως μετά την ήττα του υποψήφιου καγκελαρίου, Έντμουντ Στόιμπερ, στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2002, ζήτησε και ανέλαβε την ηγεσία της κοινοβουλευτικής ομάδας για να αντιμετωπίσει την κυβέρνηση Σρέντερ ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης.
Αξιοσημείωτη είναι η στάση της απέναντι στην απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης το 2003, να μην συμπράξει στον πόλεμο των ΗΠΑ κατά του Ιράκ. Ενώ το διάστημα εκείνο πραγματοποιήθηκαν πολλές αντιπολεμικές διαδηλώσεις και βάσει δημοσκοπήσεων περίπου τα 80% του γερμανικού πληθυσμού ήταν κατά του πολέμου, η ίδια, υποστηρίζοντας απόλυτα την θέση της κυβέρνησης Μπους, δημοσίευσε στις 22 Φεβρουαρίου 2003 άρθρο στην αμερικανική εφημερίδα Washington Post με τίτλο «Ο Σρέντερ δεν αντιπροσωπεύει όλους τους Γερμανούς».
Στις 20 Σεπτεμβρίου 2005 ξαναψηφίστηκε πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός της.
Στο ανώτατο αξίωμα
Μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2005 ο μεγάλος συνασπισμός των κομμάτων CDU, CSU και SPD. Η Άνγκελα Μέρκελ αντικατέστησε ως επικεφαλής της νέας κυβέρνησης τον Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Μετά τη νίκη του CDU στις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του 2009 στις 27 Σεπτεμβρίου ανανεώθηκε η θητεία της στην καγκελαρία, ενώ ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για συνασπισμό με το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα. Εξελέγη επίσημα καγκελάριος από το κοινοβούλιο στις 28 Οκτωβρίου 2009.
Μετά τη νίκη της στις εκλογές του 2013, σχηματίστηκε η τρίτη κυβέρνησή της. Η Μέρκελ επανεξελέγη καγκελάριος και ορκίστηκε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού.
Εξελέγη καγκελάριος για τέταρτη συνεχόμενη φορά στις εκλογές του 2017. Στις 14 Μαρτίου 2018 σχηματίστηκε η τέταρτη κυβέρνησή της με τη συμμετοχή των κομμάτων CDU, CSU και SPD.
Η πτώση
Για πολλούς αναλυτές η προαναγγελθείσα σταδιακή αποχώρηση της Μέρκελ δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Το καλοκαίρι μετά την αποτυχημένη σύνοδο κορυφής της ΕΕ για προσφυγική κρίση, το Politico είχε προβλέψει το επικείμενο πολιτικό τέλος της καγκελαρίου.
«Πώς η Μέρκελ διχάζει την Ευρώπη», είχε γράψει το περιοδικό, συνδέοντας, όπως πολλοί άλλοι, την προσφυγική της πολιτική με την άνοδο των λαϊκιστών σε πολλές χώρες μέλη.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως στην Πολωνία, την Ουγγαρία και την Ιταλία, δεν πρόκειται να λυπηθεί κανείς όταν η Μέρκελ εγκαταλείψει οριστικά και την καγκελαρία.
Και σε άλλες χώρες όμως πολιτικοί τής επιρρίπτουν έναν μη εποικοδομητικό -αν όχι και καταστροφικό- ρόλο στη διαχείριση της κρίσης χρέους σε Ελλάδα, Κύπρο, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιρλανδία, θεωρώντας ότι η πολιτική της ήταν αυστηρώς και μονομερώς προσανατολισμένη σε περικοπές.
Η παρακαταθήκη
Η Άνγκελα Μέρκελ έγινε αντικείμενο μίσους κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, κυρίως από τους πολίτες των χωρών που επλήγησαν περισσότερο, ανάμεσα σε αυτές και η Ελλάδα, καθώς στο πρόσωπό της αντίκριζαν τη επιβολή της λιτότητας, αλλά κυρίως την υπεροψία ενός ηγεμονικού άρχοντα που επέβαλλε τιμωρίες και κυρώσεις στους κατώτερούς του.
Επί της ουσίας όμως, μακριά από φανατισμούς και αφορισμούς, η Μέρκελ ήταν όντως το πρόσωπο που εφάρμοζε μια σκληρή πολιτική οικονομικής λιτότητας μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν παύει να είναι όμως ένα πρόσωπο. Η ιστορία γράφεται από τους ανθρώπους, οι οποίοι δρουν μέσα σε αντικειμενικές ιστορικά κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Συνεπώς, ναι μεν, η Μέρκελ ταυτίστηκε με την υλοποίηση σκληρών πολιτικών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, είναι αδόκιμο όμως να της πιστώνεται αυτή ολοκληρωτικά, είτε κάποιος το θεωρεί φιλοφρόνηση είτε κατηγορία.
Αναμφίβολα η ισχυρή προσωπικότητα, ο στιβαρός λόγος και η αποφασιστικότητα της, μέχρι και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, καγκελαρίου της Γερμανίας, έπαιξαν ρόλο στην εφαρμογή αυτών των πολιτικών, όπως και στην ανάδειξη της Γερμανίας σε ηγεμονική δύναμη εντός της ΕΕ. Η Ευρώπη είχε πολλά χρόνια να γνωρίσει ηγέτιδα με τα χαρακτηριστικά της Μέρκελ.
Ωστόσο, η σκληρή της γλώσσα, σε συνδυασμό με την επιμονή υλοποίησης των σκληρότερων πολιτικών που γνώρισε η Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούν παρά να κατατάξουν την Άνγκελα Μέρκελ… όχι στα αγαπημένα παιδιά των λαών της Ευρώπης… αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα (!) όπως λέει ο θυμόσοφος λαός.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]