Ο ίδιος έζησε μια ανατρεπτική ζωή, αφού προτίμησε να εγκαταλείψει την πλούσια ζωή, μια έτοιμη καριέρα και την οικογένειά του ώστε να αγωνιστεί στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Μπορεί μέχρι και σήμερα να υπάρχουν πολλές θεωρίες για το πώς ήρθε το τέλος του ηρωικού Μίκη Ζέζα -όπως ήταν το ψευδώνυμό του-, όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο θάνατός του αποτέλεσε τη σπίθα για να ανάψει η φωτιά του Μακεδονικού Αγώνα.
Η ιστορία του Μακεδονικού ζητήματος μπορούμε να πούμε πως ξεκινά στα μέσα του 19ου αιώνα, αρχικά με την αποδυνάμωση και τη σταδιακή κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία κατείχε τα εδάφη αυτά. Η Ελλάδα μπορεί να είναι ο φυσικός και ιστορικός κληρονόμος της περιοχής, αλλά είναι ένα ασθενικό κρατίδιο εξαρτώμενο πολιτικά και οικονομικά από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Εκτός αυτού, η χώρα έχει να αντιμετωπίσει δύο ακόμα υποψήφιους «μνηστήρες» (Βουλγαρία και Σερβία), οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι τον κατακερματισμό του χώρου που κατοικείται από πλήθος εθνοτήτων και το ασαφές συνοριακό πλαίσιο της περιοχής (η κάθε χώρα μεταθέτει τα σύνορα στα δικά της γεωγραφικά όρια), ξεκινούν μια πολεμική και διπλωματική σύγκρουση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Μέσα σε αυτό το ταραγμένο ιστορικό πλαίσιο η περίπτωση του Παύλου Μελά αποτελεί μια παραδοξότητα.
Ο ίδιος γεννιέται το 1870 στη Μασσαλία. Ηταν ένα από τα επτά παιδιά μιας εύπορης οικογένειας εμπόρων, η οποία επέστρεψε για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα το 1874. Μένουν σε κτίριο της οδού Πανεπιστημίου, αποτελούν επιφανή μέλη της κοσμικής ζωής της πρωτεύουσας, ενώ τα καλοκαίρια μοιράζουν το χρόνο τους μεταξύ Οδησσού, Φαλήρου και Κηφισιάς. Το οικογενειακό κλίμα ευμάρειας δεν παρασύρει το νεαρό Παύλο Μελά, που φλέγεται από το όραμα της εποχής για εθνική ολοκλήρωση, με την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό περιοχών όπως οι: Θεσσαλία, Κρήτη, Ηπειρος, νησιά του Αιγαίου, Μακεδονία…
Η εισαγωγή του, σε ηλικία 16 ετών, στη Σχολή Ευελπίδων δείχνει το δρόμο που θέλει να ακολουθήσει, κάτι που γίνεται ξεκάθαρο στο ημερολόγιό του: «Επιλέγων το στάδιο αυτό, δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και εις τον τόπον μου. Αυτή είναι όλη μου η φιλοδοξία και, όπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω να υπηρετήσω την Πατρίδα μου και δι’ αυτήν να αποθάνω. Καμιά δυσκολία δεν θα με σταματήση. Δεν θα υποχωρήσω ποτέ προ των εμποδίων. Προς το παρόν, άλλωστε, δεν θα υποστώ εις την Στρατιωτικήν Σχολήν, παρά πειθαρχίαν, ολίγον σκληράν, και μερικές στερήσεις». Το 1892 παντρεύεται τη Ναταλία Δραγούμη (αδελφή του Ιωνα) με την οποία αποκτά δύο παιδιά, αλλά δεν του αρκεί ο ρόλος του μεγαλοαστού οικογενειάρχη.
Συμμετέχει ενεργά, με πάθος και ενθουσιασμό, στον «ατυχή» Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, αλλά επιστρέφει από αυτόν εθνικά ταπεινωμένος και προσωπικά συγκλονισμένος, αφού δεν προλαβαίνει ζωντανό τον άρρωστο πατέρα του.
Το νέο εθνικό όραμα του Παύλου Μελά είναι πλέον η απελευθέρωση της Μακεδονίας, γι’ αυτό είναι από εκείνους που δημιουργούν το 1900 το Μακεδονικό Κομιτάτο, που έχει ως στόχο την αύξηση της ελληνικής επιρροής στην περιοχή έναντι της κλιμακούμενης δράσης των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Συμμετέχει με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας σε δύο μυστικές αποστολές στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, στοχεύοντας στην ανύψωση του ηθικού του Ελληνισμού της περιοχής και στη στρατιωτική προετοιμασία την εξέγερσής του. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους παίρνει την πολυπόθητη άδεια από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη για τη συγκρότηση στρατιωτικού σώματος στην περιοχή, ενώ αναλαμβάνει και την ηγεσία του Μακεδονικού Αγώνα.
Στα τέλη Αυγούστου 1904 διαβαίνει για τρίτη και τελευταία φορά μαζί με ένοπλο σώμα 35 ανδρών τα ελληνοοθωμανικά σύνορα και στρατοπεδεύει σε περιοχή της Καστοριάς υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, όπως περιγράφει ο ίδιος στο ημερολόγιό του: «Είμεθα ήδη μίαν εβδομάδα εν πορεία και ακόμη τριγυρίζομεν περί την Σαμαρίναν, ενώ κάθε ημέρα που περνά και πολύτιμος καιρός χαμένος είναι και εις περισσότερον κίνδυνο προδοσίας ή καταδόσεως μας θέτει. Οι άνδρες μου είναι μελαγχολικοί, εγώ ενδομύχως πλέον ή λυπημένος. Βλέπω μέχρις ώρας μόνον δυσκολίας. Οι Τούρκοι είναι ειδοποιημένοι, οδηγόν δεν έχομεν, το έδαφος δεν το γνωρίζομεν!
