Είμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ‘20 και ο κινηματογράφος γνωρίζει τεράστια άνθηση στη χώρα μας, με αποτέλεσμα όλοι οι χώροι προβολής να είναι κατάμεστοι από κόσμο, ενώ οι κινηματογραφικές αίθουσες ξεφυτρώνουν η μία μετά την άλλη. Ενας από αυτούς τους χώρους είναι και το κινηματοθέατρο «Πανόραμα» που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Χαλκοκονδύλη και 3ης Σεπτεμβρίου στο κέντρο της πρωτεύουσας. Το φθηνό του εισιτήριο (3,20 δρχ. η πλατεία και 2,50 δρχ. ο εξώστης) συγκεντρώνει λαϊκό κοινό, ενώ η… μαρίδα συγκεντρώνεται στον εξώστη, με αποτέλεσμα σε γιορτές και Κυριακές οι προβολές να ξεκινούν από τις πρωινές ώρες ώστε να καλύψουν την τεράστια ζήτηση.
Μια τέτοια ημέρα είναι και η Κυριακή 20 Οκτωβρίου 1924, όπου το δράμα και η τραγωδία δεν θα παιχτούν στο πανί, αλλά στις θέσεις των θεατών… Ηταν λίγο μετά τις 5 το απόγευμα, όταν στην αίθουσα βρίσκονται σχεδόν 1.000 άτομα, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι ανήλικοι που κάθονται ανά δύο στα καθίσματα. Κάποια στιγμή ακούγεται από τις πρώτες θέσεις η κραυγή «φωτιά-φωτιά», η οποία, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, επαναλαμβάνεται από τους περισσότερους, με αποτέλεσμα ο πανικός να κυριαρχήσει στην αίθουσα. Οι θεατές τρέχουν προς την έξοδο πατώντας ο ένας τον άλλο, ενώ στον εξώστη όπου κυριαρχούν οι ανήλικοι επικρατεί απόλυτο χάος, αφού άλλα παιδιά πηδούν στην πλατεία του θεάτρου, άλλα από το παράθυρο στο δρόμο ενώ κάποια προσγειώνονται από την ταράτσα σε γειτονικά σπίτια.
Οι θεωρίες περί φωτιάς καταρρίφθηκαν γρήγορα, καθώς τα πυροσβεστικά οχήματα που έφτασαν στο σινεμά δεν χρειάστηκε να επέμβουν αφού δεν υπήρχε ούτε… καπνός
Η περιγραφή που μας δίνει εφημερίδα της εποχής είναι συγκλονιστική: «Ολος εκείνος ο κόσμος του υπερώου, μη συγκρατούμενος από τον πανικόν του, ερρίφθη προς την έξοδο της κλίμακος. Αλλά ποιος να προφτάση πρώτος; Οι μεγαλύτεροι, οι ισχυρότεροι εις την πάλην εκείνην της σωτηρίας επικράτησαν και διήλθον. Οι μικρότεροι, υποκύψαντες εις την βίαν, εσωριάσθησαν προ της εξόδου, και άλλοι παρασυρώμενοι εκυλίοντο από της κλίμακος κάτω. Πατείς με πατώ σε. Εικών μάχης εκ του συστάδην θα αναπαριστά το αποτρόπαιον θέαμα. Ούτε έβλεπον, ούτε ελυπείτο ο ένας τον άλλον. Εφώναζον σπαρακτικά οι μικρότεροι και τα παιδιά, αλλά ποιος να τα ακούση; Ποιος να ευσπλαχνιστή; Πατούν πέντε, δέκα και τα σκάζουν, τα σκοτώνουν εκεί εις την έξοδον του υπερώου. Αλλος κόσμος αγωνιά εις την άλλην έξοδον. Και εκεί σωρός πτωμάτων. Φωναί απογνώσεως να εξέλθουν, αλλά ποιος να πρωτοπροφθάση; Μερικοί εις τα τραγικάς αυτάς στιγμάς διατηρούν την ψυχραιμίαν τους να πάρουν ανά χείρας μερικά μικρά, τα οποία επάνω από τας κεφαλάς των άλλων, τα ωθούν, τα πετούν κυριολεκτικά έξω. Αλλά, ως είπομεν, η φρικωδεστέρα τραγωδία εξελίσσεται επάνω εις τον στενόν χώρον του υπερώου. Εκεί ο αγών της σωτηρίας των συνωθουμένων είναι φρικώδης. Τα θύματα αυξάνουν».
