Λίγοι γνωρίζουν ότι οι δύο κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες έχουν συνυπάρξει αρμονικά, δύο φορές μάλιστα, στο ίδιο κυβερνητικό σχήμα. Αρχικά, τον Σεπτέμβριο του 1950 στην κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου, που είναι αποτέλεσμα συνασπισμού του Λαϊκού Κόμματος και των Φιλελευθέρων.
Σε αυτή ο Γ. Παπανδρέου, ως εκπρόσωπος των Φιλελευθέρων, έχει το ρόλο του αντιπροέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου και του υπουργού άνευ Χαρτοφυλακίου, ενώ ο Κ. Καραμανλής αυτό του υπουργού Εθνικής Αμύνης.
Η «κυβέρνηση Εθνικής Ανασυγκροτήσεως» κατά τον Τύπο, λαμβάνει μεν άνετη πλειοψηφία εδρών στη Βουλή (153 υπέρ 43 κατά), αλλά πριν προλάβει να ανασυγκροτήσει τη χώρα, πέφτει, μόλις 51 ημέρες μετά την ορκωμοσία της, όταν αποχωρεί από αυτή το Λαϊκό Κόμμα. Χαρακτηριστικό της ταραγμένης εποχής είναι ότι τη χρονιά αυτή (1950) ανεβαίνουν στην εξουσία έξι διαφορετικές κυβερνήσεις!
Το 1952 ο Κ. Καραμανλής μεταπηδά από το Λαϊκό Κόμμα στον Ελληνικό Συναγερμό του Αλέξανδρου Παπάγου, εν συνεχεία στα υπουργεία Δημοσίων Εργων και Συγκοινωνιών και από εκεί στην πρωθυπουργία. Ενδιάμεσα (Νοέμβριος 1952-Απρίλιος 1953) συμπορεύεται στην ίδια κυβέρνηση με τον Γ. Παπανδρέου, μέχρι την αποχώρηση του δεύτερου από αυτή, μετά τη «μαρκεζίνειο» υποτίμηση της δραχμής. Η ιστορία φαίνεται ότι δεν τους θέλει ως συνεργάτες και πλέον, μετά το 1953, οι δύο μεγάλοι πολιτικοί θα είναι μόνο αντίπαλοι.
Ακόμα και εκτός Βουλής οι κουβέντες τους ήταν σε υψηλούς τόνους.
Η πρώτη μεγάλη πολιτική τους σύγκρουση έρχεται στις εκλογές του 1956. Τότε, ο Κ. Καραμανλής είναι πλέον ο νέος ηγέτης της συντηρητικής παράταξης με το κόμμα της ΕΡΕ που ο ίδιος δημιουργεί και ο Γ. Παπανδρέου αρχηγός μιας συσπείρωσης κεντρώων κομμάτων, η οποία κερδίζει τις εκλογές, παίρνοντας 150 χιλιάδες ψήφους περισσότερους από την ΕΡΕ, αλλά χάνει την εξουσία λόγω ενός περίπλοκου εκλογικού νόμου που πριμοδοτεί το δεύτερο κόμμα. Η ήττα αυτή, ιδίως με τον τρόπο που έρχεται, δεν θα ξεχαστεί ποτέ από τον Γ. Παπανδρέου.
Στις εκλογές του 1958 ο Κ. Καραμανλής κερδίζει πάλι εύκολα την εξουσία, αλλά η δεύτερη θέση της ΕΔΑ συσπειρώνει τους δύο αντιπάλους, που συνεργάζονται στη δημιουργία νέου εκλογικού νόμου, ενώ κάποιοι λένε πως εξετάζουν ακόμα και την προοπτική να βρεθούν πάλι κάτω από την ίδια παραταξιακή στέγη. Φυσικά, το τελευταίο όχι μόνο δεν θα γίνει ποτέ, αλλά οι επόμενες κόντρες τους θα είναι σκληρότερες από ποτέ.
Οι εκλογές του 1961 σημαίνουν την οριστική ρήξη των σχέσεών τους, αφού παρά την τεράστια διαφορά ποσοστών (ΕΡΕ 51% – Ενωση Κέντρου 31%) χαρακτηρίζονται ως «βίας και νοθείας» από τον Γ. Παπανδρέου, που κατηγορεί την κυβέρνηση για αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος, ενώ ξεκινά ανένδοτο αντικυβερνητικό αγώνα που του δίνει το προσωνύμιο «Γέρος της Δημοκρατίας» που τον ακολουθεί μέχρι σήμερα. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο ανδρών κορυφώνεται με τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, όταν ο Γ. Παπανδρέου αποκαλεί τον Κ. Καραμανλή «ηθικό αυτουργό της δολοφονίας».