Θα φθάσωμεν ποτέ εκεί ή μήπως οι Τούρκοι θα μας αρχίσουν το κυνηγητό και έτσι θα ναυαγήσουν όλοι οι πόθοι να βοηθήσωμεν τους εκεί αδελφούς; Θεέ μου, Θεέ μου! Και ενώ ευρίσκομαι εις τόσην απόγνωσιν ενδομύχως, προσπαθώ να ενθουσιάζω και να ενθαρρύνω τους άνδρας μου. Βρέχει δυνατά και ακατάπαυστα από χθες το πρωί, εκτός μιας παλιοπροβατίνας, την οποίαν εμοιράσαμεν 27 άνδρες χωρίς ψωμί, είμεθα εντελώς νηστικοί. Πεινώμεν φοβερά. Είμεθα όλοι υγροί ως τα κόκαλα, οι πλείστοι έχουν πυρετόν. Ομίχλη φοβερά διαδεχθείσα μετ’ ολίγον την βροχήν επιβραδύνει ουκ ολίγον την πορείαν μας. Η απότομος και ολισθηρά κλίσις του βουνού, τα πυκνότατα και δύσκαμπτα δενδρύλλια, τα οποία είναι κάθυγρα από την βροχήν, μας παιδεύουν φοβερά. Ημείς, τα όπλα μας, οι κάπες μας βαριές από την βροχήν, πέφτομεν, σκοντάφτομεν, γλυστρώμεν διαρκώς».
Το επόμενο διάστημα ο Παύλος Μελάς και οι σύντροφοί του κάνουν εξορμήσεις, αλλά με περιορισμένα αποτελέσματα. Η ολιγομελής ένοπλη ομάδα του δεν εμπνέει ακόμα εμπιστοσύνη στον ελληνικό πληθυσμό με αποτέλεσμα να του παρέχει ελάχιστη πληροφόρηση των ειδικών συνθηκών της περιοχής (καθημερινή βροχή για ένα μήνα, μυστικά μονοπάτια και διαδρομές), ενώ η ισχυρή παρουσία των Βουλγάρων κομιτατζήδων και του τουρκικού στρατού δημιουργεί ασφυκτικό κλοιό γύρω τους, ενώ ο ίδιος φαίνεται να έχει ηθικά διλήμματα για τα μέσα που θα πρέπει να χρησιμοποιήσει: «Τρέμω και συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ’ ανυπομονώ να το κάμω».
Τα σενάρια για το μυστηριώδη θάνατό του
Στις 13 Οκτωβρίου 1904 ο Παύλος Μελάς λαμβάνει τη μοιραία γι’ αυτόν απόφαση να αγνοήσει τη συμβουλή του υπαρχηγού του Νίκου Πύρζα να μη στρατοπεδεύσει στο σλαβόφωνο χωριό Στάτιστα, όπου υπάρχει ισχυρός βουλγαρικός πυρήνας. Πράγματι, ο κομιτατζής Μήτρος Βλάχος ειδοποιεί τον οθωμανικό στρατό, που μέσα σε λίγες ώρες περικυκλώνει το χωριό με απόσπασμα 150 ανδρών. Στη σύγκρουση που ακολουθεί, η μοιρασμένη σε πέντε σπίτια ομάδα του Μίκη Ζέζα διαλύεται, με τους περισσότερους από αυτούς να διαφεύγουν, ενώ άλλοι συλλαμβάνονται και ο ίδιος ο Παύλος Μελάς βρίσκεται νεκρός υπό μυστηριώδεις συνθήκες.
Θάφτηκε από χωρικούς, όμως οι σύντροφοί του τον ξέθαψαν και του έκοψαν το κεφάλι για να μην πέσει σε τουρκικά χέρια
Τα σενάρια για το θάνατό του είναι πολλά. Το πρώτο αναφέρεται στο τηλεγράφημα του Ελληνα προξένου του Μοναστηρίου που μεταφέρει στο υπουργείο Εσωτερικών την τραγική είδηση: «Παρελθούσαν Τετάρτην, 13 τρέχοντος (Οκτωβρίου) ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιστα και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον. Παύλος Μελάς όρμησε πρώτος επί κεφαλής αυτών, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον εναπέθεσαν παρακειμένω οικίσκο, ένθα, μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασε».
Οι άλλες εκδοχές για το θάνατό του μιλούν για αποτέλεσμα της μάχης όταν προσπάθησε να διαφύγει, ότι τραυματίστηκε από τουρκικό όπλο αλλά πέθανε μέσα στο κρησφύγετό του, ότι αυτοκτόνησε, ότι πυροβολήθηκε από σύντροφό του μετά από παράκληση του ίδιου αλλά και από τυχαία εκπυρσοκρότηση όπλου.
Το σώμα του το έθαψαν χωρικοί, αλλά σύντομα οι σύντροφοί του το ξέθαψαν και του έκοψαν το κεφάλι για να μην πέσει σε τουρκικά χέρια. Ανεξαρτήτως τρόπου, ο θάνατος του Παύλου Μελά αποτελεί την απαραίτητη σπίθα για να μεταλαμπαδευτεί η φλόγα του Μακεδονικού Αγώνα σε όλη την επικράτεια, με την ελληνική κυβέρνηση να πιέζεται από την κοινή γνώμη για ενεργότερη συμμετοχή στον αγώνα και τους εθελοντές να πολλαπλασιάζονται.
Κωνσταντίνος Μπορδόκας
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπο της Κυριακής