Τι συνέβη εκείνα τα δραματικά λεπτά πριν από την εκκένωση του χώρου είναι δύσκολο να βρεθεί και όλοι έχουν από μια θεωρία. Αρχικά κυρίαρχη είναι η θεωρία της φωτιάς. Αλλοι υποστηρίζουν ότι ξεκίνησε από το κιβώτιο όπου βρίσκονταν οι μπομπίνες των ταινιών, στο οποίο οι μηχανικοί προβολής θέλοντας να περιπαίξουν τα παιδιά, πετούσαν αναμμένα αποτσίγαρα τα οποία μάζευε η… μαρίδα, η οποία με τη σειρά της «επέστρεφε» τα τσιγάρα μέχρι που η εύφλεκτη ζελατίνα της ταινίας άρπαξε φωτιά, κάτι που αρνούνται βέβαια οι μηχανικοί. Αλλοι μιλούν για κάποιο σπινθήρα ασφάλειας που κάηκε, κάποιοι για ένα αναμμένο τσιγάρο που έπεσε μέσα στο κασελάκι ενός λουστράκου που παρακολουθούσε την ταινία.
Τη σύγχυση επιτείνουν οι αλληλοσυγκρουόμενες μαρτυρίες όσων βρίσκονταν στην αίθουσα, όπως του παρακάτω παιδιού: «Εγώ κοίταζα την ταινία και ξαφνικά άκουσα φωνές, “φωτιά-φωτιά”, και είδα τον κόσμο στην πλατεία, γιατί ήμουν στο υπερώο, να σηκώνεται και να τρέχη στις πόρτες. Εγώ τότε είδα το πανί να καίγεται, βγαίνανε κάτι φλόγες που έφταναν στο ταβάνι. Τότε άρχισα και εγώ να τρέχω και επειδή δεν μπορούσα να περάσω από τις σκάλες, πήδησα από το υπερώο και έπεσα πάνω στον κόσμο στην πόρτα. Πώς βρέθηκα έξω, δεν ξέρω».
Σύντομα, οι θεωρίες περί φωτιάς καταρρίπτονται αφού τα πυροσβεστικά οχήματα που φτάνουν στο χώρο δεν χρειάζεται να επέμβουν. Το πιθανότερο σενάριο για το τι προκάλεσε αυτή τη φρίκη είναι το παρακάτω: Εκείνη την ώρα προβαλλόταν κάποια ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν.Ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου αναφέρει ότι ήταν «Ο Σαρλό και ο σκύλος του», αναφερόμενος προφανώς στην κλασική ταινία «Σκυλίσια ζωή». Επειδή όμως τότε οι τίτλοι των ταινιών είχαν τριτεύοντα ρόλο έναντι του πρωταγωνιστή, θεωρούμε ότι παιζόταν η παλαιότερη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν «Ο πυροσβέστης», στην οποία υπήρχαν σκηνές με φλόγες.
Κάποιος από τους θεατές που μπορεί να μην είχε δει ποτέ του κινηματογράφο, άρα δεν μπορούσε να διαχωρίσει την ταινία από την πραγματικότητα, άρχισε να φωνάζει «φωτιά-φωτιά» προκαλώντας πανικό στο νεανικό κοινό της αίθουσας. Τα αποτελέσματα του πανικού πολλαπλασιάζονται από την ανυπαρξία μέτρων ασφαλείας στα δημόσια θεάματα εκείνης της εποχής.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Ο κινηματογράφος και θέατρο είχε τρεις εξόδους, εκ των οποίων, σύμφωνα με τις καταγγελίες, μόνο η κεντρική ήταν ανοιχτή. Η δεύτερη ήταν κλειστή για να αποτρέπει την είσοδο λαθραίων θεατών, ενώ για να βρεις την τρίτη, που λειτουργούσε ως έξοδος κινδύνου, έπρεπε να διασχίσεις όλη τη σκηνή και να κατέβεις μέσα από μια μικρή σκάλα στο υπόγειο, όπου θα διαπίστωνες ότι ήταν κλειστή…
Το έλλειμμα ασφάλειας που προκάλεσε τα περισσότερα θύματα ήταν η πολύ μικρή σκάλα που ένωνε τον εξώστη με την πλατεία, η οποία είχε καλυφθεί ολόκληρη από άψυχα παιδικά σώματα συγκροτώντας ένα μακάβριο τύμβο. Τελικός απολογισμός της φρίκης 26 νεκροί, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν παιδιά, καθώς και δεκάδες τραυματίες.