Εντονότατες ήταν και οι πολιτικές κόντρες μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου.
Στις εκλογές του 1963 η Ενωση Κέντρου βρίσκεται πλέον στην κυβέρνηση, αλλά ο Κ. Καραμανλής δεν κάθεται στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφού αφήνει πικραμένος την ηγεσία της ΕΡΕ για να φύγει στο Παρίσι. Παρά την αποστασιοποίηση και την… απόσταση η κόντρα με τον Γ. Παπανδρέου συνεχίζεται, όταν στις 5 Φεβρουαρίου 1965, μετά από πρόταση της ΕΔΑ, η Βουλή αποφασίζει τη σύσταση ανακριτικής επιτροπής που θα διερευνήσει τις τυχόν ποινικές ευθύνες του Κ. Καραμανλή για τη σύμβαση που υπέγραψε η ΔΕΗ με την Πεσινέ το 1960 επί πρωθυπουργίας του.
Παρότι μόλις ένα μήνα μετά η Βουλή, με ομοφωνία της πλειοψηφίας των βουλευτών της Ενωσης Κέντρου, κλείνει το ζήτημα θεωρώντας ότι το αδίκημα έχει παραγραφεί, ο Κ. Καραμανλής, ενάμιση χρόνο αργότερα, σε επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, εμφανίζεται ακόμα εξαιρετικά πικραμένος με την… παραλίγο πολιτική του δίωξη: «Σκεφτήκατε ποτέ την οδύνην που εδοκίμασα το πρωινό που τα ξένα ραδιόφωνα μετάδιδαν την είδηση ότι η Ελληνική Βουλή αποφάσισεν την παραπομπή μου σε Ειδικό Δικαστήριο; Εσύ θα πρέπει να ξέρεις την ευαισθησία μου στα θέματα του ήθους και της αξιοπρέπειας, που μολονότι τα είχα έμφυτα, τα ανέπτυξα μέχρις υπερβολής για να εξουδετερώσω την έλλειψην περγαμηνών και να πραγματοποιούσα την αποστολήν μου. Θα προτιμούσα δέκα φορές να με είχαν δολοφονήσει»…
Οι σχέσεις τους παραμένουν τυπικές ακόμα και στη διάρκεια της δικτατορίας. Μέχρι και το στεφάνι που στέλνει ο Κ. Καραμανλής στην κηδεία του Γ. Παπανδρέου το 1971 αιτιολογείται στα απομνημονεύματά του ως κίνηση μεγαλοψυχίας προς τον πρώην πολιτικό του αντίπαλο.
Οι σχέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Ανδρέα Παπανδρέου ξεκινούν με τον ίδιο τρόπο που ξεκίνησαν οι σχέσεις του πρώτου με τον πατέρα του δεύτερου: με συνεργασία. Το 1960 ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, σε μια κίνηση πολιτικής αβρότητας, καλεί στην Ελλάδα το γιο του πολιτικού του αντιπάλου, ώστε να οργανώσει ένα Κέντρο Οικονομικών Μελετών.
Η σχέση που ξεκίνησε από συνεργασία και κατέληξε σε οριστική ρήξη
Η πρώτη συνάντηση των δύο ανδρών αφήνει ενθουσιασμένο τον Αν. Παπανδρέου και επιφυλακτικό τον Κ. Καραμανλή. Σε αυτή την πρώτη περίοδο των σχέσεών τους δεν συναντιούνται καθόλου πολιτικά, αφού ο Κ. Καραμανλής αποχωρεί -προσωρινά- από την πολιτική σκηνή το 1963, ενώ ο Αν. Παπανδρέου εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής Αχαΐας το 1964.
Σταδιακά, όμως, ο Αν. Παπανδρέου παίρνει, όλο και τακτικότερα, θέσεις εναντίον των πρώην κυβερνήσεων Καραμανλή, ενώ λαμβάνει ενεργό μέρος στον «Ανένδοτο αγώνα» του πατέρα του. Ούτε στη διάρκεια της δικτατορίας υπάρχει επαφή μεταξύ τους αν και πολλοί λένε ότι ο Αν. Παπανδρέου επιδίωξε συνάντηση αλλά την αρνήθηκε ο Κ. Καραμανλής.
Η δικτατορία πέφτει και η πολιτική ζωή ξαφνικά… υπερθερμαίνεται. Ο Αν. Παπανδρέου χαρακτηρίζει την κυβέρνηση Καραμανλή ως «αλλαγή φρουράς του ΝΑΤΟ», δίνοντας έτσι το στίγμα της σκληρής αντιπολιτευτικής γραμμής που θα ακολουθήσει. Παρόλο που το ΠΑΣΟΚ εκλέγει μόνο 12 βουλευτές, ο Κ. Καραμανλής ρίχνει μεγαλύτερο βάρος στις πολιτικές του κόντρες στη Βουλή με τον Αν. Παπανδρέου παρά με τον Γεώργιο Μαύρο που βρίσκεται στην αξιωματική αντιπολίτευση. Οι μονομαχίες τους στη Βουλή, που για πρώτη φορά παρακολουθεί ζωντανά ο κόσμος μέσα από την τηλεόραση, παραμένουν αλησμόνητες σε όσους τις βλέπουν.
