Στο βιβλίο-ντοκουμέντο, «ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΩΝ ΓΕΝΟΜΕΝΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗΣ ΚΗΡΥΞΕΩΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ(28-10-40) ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1944»,της Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών, αποτυπώνεται μία ζοφερή κατάσταση που έζησαν οι κάτοικοι των χωριών από την εχθρική συμπεριφορά των εισβολέων. Όλα τα στοιχεία που παρουσιάζονται αναλυτικά στο βιβλίο, είναι όσα κατέγραψε η ειδική επιτροπή που συστάθηκε την 31η Μαΐου του 1945 με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, σε ένα οδοιπορικό στα χωριά της Ηπείρου τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Οι μνήμες ήταν νωπές. Οι πληγές δεν είχαν κλείσει.
Οι κάτοικοι των χωριών της Κόνιτσας, έζησαν λεπτό προς λεπτό το Έπος του 1940. Περίμεναν την εισβολή. Κάποιοι κρύφτηκαν στα δάση ή ακολούθησαν τα μονοπάτια για να φτάσουν στα Ζαγοροχώρια. Άφησαν τα σπίτια τους, τα υπάρχοντα τους, τα ζώα τους βορά στα χέρια των κατακτητών. Όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν έζησαν εφιάλτη και απήχθησαν ως όμηροι κατά την υποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων μετά την μεγάλη ελληνική αντεπίθεση. Η κωμόπολη της Κόνιτσας και τα 26 χωριά της, δοκιμάστηκαν. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις κάποιων χωριών, τα οποία αναφέρονται στην Έκθεση με τα ονόματα που είχαν πριν το 1953.
Στράτσιανη – Πύργος στην κοιλάδα του Σαρανταπόρου
Την 28η Οκτωβρίου 1940 οι Ιταλοί οδηγούμενοι υπό Αλβανών, εισέβαλαν στην Στράτσιανη, όπου και παρέμειναν για 3 ημέρας λεηλατώντας.
Την 11η Νοεμβρίου, το χωριό βομβαρδίστηκε από ιταλικά αεροπλάνα, με αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους 8 άτομα, 7 να πληγωθούν, ενώ καταστράφηκαν 7 σπίτια και το Σχολείο. Ζημιές υπέστησαν 28 οικίες και 2 καταστήματα. Κατά το διάστημα της παραμονής τους στην Στράτσιανη, τον Μάιον του 1943, οι Ιταλοί «εφέρθησαν βαναύσως κατά του πληθυσμού, εκ του δαρμού δε απεβίωσεν ο Γεώργιος Πανούσης. Δύο κάτοικοι του χωριού απήχθησαν ως όμηροι, επιστρέψαντες μετά εξάμηνον, εξ Ιταλίας».
Πεκλαρί – Πηγή Κόνιτσα, στις δυτικές πλαγιές του Σμόλικα
Κατά την εισβολή οι Ιταλοί βομβάρδισαν το χωριό και κατέστρεψαν 10 οικίες. «Ενισχυμένοι δε από Αλβανούς ατάκτους προέβησαν εις διαρπαγάς. 1500 αιγοπρόβατα,15 αροτριώντα βώδια και 17 ίπποι και ημίονοι απήχθησαν εις Αλβανίαν».
Κατά την υποχώρηση οι Ιταλοί παρέλαβαν 6 ομήρους οι οποίοι επέστρεψαν μετά από 6 μήνες.
Σανοβόν – Αετόπετρα, ορεινό χωριό στην Κοιλάδα του Αώου δίπλα στα ελληνοαλβανικά σύνορα
Με την κήρυξη του πολέμου, Ιταλοί συνοδευόμενοι από Αλβανούς ατάκτους, εισέβαλον στον οικισμό. Οι Αλβανοί προέβησαν σε λεηλασία και ξυλοδαρμούς. Οι περισσότεροι κάτοικοι ετράπησαν σε φυγή, αφήνοντας τα πάντα στην διάθεση των επιδρομέων και επέστρεψαν μετά από μια εβδομάδα.
Κατά την υποχώρησαν τους οι Ιταλοί πήραν μαζί τους 180 κατοίκους ως ομήρους μέχρι την Πρεμετή.
Εκεί, πολλοί διέφυγαν, κάποιοι οδηγήθηκαν στην Σκόδρα της Αλβανίας, άλλοι δε στην Ιταλία όπου παρέμειναν μέχρι τον Ιούλιο του 1941, οπότε τους επετράπη να επιστρέψουν στην Ήπειρο.
Εξοχή στην κοιλάδα Σαρανταπόρου
Την 8η Νοεμβρίου 1940 οι Ιταλοί υποχωρούντες συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους και τους μετέφεραν στο Σχολείο. Εκεί τους κράτησαν για 10 ημέρες. Στο διάστημα αυτό, έκαναν λεηλασία του χωριού. Καθώς πλησίαζε ο Ελληνικός Στρατός, άφησαν ελεύθερους τους περισσότερους, όμως πήραν μαζί τους 42 ομήρους και πυρπόλησαν 12 σπίτια. Από τους απαχθέντες ομήρους, απεβίωσαν η Βασιλική Σταύρου και ο Απόστολος Τσάμης.
Η επιστολή προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού, την 31-5-1945
Ο άλλοτε υπουργός Παιδείας Δ. Μπαλάνος αναφέρει:
«Έχομεν την τιμήν να ανακοινώσωμεν υμίν, ότι αποφάσει του Υπουργικού Συμβουλίου, συνεστήθη Επιτροπή, ήτις μεταβαίνουσα είς Ήπειρον θα διαπιστώση τας εκεί προξενηθείσας ζημίας κατά την τελευταίων πενταετίαν.
Τα μέλη της Επιτροπής είναι οι κ.κ:
Βασίλειος Μελάς Αντιστράτηγος
Βασίλιος Βοίλας ιατρός
Νικόλαος Γεωργιάδης Δ)ντης της Τραπέζης Πειραιώς
Ιωάννης Τρικκαλινός Καθηγητής Πανεπιστημίου.
Όθεν παρακαλούμεν υμάς όπως συνεννοούμενοι μετά των άνω κυρίων, παράσχητε τα μέσα δια την εκπλήρωση του ως άνω σκοπού….».