Η διαδικασία απόδοσης ευθυνών έβγαλε… λάδι τους υπευθύνους του σινεμά
Η αστυνομική έρευνα κρίνει επαρκείς τις υπάρχουσες εξόδους κινδύνου του χώρου αθωώνοντας τον επιχειρηματία και ρίχνοντας την ευθύνη της τραγωδίας στα θύματα
Η αναζήτηση υπευθύνων ύστερα από τραγωδίες, οι ένορκες διοικητικές εξετάσεις και η φράση «το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο» αποτελούν εθνικές συνήθειες που ακολουθούνται και στο μακελειό του κινηματογράφου «Πανόραμα». Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζητούν παραίτηση του αρμόδιου υπουργού Εσωτερικών Γεωργίου Κονδύλη, τον οποίο ο αντιπολιτευόμενος Τύπος προσφωνεί ως «Νέρωνα». Με τη σειρά του ο τελευταίος αναθέτει στον ανώτερο αξιωματικό της αστυνομικής διεύθυνσης να διεξαγάγει «αυστηρές ανακρίσεις». Ο αποδιοπομπαίος τράγος βρίσκεται στο πρόσωπο του διευθυντή Αστυνομίας Κοκκαλά, ο οποίος παίρνει άμεσα δυσμενή μετάθεση στην Ανωτάτη Διοίκηση Χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδος, αφού, κατά την αρχική εξέταση των αφορμών της τραγωδίας, «δεν δικαιολόγησε επαρκώς τη μη εφαρμογή των ήδη υπαρχουσών διατάξεων περί δημοσίων θεαμάτων».
Ο ίδιος όμως, πριν μετατεθεί, φροντίζει να πετάξει «βόμβες», λέγοντας ότι -για τις πράξεις του- εκτελούσε έγγραφες και προφορικές εντολές ανωτέρων του. Αρχικά παρουσιάζει ένα χαρτί που είχε λάβει από το υπουργείο Οικονομικών, που ανέφερε ότι η εφαρμογή του ορίου πωλήσεων εισιτηρίων για τα θέατρα και τους κινηματογράφους ανάλογα με το χώρο, μειώνει την είσπραξη φόρου στα κρατικά ταμεία, ενώ μιλά για προφορική εντολή από τον παλαιότερο υπουργό Εσωτερικών Θεμιστοκλή Σοφούλη να μην εφαρμόζει κατά γράμμα τις αστυνομικές διατάξεις στα δημόσια θεάματα…
Χρειάστηκε ο τραγικός θάνατος 26 ανθρώπων για να συσταθεί, με τη συνεργασία Αστυνομίας και υπουργείου Εσωτερικών, επιτροπή επιθεώρησης κινηματογράφων και θεάτρων για ζητήματα ασφαλείας και υγιεινής όπως αναφέρει ανακοίνωση της Αστυνομίας: «Θα φτάσωμεν μέχρις τροποποιήσεως αιθουσών και θα επιζητήσωμεν όπως όλαι οι κινηματογραφικαί αίθουσαι έχουν επαρκείς εξόδους κινδύνου ανοιχτάς διαρκώς και δυνάμενες να χρησιμοποιηθούν εις περίπτωσην πανικού και όχι να είναι κλεισταί όπως συνέβαινε μέχρι σήμερον, και εντελώς αχρησιμοποίητοι λόγω της θέσεως που ευρίσκονται και της στενότητός των».
Η αστυνομική έρευνα κρίνει ως επαρκείς τις υπάρχουσες εξόδους κινδύνου του χώρου, αθωώνοντας έτσι τον επιχειρηματία και ρίχνοντας την ευθύνη της τραγωδίας στα ανήλικα θύματα… «Το δυστύχημα», αναφέρει η ανακοίνωση της Αστυνομίας, «υπήρξεν μοιραίον, καθόσον αι υπάρχουσαι έξοδοι ήσαν επαρκείς να προλάβωσι πάσαν ατυχίαν αν ετηρείτο σχετική ψυχραιμία, ιδία υπό της μεγάλης ηλικίας. Ο ίδιος κίνδυνος ηπειλήθη και πέρσι εις το ίδιον κτίριον, που χρησιμοποιείτο ως θέατρον, όταν αρξαμένης πυρκαγιάς, πλην, τηρηθείσης ψυχραιμίας, ουδέν ατύχημα εσημειώθη».
Αυτονόητο αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η επαναλειτουργία του κινηματοθέατρου μόλις μια βδομάδα μετά την τραγωδία. Και πάλι καλά να πούμε γιατί, όπως είχε αναφέρει ο αστυνομικός διευθυντής, ο επιχειρηματίας είχε ζητήσει την επαναλειτουργία του την επομένη κιόλας ημέρα… «Οι διευθύνοντες του “Πανοράματος” φανταστείτε ότι σήμερον είχαν την αναίδειαν να μου ζητήσουν όπως επιτραπεί εκ νέου η λειτουργία. Δεν εδέχθην καν συζήτησην. Το κλείσιμόν του έχω δικαίωμα να το παρατείνω όσον θέλω κατόπιν του δυστυχήματος».