Η Ελλάδα μπαίνει στην ΕΟΚ και η πολεμική του Παπανδρέου εναντίον της φοβίζει τον τότε πρωθυπουργό που βλέπει το ΠΑΣΟΚ και τις θέσεις του να πλησιάζουν την εξουσία. Ο Κ. Καραμανλής μεταπηδά στην Προεδρία της Δημοκρατίας το 1980, ο Αν. Παπανδρέου στην πρωθυπουργία το 1981 και η ιδιόμορφη αυτή «θεσμική συγκατοίκηση» μυρίζει μπαρούτι που όλοι θεωρούν ότι σε λίγο θα εκραγεί.
Η άβολη συγκατοίκηση και ο… επίλογος
Οταν ο Αν. Παπανδρέου θυμίζει στον Κ. Καραμανλή ότι ήταν αυτός που τον έφερε το 1960 στην Ελλάδα, ο δεύτερος του απαντά: «Μερικοί με συγχαίρουν γι’ αυτό, μερικοί με συλλυπούνται»…
Η συγκατοίκηση πρωθυπουργού-Πρόεδρου της Δημοκρατίας δεν είναι εύκολη, οι «εκρήξεις» που υπάρχουν είναι υπόγειες και εκτονώνονταν εντός θεσμικού πλαισίου, χωρίς να φτάνουν στον πολύ κόσμο. Ο Αν. Παπανδρέου μοιάζει πιο χαλαρός αλλά ο Κ. Καραμανλής παραμένει ανήσυχος ενώ περιγράφει στα απομνημονεύματά του πολύ δηκτικά τη συμπεριφορά του τότε πρωθυπουργού: «Υποπτεύομαι ότι η άψογη συμπεριφορά του δεν είναι παρά ένα μίγμα καιροσκοπισμού και φόβου να συγκρουστεί μαζί μου». Η ρήξη θα έρθει αργότερα όταν ο Κ. Καραμανλής δεν θα το περιμένει…
Ετσι, φτάνουμε στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας τον Μάρτιο του 1985. Ο Κ. Καραμανλής παίρνει διαβεβαιώσεις από τον Αν. Παπανδρέου ότι δεν υπάρχει πρόβλημα στη στήριξή του για τη δεύτερη πενταετία στην Προεδρία της Δημοκρατίας, αλλά την τελευταία στιγμή, προ του κινδύνου να χάσει τις επόμενες εκλογές, υπαναχωρεί και προτείνει ως επόμενο Πρόεδρο τον Χρήστο Σαρτζετάκη, αιφνιδιάζοντας τους πάντες, με πρώτο, φυσικά, τον ίδιο τον Κ. Καραμανλή. Ο τελευταίος παραιτείται εξοργισμένος, δηλώνοντας ότι «αποχωρώ από αυτό που ονομάζεται δημόσιος βίος της χώρας», και φυσικά δεν συγχωρεί ποτέ τον Αν. Παπανδρέου γι’ αυτό το πολιτικό και προσωπικό «άδειασμα». Η δεκαετία του ’90 όμως φέρνει και στους δύο την πολιτική και προσωπική δικαίωση που επιθυμούσαν.
Ο Κ. Καραμανλής ξαναγίνεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Αν. Παπανδρέου πρωθυπουργός και είναι πάλι υποχρεωμένοι να συνεργαστούν στο πλαίσιο των θεσμικών τους ρόλων και αυτή τη φορά το κάνουν χωρίς κανένα πρόβλημα. Αλλωστε, είναι και οι δύο πλέον αρκετά μεγάλοι, κουρασμένοι, αλλά και πολιτικά επιβεβαιωμένοι ώστε να έχουν διάθεση για νέες κόντρες.
Ο διάλογος στην τελευταία τους συνάντηση, που γίνεται μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, είναι ίσως ο καλύτερος επίλογος της επεισοδιακής αυτής σχέσης.
Οταν ο Αν. Παπανδρέου θυμίζει στον Κ. Καραμανλή ότι ήταν αυτός που τον έφερε το 1960 στην Ελλάδα, ο δεύτερος του απαντά: «Μερικοί με συγχαίρουν γι’ αυτό, μερικοί με συλλυπούνται»…
Κωνσταντίνος Μπορδόκας
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής