Συνιστά μια βασική ανάγκη όχι μόνο για την καριέρα των νέων φοιτητών αλλά και για την ανάπτυξη της χώρας με βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της.
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την Ernst Young Ελλάδας, το Οικονομικό Επιμελητήριο και την Endeavor Greece, αποτυπώνει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ πανεπιστημιακών σπουδών και αγοράς εργασίας.
Ασφαλώς οι σπουδές σε ανώτατο επίπεδο δεν πρέπει να επικεντρώνονται μόνο στην εύρεση εργασίας αλλά και στην ευρύτερη καλλιέργεια των σπουδαστών, όμως είναι μάλλον ελληνικό παράδοξο το γεγονός ότι από τα 430 πανεπιστημιακά τμήματα μόνο τα μισά είναι προσανατολισμένα στο παραγωγικό άλμα της χώρας και 42 τμήματα είναι προσανατολισμένα αποκλειστικά στην απορρόφηση των αποφοίτων τους από τον δημόσιο τομέα.
Και όμως έλλειμμα αξιόλογου προσωπικού υπάρχει, ενώ η δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας περνά μέσα από την αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού για να γίνει πιο ελκυστική η έλευση επενδύσεων και να αναπληρωθούν οι εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις που χάθηκαν λόγω της κρίσης και του brain drain.
Κλάδοι όπως η πληροφορική, ο ξενοδοχειακός τομέας, οι τηλεπικοινωνίες έχουν ανάγκη από ανθρώπους με μόρφωση και δεξιότητες. Επιπλέον μπορεί να επιτευχθεί ραγδαία ανάπτυξη στις ψηφιακές τεχνολογίες, στην αγροτοδιατροφή, στην καθαρή ενέργεια και τις μεταφορές με αιχμή τη ναυτιλία, αρκεί να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εκπαίδευσης και απασχόλησης.
Θα μπορούσε, για παράδειγμα, η Ελλάδα ως χώρα να γίνει ένα περιφερειακό κέντρο αριστείας στις ψηφιακές τεχνολογίες και την καινοτομία μέσω της εξειδίκευσης ή και επανειδίκευσης ανέργων και εργαζομένων.
Για αυτό πρέπει να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος μεταξύ πανεπιστημίων, παραγωγικών φορέων και κυβέρνησης, για να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Τα οφέλη θα είναι πολλαπλασιαστικά για την οικονομία και κυρίως για τις νέες γενιές, που ζητούν ευκαιρίες για καλές θέσεις εργασίας.