Γράφει ο Μιχάλης Μαρδάς
Ας κάνουμε τις συστάσεις: Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας είναι ένας 50χρονος πρώην επιχειρηματίας ο οποίος πριν από 5 χρόνια καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκιση λόγω ακάλυπτων επιταγών. Εξέτισε το 1/3 της ποινής του και αποφυλακίστηκε πριν από περίπου δύο χρόνια. Δεν δέχθηκε να μας μιλήσει με το πραγματικό του όνομα, ούτε καν να χρησιμοποιήσουμε τα αρχικά του και αυτό θα μας απασχολήσει στο δεύτερο μέρος της ιστορίας, όταν θα μας εξηγήσει το πως είναι η επιστροφή ενός φυλακισμένου στην καθημερινότητα.
Πώς ξεκίνησαν όλα
Η συζήτηση ξεκινά για τον λόγο που έχασε την ελευθερία του: «Ο πρώτος λόγος είναι πως ποτέ δεν εκτίμησa την καταστροφική δύναμη του χρήματος και ο δεύτερος είναι ο τζόγος. Από τα 30 μου ανέλαβα την επιχείρηση που είχε στήσει ο πατέρας μου με κόπο και ιδρώτα. Δραστηριοποιούνταν στον χώρο εστίασης η οποία και πριν από εμένα πήγαινε τέλεια και όταν ανέλαβα εγώ είχαμε μεγάλα κέρδη. Και όμως το μεγαλύτερο… έγκλημα ήταν που πήγαινε τόσο καλά. Αρχισα να έχω πάρα πολλά λεφτά στα χέρια μου και να μην υπολογίζω τίποτα. Το ταμείο ήταν πάντα ανοιχτό για εμένα και δεν έδινα λογαριασμό σε κανέναν».
Μετά από αρκετά χρόνια χλιδής και κραιπάλης τα πράγματα άρχιζαν να ζορίζουν και όταν θέλησε να δει με σοβαρότητα την επιχείρηση που είχε στα χέρια του η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει: «Ποτέ δεν κατάλαβα πως από την μία στιγμή στην άλλη πέσαμε έξω. Βέβαια αν είχα το μυαλό μου εκεί που έπρεπε, θα καταλάβαινα τον κίνδυνο, αλλά δεν το είχα. Αρχισα και έδινα επιταγές που στην αρχή καλύπτονταν μετά βίας και στο τέλος έμειναν ακάλυπτες. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική και το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστώ σε 10 χρόνια φυλάκισης το 2012».
Δεν έχει ξεχάσει και ούτε πρόκειται ποτέ να ξεχάσει την στιγμή που άκουσε την τιμωρία του: «Ημουν σίγουρος ότι θα καταδικαστώ. Οσο και αν ελπίζει κάποιος στην εύνοια των δικαστών, ξέρει πως δεν θα την γλιτώσει. Και έτσι έγινε. Ντρεπόμουν και ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, αλλά παράλληλά σκεφτόμουν ότι καλά έπαθα και ότι δεν μου φταίει κανείς».
Πρώτη μέρα, πρώτος μήνας, πρώτος χρόνος
Όπως μας εξηγεί ο εγκλεισμός του ξεκίνησε από τα κρατητήρια. Από την στιγμή που αυτός ως παραβάτης για οικονομικό έγκλημα ήταν εγκλωβισμένος στα ίδια, λίγα τετραγωνικά με άλλους ανθρώπους που είχαν διαπράξει πολύ διαφορετικά εγκλήματα: «Κλέφτες, πόρνες, δολοφόνοι… όλοι ένα. Δεν μας χώριζε τίποτα και μας ένωνε η παρανομία. Μην μπαίνετε στην διαδικασία να μιλήσετε για διαφορετικής φύσης εγκλήματα. Στα μάτια αυτών που μας κρατούν, αυτών που μας δίκασαν και αυτών που επέβλεπαν στην ποινή μας είμαστε όλοι ίδιοι. Μπορεί να ακούγεται σκληρό, αλλά εγώ έτσι ένοιωθα και έτσι νοιώθω».
Μιλώντας για τις συνθήκες κράτησής του στα τρία χρόνια που πέρασε στον Κορυδαλλό δεν μας περιέγραψε κάτι που έχουμε συνηθίσει να το χαρακτηρίζουμε αποτρόπαιο (σ.σ. ίσως να μην ήθελε). Στην πραγματικότητα, όμως, το τι είναι αποτρόπαιο για τον καθένα είναι πολύ διαφορετικό πράγμα: «Μην έχετε στο μυαλό σας τις ταινίες όταν σκέφτεστε το τι γίνεται στις φυλακές. Φυσικά και είναι κάτι που σε στιγματίζει για πάντα, αλλά δεν είναι σόου. Είναι μία κατάσταση που κανείς δεν μπορεί να την καταλάβει αν δεν την βιώσει. Δεν ήμουν σπίτι μου. Ημουν φυλακή και δεν μπορώ να παραπονεθώ για τις συνθήκες κράτησης. Αλλοι το κάνουν, όχι εγώ. Αν ήθελα να κοιμούμουν ωραία, να έτρωγα αυτα που ήθελα και να έκναν βόλτες ας είχα μυαλό. Δεν μου φταίει κανείς.
Για εμένα από την πρώτη ώρα στην φυλακή μέχρι το μεσημέρι που βγήκα από αυτή ήταν όλα ίδια. Δεν έμπλεξα γιατί δεν ήθελα να μπλέξω, δεν έκανα φίλους αλλά άκουσα πολύ ενδιαφέρουσες συμβουλές, δεν έκανα τατουάζ γιατί δεν με εξέφραζαν. Απλά περίμενα και παρατηρούσα. Περίμενα πότε θα τελειώσουν οι ημέρες για να βγω και για να περάσουν οι ημέρες παρατηρούσα. Αυτό ήταν το χόμπι μου. ΄Εβλεπα το τι γίνονταν και γίνονταν πολλά πράγματα».
Οπως μας είπε στην συνέχεια όπως στην έξω ζωή έτσι και μέσα στην φυλακή τα λεφτά είναι εκείνα που παίζουν τον μεγαλύτερο ρόλο: «Στην φυλακή μπορείς να βρεις τα πάντα, αλλά θα πρέπει να έχεις τα λεφτά να τα πληρώσεις. Και θα τα πληρώσεις ακριβότερα από ότι θα τα έπαιρνες έξω. Από ναρκωτικά μέχρι laptop. Αν μπεις στην διαδικασία της συναλλαγής ξέρεις που θα πρέπει να πας για να ζητήσεις το οτιδήποτε».
Βιασμοί, παραγγελίες εγκλημάτων, εκβιασμοί είναι μερικά από αυτά που έχουν δει το φως της δημοσιότητας ότι διαπράττονται μέσα στις φυλακές, αλλά για όλα αυτά ο νόμος της σιωπής είναι εκείνος που κυριαρχεί: «Και να ήξερα δεν θα σου έλεγα. Δεν ήμουν μπροστά σε τίποτα από όσα μου περιγράφεις αλλά δεν σου λέω ότι δεν γίνονται. Αυτό που σου λέω είναι πως για να επιβιώσεις εκεί μέσα θα πρέπει να κρατάς το στόμα σου κλειστό και ότι οι νόμοι της φυλακής δεν φτιάχνονται ούτε από το κράτος, ούτε από τους δεσμοφύλακες. Φτιάχνονται από τους κρατούμενους. Σε μία φυλακή υπάρχουν όλα τα είδη των ανθρώπων όπως και στην κοινωνία. Μόνο που μέσα οι διαφορές φαίνονται εύκολα. Οι… ομάδες που έχουν σχηματιστεί είναι ευδιάκριτες και η επιλογή είναι δική σου με ποιά θα πας ή αν θέλεις να προχωρήσεις μόνος σου. Ημουν από τους τυχερούς που επέλεξα την μοναξιά και με άφησαν να την… απολαύσω».
Τελικά η φυλακή είναι σωφρονιστικό κατάστημα ή φροντιστήριο για νέα εγκλήματα; «Κατά την γνώμη μου αυτός που σωφρονίζεται μέσα από αυτή την διαδικασία το κάνει από την πρώτη στιγμή που θα οδηγηθεί στο δικαστήριο. Αν τότε σκεφτεί πως «την έκανα την μ@λ@κι@ μου καλά να πάθω» έχει σωφρονιστεί. Αν δεν το σκεφτεί ο εγκλεισμός του δεν θα τον κάνει καλύτερο άνθρωπο. Ναι, έχουν δημιουργηθεί στις φυλακές υποδομές για να περνά πιο δημιουργικά η ώρα είτε δουλεύοντας κάπου, είτε παρακολουθώντας σχολικές δράσεις, αλλά αυτό είναι για να περνάει η ώρα. Για εμένα όσοι δεν μετανιώσουν από την πρώτη στιγμή το μόνο που καταφέρνουν μέσα στην φυλακή είναι να μάθουν νέους τρόπους για το έγκλημα που θα διαπράξουν μόλις βγουν. Υπό αυτή την έννοια ναι είναι φροντιστήριο».
Φυλακισμένος έξω από τα σίδερα
Τελικά έφτασε η ώρα να βγει με αναστολή από την φυλακή και αυτό που συνάντησε έξω δεν ήταν το ίδιο με αυτό που άφησε. Για καλή και κακή του τύχη, όπως μας είπε, δεν είχε δημιουργήσει οικογένεια πριν καταδικαστεί: «Ηταν καλό που δεν είχα δική μου οικογένεια όταν μπήκα μέσα γιατί το μυαλό μου ήταν πιο ελεύθερο. Όταν βγήκα όμως θα ήθελα να είχα κάτι παραπάνω από την μάνα και τα αδέρφια μου που με περίμεναν. Θα ήθελα να είχα το δικό μου οικογενειακό περιβάλλον αλλά δεν το είχα».
Εχοντας αφανιστεί η επιχείρηση που διατηρούσε, προσπάθησε από την πρώτη εβδομάδα της νέας του ζωής να ψάξει να βρει νέα δουλειά. Ακόμη δεν το έχει καταφέρει και όπως μας λέει πλέον λέει ψέματα: «Στην αρχή ήμουν τίμιος. Πήγαινα για δουλειά, τους έλεγα πως είχα κάνει φυλακή, τους εξηγούσα γιατί μπήκα μέσα, γιατί είμαι έξω με αναστολή και γιατί δεν πρόκειται ποτέ να ξαναέμπαινα καθώς είχα πάρει το μάθημά μου. Ολοι μου έλεγαν μπράβο, ότι θα με φωνάξουν και μετά τίποτα. Πλέον δεν τους μιλώ για το παρελθόν μου».
Πώς τον αντιμετωπίζει ο περίγυρός του; «Κακά τα ψέματα οι δικοί σου άνθρωποι, το μεγαλύτερο έγκλημα να έχεις κάνει, δεν πρόκειται ποτέ να σε δουν με καχυποψία και να σκεφτούν πώς μπήκες για ένα, δύο, δέκα χρόνια φυλακή. Οι υπόλοιποι όμως εννοείται πως σε κοιτάζουν επιφυλακτικά και να είμαστε ειλικρινείς και εγώ να ήμουν στην θέση τους μάλλον το ίδιο θα έκανα. Το λάθος μου είναι πως δεν μπήκα σε κάποια οργάνωση που βοηθά τους αποφυλακισθέντες να επιστρέψουν με καλύτερες συνθήκες. Θεώρησα πως θα τα κατάφεραν μόνος μου, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο».
Από εδώ και πέρα ποιο είναι το επόμενο σχέδιό του: «Νομίζω πως θα πρέπει να εγκαταλείψω την ιδέα να βρω δουλειά ως υπάλληλος. Στην ηλικία μου κάποιος που δεν έχει περάσει την δική μου περιπέτεια, δύσκολα μπορεί να βρει δουλειά οπότε φανταστείτε πόσο δύσκολο είναι για εμένα. Για να φύγω από την Ελλάδα δεν μπορώ καθώς δεν έχω ξεμπλέξει με την δικαιοσύνη. Οπότε αυτό που θα προσπαθήσω να κάνω είναι να ξαναστήσουμε μία επιχείρηση. Δεν θα είναι εύκολο αλλά πλέον έχω βάλει μυαλό. Δεν τρέφω αυταπάτες. Πάντα θα είμαι αυτός που έχω κάνει φυλακή, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να γυρίσω τον χρόνο πίσω».
Για το τέλος της συζήτησης μας του ζητήσαμε να δώσει μία συμβουλή για τους ανθρώπους που μπαίνουν στην φυλακή αλλά και γι αυτούς που βγαίνουν από αυτή. Η απάντησή του αφοπλιστική: «Τι συμβουλές να δώσω; Η μοναδική μου συμβουλή είναι να μην κάνεις κάτι που θα σου στερήσει την ελευθερία και θα σε συνοδεύει για μια ζωή. Αυτό! Τίποτα άλλο!».